Το λαϊκό παραμύθι ως ποίηση (της Σταυρούλας Γ. Τσούπρου)

1
1212

 

 

 

της Σταυρούλας Γ. Τσούπρου

Ο Max Lüthi (1909-1991) θεωρείται διεθνώς κορυφαίος ερευνητής τής ευρωπαϊκής λαϊκής λογοτεχνίας και ειδικότερα του παραμυθιού. Το ανά χείρας έργο τού Ελβετού παραμυθιολόγου (με σπουδές στην γερμανική και αγγλική φιλολογία και ιστορία), καθηγητή στο Πανεπιστήμιο της Ζυρίχης και συντάκτη τής διεθνούς λαογραφικής εγκυκλοπαίδειας Enzyklopädie des rchens, αναζητεί, όπως υποδεικνύουν ο εύγλωττος τίτλος και ο υπότιτλός του, αφ’ ενός, την λογοτεχνική μορφή τού παραμυθιού (αισθητική) και, αφ’ ετέρου, την εικόνα τού ανθρώπου και του κόσμου του που αυτό προβάλλει (ανθρωπολογία), διότι, όπως σημειώνεται, το κάθε ξεχωριστό παραμύθι δεν σκιαγραφεί την δική του, διαφορετική κάθε φορά, εικόνα του ανθρώπου, αλλά το είδος «παραμύθι», ως τέτοιο, προβάλλει μία γενική εικόνα τού ανθρώπου, την ίδια σε όλες του τις αναρίθμητες διηγήσεις. Από την άλλη, ο συγγραφέας, αναφερόμενος στο πρώτο σκέλος τού υπότιτλου, σπεύδει να διευκρινίσει στην «Εισαγωγή» του ότι το ενδιαφέρον του είναι στραμμένο στις αφηγήσεις καθεαυτές και μόνον και όχι «στο πολιτισμικό ή οικονομικό τους υπόβαθρο ούτε στις ιστορικές συνθήκες [μέσα] στις οποίες γεννήθηκαν ούτε στην επικοινωνιακή διαδικασία, στην περφόρμανς», παρά στα ίδια τα λαϊκά παραμύθια, στις ιστορίες που μας σαγηνεύουν εδώ και αιώνες ή και χιλιετίες και των οποίων την σαγήνη προσπαθεί να εξηγήσει ακριβώς η παρούσα αισθητική μελέτη. Στο επίκεντρό της, δε, σημειώνεται ότι βρίσκεται «το κατ’ εξοχήν παραμύθι», δηλαδή, το «μαγικό»[1] παραμύθι, κυρίως των ευρωπαϊκών λαών (το οποίο, βέβαια, απευθυνόταν για αιώνες, όπως όλα τα λαϊκά παραμύθια άλλωστε, σε ενήλικο κοινό), αν και συζητούνται και ανατολικές διηγήσεις, καθώς και άλλα είδη τού λαϊκού παραμυθιού, όπως ευτράπελα παραμύθια, παραμύθια νουβέλες (διηγηματικά), θρησκευτικά παραμύθια.

