Θανάσης Καράβατος.
Το λεξιλόγιο του πόνου χάνεται στα βάθη της ιστορίας της ανθρωπότητας και των πολιτισμών, όπως άλλωστε και οι προσπάθειες του ανθρώπου να τον αντιμετωπίσει ή έστω να τον περιορίσει. Προσωπική εμπειρία πάντα, ο πόνος δεν χάνει την παγκοσμιότητά του, μολονότι, στο πέρασμα των αιώνων, ο ουδός του δεν ήταν σταθερός καθώς υπάκουε, βέβαια, στους βιολογικούς του προκαθορισμούς, συνάμα όμως τον επικαθόριζαν είτε τα ψυχολογικά χαρακτηριστικά του κάθε ατόμου είτε οι πολιτισμικές ιδιαιτερότητες των επί μέρους κοινωνιών. Είναι ο λόγος που η καταφυγή στο λεξιλόγιο με το οποίο εκφράζεται η έννοια του πόνου στην ιστορική της διαδρομή μπορεί να συμβάλλει στην πληρέστερη προσέγγιση του πολυσύνθετου αυτού φαινομένου.
«Το παρελθόν αξίζει όχι ως περιέργεια αλλά ως συμβολή στην κατανόηση των σημερινών συμπεριφορών έναντι του πόνου»,[1]υποστηρίζει μια έξοχη, πρόωρα χαμένη ιστορικός της ιατρικής, η Roselyne Rey (1951-1995). Διότι, πράγματι, τη βαθύτερη δομή της έννοιας του πόνου, που «κατασκευάζεται» στο διάβα των αιώνων, μόνο μέσω της ιστορικής αναδρομής μπορούμε να την κατανοήσουμε. Στον χώρο του δυτικού πολιτισμού μια τέτοια αναδρομή δεν μπορεί παρά να αρχίζει με την αναζήτηση του πρώτου αρχαιοελληνικού λεξιλογίου του πόνου στα κείμενα της αρχαϊκής και της κλασικής αρχαιοελληνικής γραμματείας, του 7ου-8ου αιώνα, του Ησίοδου και του Ομήρου και του 5ου αιώνα π.Χ., του Ιπποκράτη, αντίστοιχα.
Εν αρχή ην ο μύθος· ο μύθος που ικανοποιούσε την ανθρώπινη ανάγκη να γίνει κατανοητός ο κόσμος, μια «πρωτο-επιστήμη», δηλαδή, που εξέθετε «δεδομένα» τα οποία και «εξηγούσε». Με τον μύθο του Προμηθέα και τον μύθο της Πανδώρας αρχίζει ο Ησίοδος το ποίημά του Έργα και Ημέραι[2] κι ύστερα παραθέτει έναν τρίτο, τον μύθο των Γενεών. Πρόθεσή του ήταν να συνετίσει τον άρπαγα και εξαχρειωμένο αδελφό του, να τον καλέσει να εγκαταλείψει την οκνηρία και τις δωροδοκίες που τον οδήγησαν σε έσχατη ένδεια και να νιώσει την ανάγκη της εργασίας και της δικαιοσύνης, διδάσκοντάς του την ηθική τάξη του τότε σύγχρονου βίου.
