Το μελαγχολικό μπλουζ των Βρυξελλών

0
474

Του Θανάση Μήνα.

 

 

ΟΙ ΣΕΙΡΗΝΕΣ ΤΗς ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΙΑΣΤο πρώτο, και μοναδικό μέχρι τώρα, μυθιστόρημα του Βέλγου δημοσιογράφου Francois Weerts είναι ένα καθαρόαιμο πολιτικό νουάρ. Πραγματεύεται ζητήματα όπως είναι η δράση των Βέλγων δωσίλογων-συνεργατών των ναζί στον Β’ Παγκόσμιο πόλεμο, η άνοδος της ακροδεξιάς κατά τις τελευταίες δεκαετίες, η έξαρση του εθνικισμού, η σύνδεση αυτών των ομάδων με την θεσμική πολιτική και με τις δυνάμεις ασφαλείας, η αντιπαλότητα των Φλαμανδών και των Βαλόνων, η βίαιη επίθεση του νεοφιλελεύθερου καπιταλισμού, όπως αποτυπώνεται αυτή η τελευταία στη ραγδαία αλλαγή της αρχιτεκτονικής όψης των Βρυξελλών. Η ατομική μοίρα του ανθρώπου, που υφίσταται την πίεση των κυμάτων της Ιστορίας, είναι επίσης ένα ζήτημα που ενδιαφέρει ιδιαίτερα τον συγγραφέα.

 

Στο μεγαλύτερο μέρος του, τo μυθιστόρημα εκτυλίσσεται στο 1984. Οικονομική κρίση πλήττει το Βέλγιο: εργοστάσια κλείνουν, δημόσια έργα εγκαταλείπονται, η ανεργία καλπάζει. Κεντρικός ήρωας είναι ο αστυνομικός ρεπόρτερ Αντουάν Νταγιέζ, ο οποίος κληρονομεί από τον παππού του το νεοκλασικό κτίριο που στεγάζει τον οίκο ανοχής Αλεξάνδρεια∙ το μυθιστόρημα εισάγεται μάλιστα με μια καλειδοσκοπική περιγραφή της κακόφημης συνοικίας των Βρυξελλών, που παρουσιάζεται απαστράπτουσα τη νύχτα, πλημμυρισμένη από φώτα νέον. Η δολοφονία της ηλικιωμένης οικιακής βοηθού Μαμά Ταρτέν, η οποία εργαζόταν στην Αλεξάνδρεια, είναι το συμβάν που ξετυλίγει το κουβάρι της πλοκής. Στην υπόθεση εμπλέκονται νεοναζί και φλαμανδικές εθνικιστικές ομάδες, με τις οποίες, όπως σταδιακά μαθαίνει ο Νταγιέζ, συνδεόταν ο παππούς του – για τον οποίον, έως τότε, ο ήρωας διατηρούσε μια μάλλον εξιδανικευμένη ανάμνηση. Ο δημοσιογράφος αναζητά να μάθει ποιος ήταν πραγματικά ο παππούς του και τι ρόλο έπαιξε στα χρόνια της γερμανικής κατοχής. Ο καθηγητής ιστορίας Μπογκτάνοβιτς τον βοηθά να ενώσει τα κομμάτια του παζλ, την ίδια ώρα που οι αδίστακτοί Φλαμανδοί εθνικιστές-νοσταλγοί των ναζί αναζητούν, για δικό τους όφελος, ντοκουμέντα που φέρεται να είχε στην κατοχή του ο παππούς του Νταγιέζ. Ο τελευταίος γίνεται συγχρόνως κυνηγός αλλά και κυνηγημένος. Έχει για συμμάχους του σ’ αυτό το επικίνδυνο παιχνίδι έναν φίλο του σκληροτράχηλο μπάτσο και έναν προαγωγό με μπέσα (καλά σμιλευμένοι χαρακτήρες και οι δύο, όπως εξάλλου και ο ιστορικός). Τον βοηθούν επίσης τα κορίτσια, οι Σειρήνες της Αλεξάνδρειας, κυρίως η Σονιά, την οποία και ερωτεύεται. Οι αποκαλύψεις από το παρελθόν και η έκβαση της υπόθεσης θα λειτουργήσουν τελικά καθαρτικά για τον Νταγιέζ, χωρίς ωστόσο να έχουμε ένα ξεκάθαρο happy end∙ το τέλος μάλλον αφήνει την αίσθηση της χαρμολύπης.