Το πρώτο από τα πέντε κεφάλαια του βιβλίου τιτλοφορείται «Η ομορφιά και η κατάπληξη που προκαλεί» και δεν είναι καθόλου τυχαίο, βέβαια, το ότι παραχωρείται αυτή η πρωτιά στον ρόλο τού ωραίου στο παραμύθι, αφού «η ομορφιά, με τη στενή έννοια, ήταν πάντοτε το αντικείμενο της αισθητικής», ενώ, επιπλέον, είναι η ίδια που «βάζει την σφραγίδα της στα μαγικά παραμύθια περισσότερο από ό,τι στα άλλα είδη τής λαϊκής λογοτεχνίας». Στο κεφάλαιο εξετάζονται κατά σειράν τα ακόλουθα: «Φιγούρες», «Αντικείμενα και φύση», «Τρόπος παρουσίασης», «Μουσική», «Τα αντίθετα της ομορφιάς», «Το ωραίο ως movens και ως absolutum». Σταχυολογώντας από τις πλούσιες γνώσεις που αποκομίζει ο αναγνώστης/ η αναγνώστρια θα σταθώ, πρώτα απ’ όλα, στο ότι η ομορφιά, στα (μαγικά) παραμύθια, είναι «αφηρημένη», το οποίο σημαίνει ότι δεν έχει κάποια ιδιαιτερότητα, δεν είναι εξατομικευμένη, ενώ η δύναμή της καταδεικνύεται από την «επίδραση» που έχει, με άλλα λόγια, από την προαναφερθείσα «κατάπληξη» που προκαλεί και η οποία παρουσιάζεται, σύμφωνα και με την κλίση προς τα άκρα που χαρακτηρίζει το παραμύθι, σαν κάποιο είδος μαγείας. Ως προς την απουσία λεπτομερειών αλλά και την αναφορά στην επίδραση της ομορφιάς, το παραμύθι προσεγγίζει στις αντίστοιχες παρατηρήσεις που έκανε ο Λέσσινγκ σχετικά με τον Όμηρο και τους άλλους μεγάλους επικούς ποιητές, ενώ η εξατομίκευση δεν θα ταίριαζε ούτως ή άλλως στην οικουμενική ισχύ και στην ουσία στις οποίες αποβλέπει το λαϊκό παραμύθι· από μία άλλη πλευρά, βέβαια, η γενικότητα «είναι η προϋπόθεση της πιο πολύπλευρης εξατομίκευσης», αφού «ο καθένας βλέπει τις μορφές και τα αντικείμενα που δεν περιγράφονται λεπτομερώς όπως ακριβώς τού ταιριάζει». Περνώντας από πολλές και ποικίλες συγκριτικές αναφορές, στις οποίες περιλαμβάνονται, μεταξύ άλλων, η Παλαιά Διαθήκη, τα έργα τού Σαίξπηρ, οι ψυχολογικοί ερμηνευτικοί όροι τού Γιουνγκ, φθάνουμε και σε κάποιες παρατηρήσεις οι οποίες θα καταπλήξουν με την σειρά τους τον αμύητο αναγνώστη, ο οποίος, πέραν του ότι πληροφορείται πως οι αναλυτικές περιγραφές των αντικειμένων δεν αποτελούν (ευνόητα) χαρακτηριστικό των παραμυθιών που διαδίδονται προφορικά και ακόμη πως το λαϊκό παραμύθι λέει ελάχιστα για τον εσωτερικό κόσμο του ανθρώπου, τα συναισθήματα και την διάθεσή του (καθώς οι άνθρωποι–φιγούρες δεν έχουν βάθος, αντ’ αυτού είναι φορείς δράσης, ώστε οτιδήποτε θα μπορούσε να συμβεί μέσα τους, αν ήταν ξεχωριστά άτομα, χρειάζεται να προβληθεί με κάποιον τρόπο προς τα έξω, δηλαδή, να γίνει ορατό, προκειμένου να γίνει αντιληπτό), μαθαίνει επίσης ότι το παραμύθι κοιτάζει τη φύση χωρίς κανένα συναίσθημα και, επιπλέον, ότι δεν θεωρεί «όμορφη τη δασωμένη, άτακτα αυξάνουσα και φθίνουσα φύση», αλλά «τη μορφοποιημένη, περιορισμένη, αμετάβλητη φύση. Όχι αυτή που αναπνέει, αλλά αυτή που το βλέμμα αντιλαμβάνεται με σαφήνεια». Από τους «Τρόπους παρουσίασης» της ομορφιάς, ανθρώπων ή αντικειμένων, εντύπωση προκαλούν στον/στην αναγνώστη/αναγνώστρια