Ελένη Σβορώνου.
Ένα βιβλίο με τίτλο Το μουσείο των αποξηραμένων συναισθημάτων δεν μπορεί να περάσει απαρατήρητο. Το καλαίσθητο εξώφυλλο επίσης προκαλεί το ενδιαφέρον. Εικονίζει ένα φύλλο σε σχήμα λόγχης, αποξηραμένο, με όλες τις νευρώσεις του να φαίνονται ολοκάθαρα, σα να το διαπερνά μια δέσμη φωτός. Τοποθετημένο στην οριζόντια διάσταση, και με ένα επίσης αποξηραμένο λουλουδάκι να κρέμεται από τη μία άκρη του, παραπέμπει σε στόμα. Το ανοιχτό μοβ χρώμα τους παραπέμπει τόσο σε πένθος όσο και σε μια βλάστηση «σε αναμονή». Σα να χρειάζεται ένα πότισμα ή ένα άγγιγμα για να πάρει πάλι ζωή αυτή η νεκρή φύση.
Αυτή είναι και η πορεία της ηρωίδας του μυθιστορήματος του Θοδωρή Κούκια: μια πορεία αποξήρανσης των συναισθημάτων που σταδιακά οδηγεί στη μελαγχολία και την κατάθλιψη για να αρχίσει η επίπονη πορεία προς την ίαση.
Η Νεφέλη είναι μια μαθήτρια της Α’ λυκείου που έχει αλλάξει πολλές φορές σχολείο ακολουθώντας τη μητέρα της και τις αλλεπάλληλες μεταθέσεις της ανά την Ελλάδα. Εφοριακός το επάγγελμα, η Λίνα παίρνει στα σοβαρά την καριέρα της. Ως προϊσταμένη πια, σε μια πόλη της Βόρειας Ελλάδας, χαίρει κύρους, όχι μόνο λόγω θέσης αλλά και λόγω ήθους. Δε χαρίζεται σε κανέναν. Επιβάλλει πρόστιμα όταν πρέπει και συμβάλλει, θεωρεί, στην οικοδόμηση μια άλλης Ελλάδας. Μόνο που, όπως συμβαίνει συχνά με τους καριερίστες γονείς, χάνει επαφή με την ίδια της την οικογένεια. Ο άντρας της, ο Λούις, Ισπανός, αποφασίζει να μην ακολουθήσει σύζυγο και κόρη στις περιπλανήσεις τους και εγκαθίσταται σε ένα αιγαιοπελαγίτικο νησί. Η οικογένεια υφίσταται ακόμη, έστω και εξ αποστάσεως.
Η αλλαγή από το γυμνάσιο στο λύκειο δεν είναι πραγματικά αλλαγή για τη Νεφέλη. Είναι «μια από τα ίδια». Απομονωμένη, δυο φίλους κατάφερε να κάνει στο γυμνάσιο, τον Ίωνα, ένα παιδί με αυτισμό («υψηλής λειτουργικότητας»), και την Αντέλα, κόρη μιας γυναίκας «αμφιβόλου ηθικής». Οι τρεις παρίες έγιναν παρέα. Αλλά έτσι η απομόνωση παγιώνεται. Η επαρχία είναι αμείλικτη. Βάζει στη θέση τους αυτούς που τολμάνε να μην πηγαίνουν με το ρεύμα. Και η Νεφέλη τόλμησε να κάνει φίλη την Αντέλα.
Για να γίνουν τα πράγματα ακόμη χειρότερα, έρχεται και ο χωρισμός των γονιών της Νεφέλης και η αναχώρηση του Λούις για την Ισπανία, λόγω κρίσης, είπε. Γιατί οι δουλειές δεν πήγαιναν πια καλά εδώ. Αλλά ποιος θεωρεί την Ισπανία καλή εναλλακτική; Κανείς. Και η Νεφέλη το ίδιο σκέφτεται. Ο Λούις έγινε Λούης από τη ζωή της.
Σιγά σιγά η κοπέλα κατεβάζει ρολά. Δε μιλά στη μητέρα της, κάνει κοπάνες, περνά τις μέρες της κουκουλωμένη κάτω από τα σκεπάσματα. Ευτυχώς η πορεία προς την ανάκαμψη δεν αργεί. Δε θα είναι εύκολη. Αλλά από τη στιγμή που η Νεφέλη μάθει να διακρίνει τις φωνές που υπάρχουν δίπλα της και που της τείνουν το χέρι –η ευαίσθητη καθηγήτρια, η ζωγράφος κάτω από το γραφείο της Λίνας, τα δυο φιλαράκια της– θα αποφασίσει να πάρει τον ανήφορο για την επιστροφή.
