Το μαύρο κολάρο μιας πόλης (του Διαμαντή Αξιώτη)

0
1015

του Διαμαντή Αξιώτη

Όταν ο ποιητής, πεζογράφος, δοκιμιογράφος και θεατρικός συγγραφέας Κώστας Λογαράς μας παρουσίαζε το 2001 την ανθολογία «Πάτρα: μια πόλη στη λογοτεχνία», εκδ. Μεταίχμιο -άριστο δείγμα επιλογής κειμένων, σχολιασμού και λογοτεχνικής αρχιτεκτονικής, υπόδειγμα για αρκετούς που ακολούθησαν στην ίδια σειρά- λες και είχε κατά νου το τελευταίο του μυθιστόρημα «Τα πουλιά με το μαύρο κολάρο», εκδ. Καστανιώτη 2017.

Στο μεταξύ το έγκλημα, που μοιάζει να είναι το πρώτο θέμα του μυθιστορήματος, έχει ήδη διαπραχθεί. Ο περιθωριακός Μαρίνος Τριάντης, φορέας του «Κακού» -περισσότερο του εαυτού του- έχει δολοφονήσει τον 16χρονο ερωμένο του Στρατή, τρόφιμο ενός οικοτροφείου της πόλης, αρχές του 1980. Γεγονός που συντάραξε, όπως ήταν φυσικό, τη σχετικά μικρή κοινωνία της Πάτρας –όχι όμως όλης της Ελλάδας.

Ο Κώστας Λογαράς κράτησε –κατά μαρτυρία του σε μια βαθιά και άκρως αποκαλυπτική συνέντευξη στον Ελπιδοφόρο Ιντζέμπελη- την αποτρόπαια πράξη στα υπ’ όψιν των αρχείων του και, ως συνεπής και μεθοδικός συγγραφέας, την ανέσυρε έξι χρόνια αργότερα, το 1986. Ακολουθεί το 2001 η ανθολογία που ανέφερα, όπου του δίνεται η ευκαιρία να ψηλαφίσει κάθε γωνιά της πόλης του, να βυθιστεί στα έγκατα της ιστορίας της ώστε να ανασύρει κάθε ίχνος εκδοχής της μέσα από τις πολλαπλές επιστρώσεις που του προσφέρουν οι ανθολογούμενοι λογοτέχνες και ιστορικοί που ο ίδιος επέλεξε να φιλοξενήσει.

Δεν του αρκεί ούτε αυτή η επίπονη κατάθεση αγάπης και μίσους προς τη γενέτειρα. Θεωρεί πως κάτι λείπει ως συμπλήρωμα και πλαίσιο που θα εδραιώσει, ενισχύσει ή κατανοήσει το γεγονός εκείνης της δολοφονίας, άσσος στο συγγραφικό του μανίκι.. Σε καμία περίπτωση να δικαιώσει. Αυτό το πλαίσιο του προσφέρεται, ώστε να αρχίσει να ξετυλίγει το κουβάρι των πράξεων των ηρώων του από την αρχή, το 2011. Όταν στην πόλη του -όμοια με ολόκληρη τη χώρα- φόρεσαν «το μαύρο κολάρο» της οικονομικής κρίσης, κυρίως την απαξίωση των κάθε είδους αξιών. Όταν στο λιμάνι της Πάτρας άρχισε να σέρνεται ο αέρας της βίας: καυγάδες, μαχαιρώματα και αίμα. Όταν οι φατρίες των μεταναστών πλημμυρίζουν αυτό το πέρασμα προς τη Δύση των υποσχέσεων, έχοντας τις δικές τους φυλετικές έχθρες τα δικά τους αβυσσαλέα μίση. Όταν εμφανίζονται οι «Σταυροφόροι της Κάθαρσης» με τα κοντοκουρεμένα κεφάλια, ντυμένοι στα μαύρα με τη στάμπα στην πλάτη για να δηλώσουν τη φασιστική τους παρουσία, που μέρα με τη μέρα γίνεται εντονότερη και ιδιαιτέρως επικίνδυνη.