όσα λέγονται για την «αδυναμία περιγραφής»: «Το ότι η ομορφιά αφήνει άφωνο τον αφηγητή είναι το μεγαλύτερο εγκώμιο για αυτήν», η επίδρασή της εκφράζεται έτσι με τον πιο έντονο τρόπο, ενώ η δίνη των λεκτικών επαναλήψεων αυτής της αδυναμίας υποβάλλει την ομορφιά στον ακροατή/στην ακροάτρια «με σχεδόν μαγική δύναμη, πολύ πιο παραστατικά από ό,τι θα μπορούσε να γίνει με λεπτομερείς περιγραφές· τα παραπάνω έχουν ως εμφανές αποτέλεσμα να διατρανώνεται η (μαγική) δύναμη των λέξεων την στιγμή ακριβώς της (υποτιθέμενης) αναίρεσής της. Παρόλο που δεν τα απαρνιέται εντελώς, το λαϊκό παραμύθι είναι, πάντως, «φειδωλό στην αισθητική αναφορά ηχητικών ερεθισμάτων, κι ακόμα λιγότερο οσφρητικών και γευστικών», αναγνωρίζοντας το μάτι ως «το οξύτερο αισθητήριο όργανο» που συνδέεται με την λογική. Παράλληλα με τον βαθύτερο στοχασμό τού συγγραφέα σχετικά με την συμβολική ιδέα που επικρατεί απαρέγκλιτα στα λαϊκά παραμύθια και η οποία συνδέει την ομορφιά με την καλοσύνη και την ασχήμια με την κακία[2], ως αντίθετο της ομορφιάς αναφέρεται και το «φαινομενικά ασήμαντο», το οποίο, όμως, στο τέλος δίνει την αποφασιστική συμβουλή και την μαγική βοήθεια. Πρόκειται εδώ, γράφει ο Max Lüthi, «για ένα μοτίβο που αποτελεί έναν από τους σημαντικότερους φορείς τής αντίθεσης ανάμεσα στο είναι και στο φαίνεσθαι», ενώ χρησιμεύει και «στο να δοκιμαστεί ο ήρωας, η σεμνότητα και η ταπεινοφροσύνη του, η προθυμία του να βοηθήσει». Ως άμεσα συνδεόμενο με τα προηγούμενα εξετάζεται στην συνέχεια της πραγμάτευσης και «το θέμα τού παραμελημένου – και, κατ’ επέκταση, του ταπεινωμένου και προσβεβλημένου – που ζητά να τον πάρουν στα σοβαρά» και, συναφώς, το θέμα τής στοργικής αντιμετώπισης «των άσχημων, αποκρουστικών και ασήμαντων», το οποίο και οδηγεί στην γενικότερη αντίληψη ότι «το φαινομενικά ασήμαντο ή το άσχημο είναι σημάδι τού τελείως διαφορετικού, του ιερού και ακατάληπτου», όπως, εξάλλου, συμβαίνει κατ’ εξοχήν με την ομορφιά και, ειδικά, με την ομορφιά τής ανθρώπινης μορφής, που αντιπροσωπεύει «το ιερό και ακατάληπτο (das Numinosen)». Στην τελευταία Ενότητα του πρώτου κεφαλαίου, αρχικά εξετάζεται η ομορφιά, και μόνο σε μικρότερο βαθμό η ασχήμια, ως κινητήρια δύναμη της πλοκής (movens). Ωστόσο, επί της ουσίας, γράφει ο Lüthi, η ομορφιά «δεν μπορεί να εξομοιωθεί με άλλα μοτίβα που λειτουργούν ως εναύσματα για τη δράση», διότι «η ομορφιά είναι αυταξία στο παραμύθι, ασκεί γοητεία», είτε ως μοχλός για την συνέχιση της πλοκής είτε απλώς ως σκηνικό και πλαίσιο, καθώς τα υλικά ή τα χαρακτηριστικά χρώματά της είναι πάντα λαμπερά και φωτεινά, όπως το χρυσάφι. Με άλλα λόγια, η ομορφιά μοιράζεται τα ίδια γνωρίσματα με το θείο, εφόσον είναι «κάτι που προσλαμβάνεται ως τέλειο και, έτσι, είναι κάτι απόλυτο [absolutum], όπως είναι και το θείο στην αντίληψη πολλών ανθρώπων». Αμφότερα, πάντως, θείο/ ιερό και ομορφιά «συνιστούν κίνδυνο και τύχη ταυτόχρονα», αφού οδηγούν τον άνθρωπο στο να ξεπεράσει τα όριά του.