Καλοδουλεμένη πλοκή –με εμβόλιμο ένα παραμύθι που εξελίσσεται στον χώρο του χαρτοβασιλείου της Εφορίας, με ήρωες τα λεγόμενα «αναλώσιμα», που αποκτά το πλήρες νόημά του στο τέλος– προσεγμένη γραφή, που σέβεται τη νοημοσύνη του έφηβου αναγνώστη, και αξιοσημείωτη ευρύτητα θεματολογίας, το μυθιστόρημα αυτό είναι μια διεισδυτική αλλά και ευαίσθητη ματιά στον κόσμο των σημερινών εφήβων.
Εξαιρετική η παρουσίαση του σχολείου, των «αποξηραμένων» καθηγητών που αποπνέουν τον αέρα του παλαιού δημοσίου υπαλλήλου, αλλά και των φωτεινών εξαιρέσεων. Λάμπουν οι καθηγητές που μπορούν να γίνουν αληθινοί παιδαγωγοί. Ο περίφημος σχολικός εκφοβισμός, η οικονομική κρίση, η κρίση της πυρηνικής οικογένειας, οι κίνδυνοι αλλά και τα πλεονεκτήματα του διαδικτύου, και άλλα γνωστά θέματα της εφηβικής λογοτεχνίας θίγονται στο βιβλίο. Αλλά η εστίαση είναι σε ένα λιγότερο γνωστό ζήτημα: στην εφηβική κατάθλιψη και στην ιδιαίτερη εκείνη απομόνωση που μπορεί να νιώσει ένα παιδί ευαίσθητο, με ροπή στην καλλιτεχνική δημιουργία.
Δεν είναι άμοιρη ευθυνών η ηρωίδα που αφήνεται στην κατάθλιψη. Δεν κουνάει το δάχτυλο «στους κακούς» ο συγγραφέας. Αλλά ο μικρόκοσμος του σχολείου και της επαρχίας δεν ανέχεται εύκολα τους ποιητές. (Άλλο που αν η Νεφέλη εξελιχθεί σε καλή συγγραφέα ή ζωγράφο, στο μέλλον, οι πρώην συμμαθητές της θα κομπάζουν πως ήταν «δικιά τους». ) Θέλει κότσια για να βρει τη φωνή του αυτός που βλέπει στα αναλώσιμα μια δημόσιας υπηρεσίες ήρωες διηγημάτων!
Εξαιρετική η περιγραφή της γειτονιάς του facebook και του τρόπου με τον οποίο οικοδομεί και γκρεμίζει σχέσεις. Η εικόνα του εαυτού διαθλάται και διαμορφώνεται από το φατσοβιβλίο. Ούτε εδώ ο συγγραφέας γίνεται διδακτικός. Το facebook έγινε όπλο στα χέρια των εκφοβιστών της Νεφέλης αλλά και όπλο αντεκδίκησης και αποκατάστασης τελικά της τιμής της. Γιατί ναι, ευτυχώς σε αυτό το μυθιστόρημα τα θύματα εκδικούνται τους θύτες. Γιατί είναι άνθρωποι με σάρκα και οστά και συναισθήματα και χαίρονται να τρώνε από το γλυκό πιάτο της εκδίκησης. Κι ας είναι κρύο.
Ο συγγραφέας Θοδωρής Κούκιας εργάζεται, τα τελευταία χρόνια εργάζεται ως εκπαιδευτικός στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση και έχει τιμηθεί δυο φορές με το βραβείο Αριστείας και Καινοτομίας στην εκπαίδευση από το Υπουργείο Παιδείας. Το πρώτο του βιβλίο με τίτλο Το νεκρό ψάρι, εκδ. Πηγή, 2014, βραβεύτηκε στον λογοτεχνικό διαγωνισμό «Σικελιανά 2014» και απέσπασε έπαινο στον λογοτεχνικό διαγωνισμό της Δημόσιας Βιβλιοθήκης Χίου. Με σπουδές στα οικονομικά, τη διοίκηση επιχειρήσεων, στη μετάφραση και τη διερμηνεία, και με εμπειρία ως σύμβουλος νεανικής επιχειρηματικότητας της Γενικής Γραμματείας Νέας Γενιάς, ο συγγραφέας φαίνεται να κατέχει πολλές γλώσσες, ανάμεσα στις οποίες και τη γλώσσα των εφήβων. Γι αυτό θα διαβαστεί και θα αγαπηθεί από το κοινό του.
INFO, Θοδωρής Κούκιας, Το μουσείο των αποξηραμένων συναισθημάτων, Κέδρος 2016.