Ο Κώστας Λογαράς για να αφηγηθεί την ιστορία που τόσα χρόνια κυοφορούσε,  χρησιμοποιεί την τέχνη του εγκιβωτισμού. Μας συστήνει τον ήρωά του Μαρίνο Τριάντη από την πρώτη μέρα της αποφυλάκισής του. Τα ισόβια έχουν μετατραπεί σε τριάντα χρόνια εγκλεισμού. Εντέχνως αποσιωπά ποιο το Ίδρυμα που τον φιλοξένησε, ποιές οι συνθήκες που αντιμετώπισε κατά την πολύχρονη αποκοπή του από την κοινωνία, ποιους συναναστράφηκε, εάν έμπλεξε σε συναλλαγές με ουσίες, καρτοτηλέφωνα και οπλισμό, κατά πόσο κινδύνεψε από πισώπλατα χτυπήματα στα λουτρά, τι έχασε τι κέρδισε. Αφήνει στον αναγνώστη να φανταστεί ώστε να συμπεράνει μόνος του τις απώλειες και τα κέρδη,. Περισσότερο τα δεύτερα, παραθέτοντας ανορθόγραφα αποσπάσματα από το ημερολόγιο της πρώτης ζωής του Μαρίνου, για να ακολουθήσουν, το ίδιο αποσπασματικά, λόγια και φιλοσοφημένα της δεύτερης περιόδου. Αυτό –τα λόγια ορθογραφημένα σχόλια- επιτυγχάνεται μέσα από συναναστροφές με λογοτεχνικούς ήρωες της ίδιας φτιαξιάς με τη δικιά του: «Ρεμάλια, μπλεγμένα σε ιστορίες αξεδιάλυτες. Κάποιου Ρασκόλνικοφ εγκληματία, έναν αρσενοκοίτη καβγατζή από τη Βρέστη, έναν μισότρελο βιαστή γιο διπλωμάτη, έναν παράξενο Αλγερινό, τον Μαρσό, ξηγημένο τύπο». Κάποιον, εξώλης και προώλης, Μαρκήσιο ντε Σαντ. Παρόμοιοι μυθιστορηματικοί τύποι τον κρατούν συντροφιά, τον στηρίζουν και τον ενθαρρύνουν ώστε να αντέξει τον εγκλεισμό.

Με την αποφυλάκιση είναι ξένος στην ίδια του την πόλη, με μόνη συντροφιά έναν αδέσποτο σκύλο που βαφτίζει Ραμόν και σέρνει ξωπίσω του. Κανένας δεν τον θυμάται, ούτε νοιάζεται για το προ τριάντα ετών έγκλημα. Εκτός από τη μάνα του που τον στηρίζει οικονομικά από την πενιχρή σύνταξή της, και τον ζωγράφο Λεωνίδα, μεγαλοαστικής καταγωγής, με πλούσιους γονείς, που στο παρελθόν τον χρησιμοποιούσε ως μοντέλο, αναζητώντας τον ερεθισμό και την έμπνευση στο σκοτάδι του βλέμματός του, στην άβυσσο της ψυχής του, στα αθέατα τραύματα του σώματός του. Η Μεγάλη Κοινωνία των έξω έχει αλλάξει, τον υποδέχεται με δυσάρεστες εκπλήξεις. Το ίδιο έχει αλλάξει η πόλη του. Η ζωή γύρω του τρίζει, το ίδιο ο θόρυβος, ο πλούτος, οι γαργαλιστικές μυρωδιές της, τα αισθησιακά σώματα των νέων που περνούν από δίπλα του. Αισθάνεται αδύναμος και γέρος. Το κυρτό του σώμα, περισσότερο η χλωμάδα του προσώπου του υπονοούν ότι έχει μείνει για πολύ καιρό μακρυά από το φως του ήλιου. Ότι μόλις αποφυλακίστηκε. Είναι ένας γέρος χωρίς χρήματα, χωρίς φίλους, δίχως σπίτι. Απελπίζεται που σύντομα δεν θα έχει να κάνει τίποτα άλλο παρά να γεράσει περισσότερο ή να αυτοκτονήσει. Όλα τον καλούν στη βία και, πάνω απ’ όλα, στο καθήκον της βίας, που είναι ίδια με κείνη που σκότωσε τον 16χρονο ερωτικό του σύντροφο. Τρομάζει. Η προγεγραμμένη μοίρα του από δώ κι εμπρός είναι να τρομάζει συνεχώς. Από τη στιγμή που βγήκε έξω, είναι φανερό πως θα αντιμετωπίζει μόνο προβλήματα. Οι άμυνές του δεν έχουν ασκηθεί ακόμα. Πρέπει να μάθει να ζει μ’ αυτά ή να πεθάνει. Στους δρόμους που τριγυρίζει άσκοπα, έχει την αίσθηση πως όλοι μοιάζει να ξέρουν για κείνον και τις πράξεις του. Ενώ στην πραγματικότητα συμβαίνει το αντίθετο. Στάμπα ανεξίτηλη επάνω του η υποψία μιας αιματοχυσίας. Αναρωτιέται αν ένας απ’ αυτούς θα του έκανε παρέα, αν θα καθόταν να φάει με κάποιον που βγήκε μόλις από τη φυλακή. Η Πάτρα είναι μια πόλη ρημαγμένη, η κοινωνία της νοσεί. Οι πολιτικές εξελίξεις κατά τη διάρκεια του εγκλεισμού του έχουν αλλάξει προς το χειρότερο. Οι εκπρόσωποι του Κοινοβουλίου της χώρας έχουν αποδειχθεί ανεπαρκείς, ανίκανοι να αποτρέψουν την καταστροφή που καλπάζει. Το ίδιο και οι Άρχοντες της πόλης. Παραδόθηκαν στην αυταρέσκια και στον εφησυχασμό, μετατρέποντας την Πάτρα σε ανοχύρωτη πόλη. Σταυροδρόμι και πέρασμα προς τη Μεγάλη Ευρώπη, με ενδιάμεσο το υποσχόμενο Ιόνιο, επιτρέπουν να ξεχειλίζουν οι καταυλισμοί από εξαθλιωμένους οικονομικούς μετανάστες ή να κρεμιούνται οι παράνομοι των ανατολικών χωρών από τους αθέατους κάτω άξονες των φορτηγών, παίζοντας τη ζωή τους κορώνα γράμματα.

