του Βαγγέλη Χατζηβασιλείου (*).
Οι πεζογράφοι της πρώτης μεταπολεμικής γενιάς θα προσέλθουν στο πεδίο της πολιτικής και της Ιστορίας μέσα από πολλούς δρόμους. Ένας απ’ αυτούς θα είναι και ο δρόμος τον οποίο θα ανοίξει το μυθιστόρημα της πολιτικής εξορίας. Τοποθετημένο μεταξύ αυτοβιογραφίας και πολιτικού μυθιστορήματος, με έκδηλο τον παράγοντα της μυθοπλασίας, στην οποία, ωστόσο, ενσωματώνεται μονίμως η αφήγηση της πραγματικής εμπειρίας του εγώ, το μυθιστόρημα της πολιτικής εξορίας υπακούει στους κανόνες της δικής του πολιτικής ηθικής, που συνδυάζουν την εξιστόρηση του εξοστρακισμού από τον πάτριο τόπο και του συνακόλουθου ισχυρού αισθήματος απωλείας με την αναφορά στις βιοπολιτικές συνθήκες υπό τις οποίες θα κληθεί να ζήσει ο εξόριστος, αντιμετωπίζοντας ποικίλους ψυχοσωματικούς βασανισμούς. Οι τελευταίοι θα προκαλέσουν μια δεύτερη απώλεια, που θα προέλθει από τη διάψευση των πολιτικών ιδεωδών τα οποία οδήγησαν στην εξορία. Έτσι, το μυθιστόρημα της πολιτικής εξορίας θα μιλήσει όχι μόνο για την εξωτερική αλλά και για την εσωτερική εξορία.
Συγγραφέας επιτυχημένων μυθιστορημάτων για νέους και παιδιά -ας θυμηθούμε εντελώς δειγματοληπτικά Το καπλάνι της βιτρίνας (1963) και τον Μεγάλο περίπατο του Πέτρου (1971)-, η Άλκη Ζέη (γεν. 1925) θα συναντηθεί με την τέχνη και τους προβληματισμούς των πεζογράφων της πρώτης μεταπολεμικής γενιάς μόνο μέσω ενός βιβλίου της, που είναι το μυθιστόρημα Η αρραβωνιαστικιά του Αχιλλέα (1987). Η συνάντηση θα γίνει στο πεδίο της πολιτικής εξορίας προετοιμασμένη από τα κείμενα «Ένα σταμνί στο Παράθυρο» και «Στο Μαρούσι», που περιέχονται στο πρώτο λογοτεχνικό έργο της Ζέη, τη συλλογή διηγημάτων Αρβυλάκια και γόβες (1963). Πολιτική εξόριστος, στη Μόσχα μετά το τέλος του Εμφυλίου, που θα επιστρέψει στην Ελλάδα στα μέσα της δεκαετίας του ’60, για να αυτοεξοριστεί στα χρόνια της δικτατορίας στο Παρίσι, η Ζέη ονομάζει την πρωταγωνίστριά της στην Αρραβωνιαστικιά του Αχιλλέα Ελένη και της επιφυλάσσει μια σωστή Οδύσσεια: αρραβωνιαστικιά και κατόπιν σύζυγος του Αχιλλέα, ενός γενναίου και λαοφίλητου αγωνιστή της Αντίστασης, που αργότερα θα δοξαστεί και ως καπετάνιος του Δημοκρατικού Στρατού, η Ελένη θα πάει μετά την αποφυλάκισή της (τη ρίχνουν πίσω από τα κάγκελα ως «αρραβωνιαστικιά του Αχιλλέα») πρώτα στην Ιταλία, χάρη στις ενέργειες της μητέρας της (μιας βουλησιαρχικής αστής), και μετά στην Τασκένδη. Η Ελένη θα εξιστορήσει τις περιπέτειές της στην Ιταλία και στην Τασκένδη σε υστερότερο χρόνο, όταν θα είναι αυτοεξόριστη (όπως και η Ζέη) στο Παρίσι λόγω της απριλιανής δικτατορίας.