Αφού επικαλεστεί δεόντως τις Μούσες και τον Δία, ο Ησίοδος θα αρχίσει να εξηγεί τον κόσμο. Πρωταρχική είναι η «διαπίστωση» ότι οι άνθρωποι είναι αναγκασμένοι να εργάζονται και να παράγουν μόνοι τους τα αναγκαία για τη ζωή, επειδή ο Δίας τους έκρυψε τον βίον(42), μαζί και τη φωτιά, όταν ο Προμηθέας τον ξεγέλασε, βάζοντάς τον να διαλέξει τι θα του πρόσφεραν για θυσία κι αυτός διάλεξε τα κόκαλα του ζώου που ήταν σκεπασμένα με λίπος για να μη φαίνονται, αντί για το παρακείμενο κρέας, που ήταν κι αυτό παρόμοια τυλιγμένο και δεν ξεχώριζε. Κι όταν ο Προμηθέας έκλεψε τη φωτιά, ο Δίας έστειλε στους ανθρώπους την Πανδώρα, που είχε την απρονοησία να ξεσκεπάσει το πιθάρι της «κι όλα τα σκόρπισε και θλιβερές για τους ανθρώπους έγνοιες έτσι ετοίμασε» (95). Κι ήταν αυτό μια «συμφορά (πήμα) για τους θνητούς» (82). Οι άνθρωποι από δω και πέρα έπρεπε να πονούν, δηλαδή να μοχθούν. Διότι αυτό ακριβώς έλειπε από τους ανθρώπους του χρυσού γένους που ζούσαν σαν θεοί, «με την ψυχή απείραχτη», χωρίς «βάσανα» (οϊζύν) και «μόχθο» (πόνον) (112-3).
Ιδού πώς αρχίζει κι ο τρίτος μύθος, ο μύθος των Γενεών. Οι άνθρωποι του γένους αυτού «δεν γνωρίζουν τον πόλεμο και ζουν ήσυχοι [ήσυχοι έργ’ ενέμοντο (119)] – πράγμα που τους αντιτάσσει στους ανθρώπους του χάλκινου γένους και τους ήρωες, που είναι δοσμένοι στους πολεμικούς αγώνες. Δεν γνωρίζουν επίσης τον μόχθο, μια και η γη παράγει για χάρη τους κι “από μόνη της” πάμπολλα αγαθά [αυτομάτη πολλόν τε και άφθονον (118)] – πράγμα που τους αντιτάσσει αυτή τη φορά στους ανθρώπους του σιδερού γένους, που είναι δοσμένοι στο μόχθο (πόνος) και αναγκάζονται να δουλεύουν τη γη για να βγάλουν το ψωμί τους».[3] Εκείνη την εποχή, η λέξηπόνος σημαίνει κάθε δραστηριότητα που απαιτεί κοπιαστική προσπάθεια.[4] Ο πόνος ανήκει στη ζωή των ανθρώπων, όπως και το πήμα, το πάθημα, το δυστύχημα, η συμφορά, τα βάσανα.
Την λέξη πήμα θα την ξαναβρούμε, με την ίδια σημασία, στην Ιλιάδα:[5] «ο θεός φέρνει συμφορά στους Δαναούς» [πήμα θεός Δαναοίσι κυλίνδει (Ιλ. Ρ-688)] και την Οδύσσεια:[6] «στους μνηστήρες (…) κυλάει απάνω τους μια συμφορά μεγάλη» [μέγα πήμα κυλίνδεται (Οδ. Β-163)]. Θα βρούμε και τη λέξη πόνος, με τη σημασία που είχε στον Ησίοδο, αλλά και με κάποιες παραλλαγές: «σταμάτησαν τη δουλειά» [επεί παύσαντο πόνου (Ιλ. Α-467)], αλλά και «τους πέφτει το βάρος του [πολεμικού] αγώνα» (επεί πόνος ύμμι μάλιστα Τρώων και Λυκίων εγκέκλιται (Ιλ. Ζ-77)], όπως επίσης «είναι βαρύ [ψυχικά] να γυρίζει κανείς πίσω γιατί βαρέθηκε να περιμένει» [η μην και πόνος εστίν ανιηθέντα νέεσθαι (Ιλ. Β-291)]. Τον ψυχικό πόνο χαρακτηρίζουν επίσης και οι λέξεις οδύνη και άλγος.