 

Το μυθιστόρημα του Francois Weerts εγγράφεται στη σχολή του λεγόμενου polar, δηλαδή του γαλλόφωνου (συνήθως πολιτικοποιημένου) νουάρ αφηγήματος των νεότερων χρόνων (χοντρικά από τα τέλη του ‘60 και ειδικά από τον Μάη του ‘68 και μετά). Προνομιακά, εντάσσεται στη σχολή που δημιούργησε ο σπουδαιότερος ίσως Γάλλος συγγραφέας του είδους, ο Jean-Patrick Manchette (1942-1995). Εξάλλου δεν είναι τυχαίο το ότι σε κάποιο σημείο αναφέρεται Το μελαγχολικό κομμάτι της δυτικής ακτής, το magnus opus του Manchette. Όπως και ο τελευταίος, έτσι και ο Weerts θέλγεται από τον γρήγορο ρυθμό (χωρίς όμως αυτός ο ρυθμός να είναι τόσο πολύ κοφτός όπως στην περίπτωση του Manchette). Εκτός από το ρυθμό, και οι δύο συγγραφείς χρησιμοποιούν άφοβα την αργκό, πιο ήπια πάντως ο Weerts.

Άλλη μια εκλεκτική συγγένεια είναι αυτή της οπτικής του μυθιστορήματος∙ πρόκειται για μια οπτική του περιθωρίου, του υπόκοσμου, ενός είδους λούμπεν. Ωστόσο, μολονότι πρόκειται για σκληρό έως και βίαιο μυθιστόρημα, ο συγγραφέας διαθέτει ένα φλεγματικό χιούμορ που σε σημεία απαλύνει την απειλητική ατμόσφαιρα. Σε ό,τι αφορά την πολιτική του θέση, ο Weerts (ή έστω ο ήρωάς του), σε αντίθεση με τους περισσότερους συγγραφείς του polar (προεξάρχοντος του Manchette), δεν ανήκει στην Αριστερά (όχι τουλάχιστον στη μαρξιστική). Εντούτοις, χρησιμοποιεί κι αυτός τα εργαλεία που μας κληροδότησε η μαρξιστική σκέψη. Θέλοντας να περιγράψει το σημερινό αστικό τοπίο των Βρυξελλών, που, εξαιτίας των μεγαλοεργολάβων, αλλάζει όπως και η Ευρωπαϊκή Ένωση προς το χειρότερο, γράφει: «“Η ιστορία”, δήλωνε (ο καθηγητής Μπογκντάνοβιτς), “καθορίζεται από τη σχέση του ανθρώπου με τη φύση και από τις σχέσεις ανάμεσα στους ανθρώπους που απορρέουν από αυτήν”. Μια πολύ μαρξιστική θεώρηση του αντικειμένου του, με μία τουλάχιστον αρετή: πως δεν εξομοιώνει τη μελέτη του παρελθόντος με ένα συναίσθημα τόσο μάταιο όσο η νοσταλγία. Η προσπάθεια αυτή στρέφεται, αντιθέτως, προς το μέλλον, αφού στηρίζεται στην επιθυμία να ανακαλύψει κανείς τον κώδικα που οργανώνει την τάξη και την εξέλιξη της ανθρωπότητας».

Εν κατακλείδι: ένα καλογραμμένο νουάρ μυθιστόρημα με μείζον πολιτικό θέμα. Η προσεγμένη μετάφραση της Αριάδνης Μοσχονά αναδεικνύει τη γλώσσα του κειμένου, που ρέει αβίαστα.

Υ.Γ.: Πάντα εκτιμώ τα μυθιστορήματα, ειδικά τα νουάρ, που έχουν προσεγμένο soundtrack. Στην περίπτωσή μας: Jimi Hendrix Experience, Cream, Free, The Clash, Iron Butterfly, Led Zeppelin.

 

INFO΄

Εκδ. Πόλις, σελ. 307

μτφ. Αριάδνη Μοσχονά

 

 

 

Προηγούμενο άρθροΞενυχτώντας με την Μόνικα
Επόμενο άρθροMartin Walser: η Γερμανία να πληρώσει

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