Η συγγραφέας θα χρησιμοποιήσει πρωτοπρόσωπη αφήγηση για τις ημέρες και τα χρόνια της Ελένης στην Τασκένδη και τριτοπρόσωπη για την εποχή της παραμονής της στο Παρίσι. Θα κυριαρχήσει η πρωτοπρόσωπη αφήγηση, που πιασμένη στα δίχτυα της μνήμης θα αδιαφορήσει εμφανώς για τα συγκλονιστικά δρώμενα του Μάη του ’68. Η Τασκένδη είναι από αυτή την άποψη πανταχού παρούσα στην Αρραβωνιαστικιά του Αχιλλέα και δεν υπάρχει αμφιβολία πως θα οδηγήσει τη Δάφνη από την εξωτερική στην εσωτερική εξορία. Με το που θα πατήσει το πόδι της στη σοβιετική Ασία, η Ελένη θα καταλάβει ότι ο επαναστάτης σύζυγος λίγο απέχει από το να ταυτίζεται με ένα άδειο σακί, με ένα σώμα που δεν μπορεί να κρατήσει καμία ζωντανή σάρκα επάνω του. Ο Αχιλλέας της Αντίστασης και του Βουνού είναι στην Τασκένδη ένα πέρα για πέρα ασήμαντο και απισχνασμένο κομματικό μέλος, με χαμένη όλη τη λάμψη και την αίγλη της προϊστορίας του: χωρίς φαντασία και όραμα, μονίμως αγέλαστος, όπως και βυθισμένος σε μια πολιτική ιδεοληψία που λίγο απέχει από την πολιτική αφασία, ο Αχιλλέας θα παγώσει την καρδιά και την ψυχή της Ελένης ολοκληρωτικά. Και μαζί θα έρθουν όλα τα άλλα: οι αντιμαχόμενες μερίδες των ελλήνων κομμουνιστών σε σοβιετικό έδαφος, ο θάνατος του Στάλιν και η πτώση του Νίκου Ζαχαριάδη. Η Δάφνη νιώθει διπλά απομονωμένη: απόβλητη από τη γη και την πατρίδα της, αλλά και εξόριστη από τον πολιτικό μύθο της νιότης της όπως είχε συμπυκνωθεί στο πρόσωπο του Αχιλλέα. Στην πραγματικότητα, όμως, η ηρωίδα υποφέρει και από ένα τρίτο είδος εξορίας. Τι είναι η Ελένη στην Τασκένδη, αλλά και λίγο πιο πριν; Μα, τίποτε άλλο από την «αρραβωνιαστικιά του Αχιλλέα» – μια γυναίκα που κερδίζει την επωνυμία της μόνο στο πλάι του ανδρός της, μια μορφή καταδικασμένη να υπάρχει και να αναπνέει μόνο στο περιθώριο. Αυτή είναι η τριπλή εξορία που διαπερνά απ΄άκρου εις άκρον την Αρραβωνιαστικιά του Αχιλλέα και ορίζει θεμελιωδώς την ταυτότητά της.
Το βιβλίο θα μπορέσει κατά τα άλλα να αναδείξει με σπαρακτικό τρόπο τις νευρώσεις που θα εγκαταστήσουν οι στρεβλώσεις της πολιτικής και της Ιστορίας στον ψυχικό οργανισμό του ατόμου, σ’ ένα πολιτικό μυθιστόρημα το οποίο θα αντλήσει σχεδόν απροσχημάτιστα τον πολιτικό του λόγο από την αυτοβιογραφία. Η Ζέη θα δείξει ευθέως τη σχέση της με την αυτοβιογραφία πολλά χρόνια αργότερα, με το Μολύβι φάμπερ νούμερο δύο, το οποίο θα κυκλοφορήσει το 2013 και θα εξιστορήσει τα του βίου της μέχρι και το 1944, την κομβική χρονιά της Απελευθέρωσης.
(*) Ομιλία στην εκδήλωση για την Άλκη Ζέη, Μέγαρο Μουσικής, 31.3.14