Όμως, κατά κύριο λόγο, η οδύνη εκφράζει έναν οξύ και καλώς εντοπισμένο στο σώμα πόνο, όπως έπειτα από ένα τραύμα. Μέσα στις σελίδες της Ιλιάδος έχουν καταμετρηθεί 145 διαφορετικά τραύματα, όντας έτσι ένα θαυμάσιο εγχειρίδιο τραυματολογίας.[7] Στο Ε τηςΙλιάδος περιγράφεται η σκηνή όπου η τραυματισμένη στο χέρι από ένα «μακρύ δόρυ» θεά Κύπρη φεύγει «γιατί πονούσε φοβερά» [αχθομένην οδύνησι) (Ιλ. Ε-330-360]. Λίγο αργότερα, ο Άρης την οδήγησε στον Όλυμπο κι εκεί «η υπέροχη θεά Διώνη» «με τα δυο χέρια σκούπισε το αθάνατο αίμα από το χέρι της, και το χέρι γιατρεύτηκε και οι βαριοί πόνοι μαλάκωσαν» [οδύναι κατηπιόωντο βαρείαι (Ιλ. Ε-416-7)].
Αντίθετα, το άλγος είναι ο διαρκής και επαναλαμβανόμενος πόνος που εκτείνεται σε όλο το σώμα. Όπως αυτός που περιγράφει ο Αχιλλέας στο Ι της Ιλιάδος: «κι ούτε έχω κερδίσει τίποτε παραπάνω, τόσα βάσανα (άλγεα) που τράβηξα παίζοντας πάντα τη ζωή μου για να πολεμώ» (Ιλ. Ε-321). Με το άλγος μοιάζει μερικές φορές και το πήμα, άλλωστε συνταιριάζεται και αυτό με το ρήμα πάσχω. Προχωρώντας στη διήγηση, θα βρούμε τον Θεό Άρη να διαμαρτύρεται στον Δία, επειδή δέχτηκε κι αυτός την επίθεση του Διομήδη: «Την Κύπρη πρώτα πλήγωσε από κοντά στον καρπό του χεριού και ύστερα χύθηκε πάνω σε μένα τον ίδιο όμοιος με θεό. Με γλύτωσαν όμως τα γρήγορά μου πόδια, αλλιώς πολύν καιρό θα βασανιζόμουν (πήματ’ έπασχον) εκεί μέσα στους φοβερούς σωρούς των σκοτωμένων ή, κι αν ήμουν ζωντανός, θα ήμουν χωρίς πνοή από τα χτυπήματα του χαλκού» (Ιλ. Ε-863-7).
Όπως παρατηρεί η Roselyne Rey, πέραν του γεγονότος ότι υπάρχει ένα εξειδικευμένο ιατρικό λεξιλόγιο για τον πόνο, βλέπουμε ότι τα μοντέλα της αναπαράστασής του δεν αρθρώνονται πέριξ του διπόλου σωματικό-ψυχικό, ούτε βάσει της έντασής του, αλλά ανάλογα με τον βαθμό εμπλοκής του υποκειμένου σε αυτόν και τους τρόπους με τους οποίους τον αντιλαμβάνεται, δηλαδή ανάλογα με τη χρονική του διάρκεια (οξύς ή χρόνιος πόνος) και ανάλογα με το μέσο ή την πηγή που τον προκάλεσε, π.χ. ένα τέμνον όργανο ή τα προβλήματα της ζωής.[8] Η κατά κύριο λόγο ιατρική λέξη για τον πόνο είναι η λέξη οδύνη και όχι η λέξη πόνος. Ανάλογη, πλην όμως αντίστροφη, είναι και η διάκριση που κάνει σήμερα ο γάλλος φιλόσοφος Paul Ricœur: ο πόνος (douleur) είναι εντοπισμένος εντός συγκεκριμένων οργάνων ή σε ολόκληρο το σώμα, η οδύνη (souffrance) είναι ανοιχτή στη γλώσσα, τη σκέψη, τη σχέση με τον εαυτό και τον άλλο.[9]