Ο Κώστας Λογαράς δείχνει να πάσχει, να συντρίβεται από τον εκπεσμό της χώρας, ιδιαίτερα της πόλης του. Δεν πασχίζει για κάποια ανατροπή. Θεωρεί ουτοπική κάθε προσπάθεια, περισσότερο όταν στο μυθιστόρημα αποφεύγει το κήρυγμα από άμβωνος ή εξέδρας. Παρακολουθεί τις εξελίξεις και τα γεγονότα, εισχωρεί σ’ αυτά, τα αγγίζει για να τα περιγράψει με έναν μοναδικό στην πιστότητά τους τρόπο. Είναι λιγοστοί οι συγγραφείς που έχουν ξύσει με τον τρόπο του Κ. Λογαρά τη φλούδα του τόπου όπου ζουν.

Ο ήρωά του Μαρίνος Τριάντης έχει την αίσθηση πως η γενέτειρά του κατοικείται από μια μνήμη φορτωμένη με πάθη, με μίση και με αίμα. Το ιερό είναι απαιτητικό: έχει ανάγκη από μάρτυρες κι από απάρνηση. Τη δεύτερη, αυτόν τον μυστικισμό της προσφοράς και της εξύψωσης, έχει πολύ δρόμο για να τον ολοκληρώσει. Ο σύντροφος της φυλακής του Ρασκόλνικοφ του δείχνει το δρόμο. Το ίδιο οι Ερινύες που έχουν εγκατασταθεί μόνιμα στο «δάσος δωμάτιό του»

Είναι εντυπωσιακό το πόσο διακριτικά χειρίζεται ο συγγραφέας των «μαύρων κολάρων» ένα τόσο τολμηρό θέμα όπως αυτό της ομοφυλοφιλίας. Περισσότερο μιας δολοφονίας που έχει κίνητρο την αρρωστημένη ζήλια, τον εμπαιγμό και την απόρριψη, Κι όλα αυτά στο πλαίσιο μιας επαρχιακής πόλης. Το ίδιο εντυπωσιακό είναι ο λεπτός χειρισμός που επικαλείται ώστε να περιγράψει το ομόφυλο πάθος, το ερωτικό σμίξιμο των δύο αντρών, παραχωρώντας έδαφος στην ανάπτυξη των εσωτερικών κραδασμών και διακυμάνσεων, που θα οδηγήσουν μοιραία στην αποτρόπαια πράξη. Χρησιμοποιεί τη σιωπή ως μέρος της κουβέντας μεταξύ γνωστών ή φίλων, πιστεύοντας πως, «μόνο οι βαθιές σιωπές κρατούν για πάντα».

Υποδειγματικές οι σελίδες όπου ο εξηντάχρονος χωλός φίλος του Λεωνίδας, αναπτύσσει τις απόψεις και τα πιστεύω του περί Τέχνης. Πρωτοποριακός της ζωγραφικής, αναγνωρισμένος πια διεθνώς, απελευθερώνει το πνεύμα του να πετάξει εκεί όπου καλούν τον άνθρωπο τα πάθη του σώματός του, για να τον οδηγήσουν στην απόλυτη ελευθερία.

Το ίδιο υποδειγματικές οι σελίδες της δίκης, όπου ο μοναδικός φίλος του Μαρίνου Λεωνίδας καταθέτει με τόλμη και θάρρος τις ανατρεπτικές του θέσεις περί δικαιοσύνης, απαλλαγής ή τιμωρίας, προκαλώντας τη σεμνοτυφία των δικαστών. Οι τελευταίοι, εκπρόσωποι μιας συντηρητικής κοινωνίας, τον ακούν σοκαρισμένοι. Ο μάρτυρας καταθέτει πράγματα παράδοξα και αιρετικά, προκαλώντας την έκπληξη και τον αποτροπιασμό. Πιστεύοντας πως «η ζωγραφική ρίχνει το βλέμμα της αλλιώς πάνω στο έγκλημα και στον εγκληματία. Είναι άλλο οι κοινωνικές νόρμες κι άλλο η ηθική της Τέχνης».

Το ίδιο μοιάζει να πιστεύει και ο πολυδιαβασμένος, γνώστης των Τεχνών συγγραφέας Κώστας Λογαράς. Γι αυτό και υπερασπίζεται τη γραφή του με τον πιο πιστικό τρόπο.

 

 

info: Κώστας Λογαράς, «Τα πουλιά με το μαύρο κολάρο», εκδ. Καστανιώτη 2017.

 

 

Προηγούμενο άρθροΑπό την Ισλανδία με αγάπη (του Γρηγόρη Αζαριάδη)
Επόμενο άρθροΜεγάλα μυθιστορήματα – μεγάλες ταινίες, “Ο ήσυχος Αμερικανός”, Τετάρτη 7μμ, Booksplus

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