Ο πόνος είναι διάχυτος στις τραγωδίες, η ανθρώπινη δυστυχία τις πλημμυρίζει. Αυτός ο γενικός πόνος δεν μας αφορά εδώ, αν και πάλι το ψυχικό μπορεί να συμφύρεται με το σωματικό. Ανάμεσά τους ο Φιλοκτήτης,[10] σύγχρονος της Ιπποκρατικής Συλλογής (5ο π.Χ. αιώνας) και τυπικό παράδειγμα αναφοράς σε έναν χρόνιο σωματικό πόνο που προκαλείται από μια παλιά αθεράπευτη πληγή και εκδηλώνεται με εξάρσεις και υφέσεις. Ο Φιλοκτήτης «έρεβε ο βαρειόμοιρος» από πείνα κι από βάσανα, εγκαταλειμμένος κοντά δέκα χρόνια στη Λήμνο, να του κατατρώει το πόδι «αδηφάγος νόσος» (311-13) – τον είχε τσιμπήσει φαρμακερό φίδι στον πηγαιμό για την Τροία. Η τραγωδία αρχίζει με την άφιξη στο νησί του γιου του Αχιλλέα Νεοπτόλεμου (μαζί, αλλά κρυφά στην αρχή, με τον Οδυσσέα) για να τον πείσουν να τους ακολουθήσει στη Τροία επειδή ένας χρησμός απαιτούσε να έλθει εκεί με τα όπλα του Ηρακλή, που κατείχε από παλιά, για να πέσει η Τροία.
Οι πόνοι που περιγράφονται δεν είναι οι πόνοι ενός οξέος τραυματισμού, όπως στα προγενέστερα επικά διηγήματα. Ελάχιστες φορές, μόνο δύο, θα συναντήσουμε τη λέξη οδύνη. Θα συναντήσουμε όμως τη λέξη νώδυνος, αυτός που καταπραΰνει τον πόνο [φύλλον νώδυνον (44)]. Ο Σοφοκλής προτιμά τη λέξη άλγος/αλγώ και τα παράγωγά της άλγησις και άλγημα, (13 φορές). Ακολουθεί σε συχνότητα η λέξη πόνος (7 φορές) και ελάχιστες, μόνο 2 φορές, η λέξη πήμα. Η παρουσίαση της πληγής είναι ρεαλιστική: η «φλέβα στην άκρη του ποδιού του ανοιχτή κι αναβρύζει το σάπιο του αίμα μελανό» (824-5), και συναισθηματικά φορτισμένη η σκηνική παρουσίαση του πόνου: «χάθηκα, πάει, παιδί μου! / Να σας το κρύψω, αδύνατο / τα-τα τα-τα / περνάει, περνάει κατάκαρδα! / Χάθηκα, γιε μου, πα-πα, πα-πα! / Δόντι πικρό με ροκανίζει, / πα-πα, πα-πα, παιδί μου, / α πα-πα, πα-πα, / τα-τα, τα-τα, τα-τα! / Για το θεό χτύπα, παιδί μου, / σπαθί πρόχειρο αν έχεις, / κόψε το τ’ άθλιο πόδι μου, / θέρισ’ το αμέσως τώρα! / Μη σπλαχνιστείς μου τη ζωή!» (742-9). Κι ο Νεοπτόλεμος αναγνωρίζει: «δύστυχε, που δε σούλειψε πόνος κανείς» [δύστηνε δήτα διά πόνων πάντων φανείς (760)], ενώ ο Φιλοκτήτης του ζητάει να φυλάξει τα τόξα μόλις κοιμηθεί και περάσει ο πόνος, «το πήμα τούτο της νόσου» (765).
Η τραγωδία του Σοφοκλή είχε μεγάλο αντίκτυπο στην τέχνη της εποχής: σειρά ολόκληρη απεικονίσεων αποδίδουν παραστατικά το δράμα του. Ιδού μερικές από αυτές:[11]
- Ο Φιλοκτήτης είναι πεσμένος κατά γης, με ζωγραφισμένο τον πόνο στο πρόσωπό του (αγγείο, Λούβρο).
- Γυμνός, με έκδηλο τον τρόμο και τον πόνο στο πρόσωπό του, κάθεται πάνω σε βράχο ανασηκώνοντας τον μηρό του με το αριστερό χέρι ενώ το δεξί κρατάει το γόνατό του. Κάποιος τον στηρίζει στη πλάτη ενώ δυο άλλοι του περιποιούνται την πληγή στον άκρο πόδα. Πίσω, το φίδι που τον τσίμπησε φεύγει να κρυφτεί. Στην άλλη πλευρά εικονίζεται ο Οδυσσέας που προσπαθεί να τον πείσει να επιστρέψει στην Τροία (αργυρό ποτήρι, Εθνικό Μουσείο της Κοπεγχάγης).
- Το πόδι φέρει επιδέσμους, κάθεται σε βράχο έχοντας δίπλα του τα όπλα του Ηρακλή. η όλη στάση του παραπέμπει στην εγκατάλειψή του (αττική λήκυθος, Μητροπολιτικό Μουσείο της Ν. Υόρκης).
- Ξαπλωμένος, αερίζει την πληγή (μενταγιόν, Βρετανικό Μουσείο) ή διώχνει τις μύγες από αυτή (σφραγιδόλιθος, Μουσείο Καλών Τεχνών της Βοστώνης).
Ο τραγικός τρόπος με τον οποίο εκφράζεται ο πόνος έχει στόχο καθαρκτικό, αποκαλυπτικό μιας συγκεκριμένης και βίαιης πραγματικότητας. Αντίθετα, ο ιατρικός λόγος θα επιχειρήσει να τον αποκαθάρει από κάθε συναισθηματικό φορτίο, για να περιορίσει την ατέλειωτη ποικιλία των εμπειριών κάθε ξεχωριστού υποκειμένου, ώστε να τον κωδικοποιήσει και να του δώσει μια σημασία.[12] Είναι ο τρόπος με τον οποίο καταστρώνεται, γενικότερα, η ιπποκρατική νοσολογία, η οποία μπορεί, όμως, και αντλεί ονομασίες από τον καθημερινό λόγο ή τον λόγο της λογοτεχνίας. Ο Jouanna, ο γνωστός ιπποκρατιστής της Γαλλικής Ακαδημίας, φέρνει για παράδειγμα την περίπτωση του Φιλοκτήτη. Πριν εμπνεύσει τον Σοφοκλή, το «τραύμα» του περιγράφεται, χωρίς όνομα, στην Ιλιάδα: «έλκει μοχθίζοντα κακώ» (Ιλ. Β-721). Αντιθέτως, λέει, ονομαζόταν φαγέδαινα από την εποχή του Αισχύλου.[13] Στα διασωθέντα αποσπάσματα του αισχυλικού Φιλοκτήτη υπάρχει ο στίχος «φαγέδαιναν, ή μου σάρκας εσθίει ποδός».[14] Ο όρος φαγέδαινα υπάρχει στον Ιπποκράτη (π.χ. στη παράγραφο 10 του περί αέρων) και, όπως εξηγεί ο Γαληνός, σημαίνει «έλκος αναβιβρώσκον τα υπογιή και τα παρακείμενα».[15]Υπενθυμίζω ότι, όπως είδαμε πιο πάνω, ο Σοφοκλής χρησιμοποίησε την έκφραση «αδηφάγος νόσος». Καιρός, όμως, να αναζητήσουμε την έννοια του πόνου στην Ιπποκρατική Συλλογή.
Όποιος επιχειρεί να εξηγήσει στους κοινούς ανθρώπους την ιατρική τέχνη πρέπει να χρησιμοποιεί λέξεις του κοινού λεξιλογίου, παροτρύνει το Περί αρχαίης ιητρικής κείμενο, «γιατί καθένας από αυτούς, απλά θυμάται ακούγοντας τον γιατρό όσα του συμβαίνουν».[16]Το είδαμε στη νοσολογία, ισχύει και στη σημειολογία. Οι λέξεις για τον πόνο θα είναι αυτές που συναντήσαμε, μόνο που τώρα πλέον ο πόνος – πέραν των γενικών εννοιών του – μπορεί και να σημαίνει, είτε σκοπεύεται η διάγνωση είτε διερευνάται η πρόγνωση. Ιδού μερικά παραδείγματα από τους Αφορισμούς:[17] α) «οι πόνοι (οδυνήματα) πάνω από το διάφραγμα υποδηλώνουν την ανάγκη κάθαρσης του οργανισμού με εμετικό, ενώ οι πόνοι κάτω από αυτό, την ανάγκη κάθαρσής του με καθαρκτικό» (4ο, 18), β) «οι πόνοι (πόνοι) και ο πυρετός εκδηλώνονται περισσότερο όταν σχηματίζεται το πύον παρά μετά τη διαπύηση» (2ο, 47), γ) «αν ο ασθενής αρχίσει να αναρρώνει και νιώσει πόνο (πονέσει) σε κάποιο σημείο του σώματός του, στο σημείο εκείνο θα σχηματιστεί απόστημα» (4ο, 32), δ) «ωστόσο αν κάποιο σημείο πονούσε (προπεπονηκός) πριν από την ασθένεια, εκεί είναι η εστία του κακού» (4ο, 33). Όλα αυτά προϋποθέτουν, φυσικά, τη σχέση αρρώστου-γιατρού, αυτό καθεαυτό συστατικό στοιχείο της ιατρικής τέχνης.
Χάρη στις δυνατότητες που παρέχουν οι σύγχρονοι αυτοματοποιημένοι ευρετηριασμοί γνωρίζουμε ότι στα Ιπποκρατικά κείμενα η λέξη οδύνη υπερέχει συντριπτικά σε συχνότητα έναντι των λέξεων άλγος, αλγώ, άλγημα, πόνος, πήμα, συναντάται 772 φορές.[18]Ανατρέχοντας στο Λεξικό (των ιπποκρατικών όρων) του Πάνου Αποστολίδη θα δούμε ότι η λέξη οδύνη, που εξέφραζε από την αρχαϊκή εποχή έναν οξύ και καλώς εντοπισμένο στο σώμα πόνο, συνοδεύεται συχνά από σαφή δήλωση εντοπισμού: «ωτός δε οξείη οδύνη», «πλευρού οδύνη δεξιού συνεχής», «ισχίου δε δεξιού οδύνη ισχυρή», «γαστρός οδύνη δεινή», «οδύνη μέσον το στήθος».[19] Στην ιπποκρατική ιατρική τέχνη, η εντοπιστική φροντίδα αποτελούσε έναν σημαντικό στόχο.
Ο Jacques Jouanna παρατηρεί ότι λείπει από την Ιπποκρατική Συλλογή ο πόνος του ασθενούς κατά την εγχείριση. Είναι, λέει, ένα αναγκαίο κακό που «δεν υπεισέρχεται σε θέματα σημαντικής» και επισημαίνει την περιγραφή μιας χειρουργικής επέμβασης κατά την οποία οι βοηθοί παρουσιάζουν στον γιατρό το προς εγχείριση τμήμα και διατηρούν το σώμα σε ακινησία, ήσυχο, σαν να είναι ναρκωμένο. Μικρή, έμμεση εξαίρεση στο Περί ιητρού που ο ίδιος επισημαίνει:[20] «Σχετικά με τις χειρουργικές επεμβάσεις είτε με τομή είτε με καυτηρίαση, η ταχύτητα ή η βραδύτητα επαινείται εξ’ ίσουˑ γιατί γίνεται χρήση και των δύο αυτών τρόπων. Στις περιπτώσεις που η χειρουργική επέμβαση απαιτεί μία τομή, πρέπει να γίνεται με ταχύτηταˑ γιατί όσοι χειρουργούνται συμβαίνει να πονούν [πονέειν], πρέπει αυτό που τους προκαλεί τον πόνο να διαρκεί όσο το δυνατό λιγότερο. Αυτό θα συμβεί, όταν η τομή γίνει με ταχύτητα. Στην περίπτωση όμως που είναι ανάγκη να γίνουν πολλές τομές, πρέπει η χειρουργική επέμβαση να γίνει αργάˑ γιατί η ταχύτητα κάνει τον πόνο συνεχή και έντονο, ενώ τα διαλείμματα κατά την επέμβαση ανακουφίζουν κάπως τους ασθενείς».[21]
Η διάχυση των ιπποκρατικών ιδεών θα ενταθεί κατά την ελληνιστική περίοδο, κυρίως στην Αλεξάνδρεια του 3ου π.Χ. αιώνα, όπου δεν θα αργήσει η αναζήτηση των ανατομικών βάσεων της ιατρικής, χάρη στις ανατομές που θα ανοίξουν και ένα νέο κεφάλαιο στην ιστορία του πόνου με τον Ηρόφιλο και τον Ερατοσθένη, τις εγκεφαλικές κοιλίες, τα κινητικά και τα αισθητικά νεύρα.
[1] Rey R. Histoire de la douleur. La Decouverte, Paris, 1993, 5
[2] Ησιόδου, Έργα και Ημέραι, μτφ Π. Λεκατσά. Βιβλιοθήκη Αρχαίων Συγγραφέων «Ι. Ζαχαρόπουλος»
[3] Βερνάν Ζ.-Π. Μύθος και σκέψη στην αρχαία Ελλάδα. Ολκός 1975, 35
[4] στο ίδιο, 255
[5] Ομήρου Ιλιάς, μτφ Ο. Κομνηνού-Κακριδή. Βιβλιοθήκη Αρχαίων Συγγραφέων «Ι. Ζαχαρόπουλος»
[6] Ομήρου Οδύσσεια, μτφ Ζ. Σιδέρης. Βιβλιοθήκη Αρχαίων Συγγραφέων «Ι. Ζαχαρόπουλος»
[7] Sendrail M. Des champs de Troie aux portiques d’ Epidaure. Στο Sendrail M (ed) Histoire culturelle de la maladie. Toulouse, Privat, 1980, 85-110
[8] Rey R., ό.π., 18-9
[9] Ricœur P. La souffrance n’est pas la douleur. Psychiatrie Francaise. No special 1992
[10] Σοφοκλέους, Φιλοκτήτης, μτφ Κ. Κουράβελος, Βιβλιοθήκη Αρχαίων Συγγραφέων «Ι. Ζαχαρόπουλος».
[11] Grmek M, Gourevitch D. Les maladies dans l’art antique. Paris, Fayard, 1998, 99-108
[12] Rey R., ό.π., 23
[13] Jouanna J. Ιπποκράτης, Ινστιτούτο του Βιβλίου & Καρδαμίτσας, Αθήνα, 1998, 186-7
[14] Αριστοτέλους, Περί ποιητικής, 1458b-23, μτφ Σ. Μενάρδου, επιμ. Ι. Συκουτρή, Ελληνική Βιβλιοθήκη της Ακαδημίας Αθηνών 2, Εστία 2000
[15] Αποστολίδη Π. Ερμηνευτικό λεξικό πασών των λέξεων του Ιπποκράτους, Εκδ Γαβριηλίδη, Αθήνα 1997
[16] Ιπποκράτους, Περί αρχαίης ιητρικής, 2, μτφ Β. Μαδηλαράς. Αρχαία Ελληνική Γραμματεία 93, Κάκτος
[17] Ιπποκράτους, Αφορισμοί, μτφ Β. Μανδηλαράς. Αρχαία Ελληνική Γραμματεία 97, Κάκτος
[18] Rey R., ό.π., 25
[19] Αποστολίδη Π. Ερμηνευτικό λεξικό…., ό.π.
[20] Jouanna J. ό.π., 165-6
[21] Ιπποκράτους, Περί ιητρού, 5, σελ. 125, μτφ Β. Μαδηλαράς. Αρχαία Ελληνική Γραμματεία 93, Κάκτος