Έχοντας καταδείξει στο πρώτο κεφάλαιο τον ρόλο τής ομορφιάς καθεαυτήν στο παραμύθι, ο Lüthi προχωρεί στο κεφάλαιο 2, «Ύφος και σύνθεση», στο κεφάλαιο 3, «Τεχνικά μέσα και καλλιτεχνικό αποτέλεσμα» και στο κεφάλαιο 4, «Το παιχνίδι των μοτίβων και των θεμάτων», προκειμένου να μελετήσει την αισθητική τής δομής και της εκτύλιξης της παραμυθιακής αφήγησης και να απαντήσει, έτσι, στο ερώτημα αν και αυτές μπορούν να διεκδικήσουν τον χαρακτηρισμό «ωραία». Η προσοχή τού συγγραφέα στρέφεται στα στοιχεία που δεν αντιλαμβάνεται κανείς με την πρώτη ματιά· τέτοια είναι η καλλιτεχνική οικονομία, το πώς δρουν τα πρόσωπα ως σκηνοθέτες και διαχειριστές τής πλοκής ή ως αποτυχημένοι μιμητές, οι ιδιαίτερες μορφές ειρωνείας, οι οποίες δεν βρίσκονται στην επιφάνεια αλλά στην βαθύτερη δομή τής αφήγησης, η σχέση ανάμεσα στη γραμμική εξέλιξη της ιστορίας και στα στοιχεία που καθ’ υπόταξη ενσωματώνονται σε αυτήν, όπως είναι η διείσδυση ρεαλιστικών στοιχείων μέσα στο μη πραγματικό ή της ατέλειας μέσα στην τελειότητα, των δίπολων μέσα στην τριαδικότητα. Στο τέλος τής συγκεκριμένης έρευνας καταλήγει, μεταξύ άλλων, στο ότι ορισμένα τεχνικά αφηγηματικά μέσα λειτουργούν καλλιτεχνικά από μόνα τους. Επί παραδείγματι, τόσο το ύφος όσο και η σταθερή δομή (όπως την έχει μελετήσει και καταγράψει ο Ρώσος ερευνητής Βλάντιμιρ Προπ, που κάνει λόγο για «σιδερένιους κανόνες τής σύνθεσης») του λαϊκού παραμυθιού έχουν  την ομορφιά τής σαφήνειας, της τάξης και της ακρίβειας. Στερεότυπες φράσεις, μαγικοί αριθμοί, τυπικές ενάρξεις και κατακλείδες, χειρονομίες και τρόποι συμπεριφοράς που επαναλαμβάνονται σταθερά έχουν το αισθητικό αποτέλεσμα της ευχαρίστησης και της ασφάλειας, τόσο για τον αφηγητή όσο και για τον ακροατή. Η «αυτο-ποιητική ομορφιά των αφηγηματικών τρόπων, του ύφους και της δομής, η ομορφιά των καθαρών γραμμών και της καθαρής διάρθρωσης, είναι η ομορφιά τής ολοκλήρωσης». Δίπλα στα παραπάνω υπάρχουν, βέβαια, η χαρά τής επανάληψης (η οποία, αυτολεξεί ή παραλλαγμένη, αποτελεί μια οικουμενική αρχή), η χαρά τής γνώσης (αρκετοί θεωρητικοί έχουν αποδώσει στην Τέχνη εν γένει γνωστικό ρόλο), η αισθητική απόλαυση της αντίθεσης ως θεμελιώδους τεχνικού μέσου, αλλά και η ευχαρίστηση «που γεννά το περιττό, η οποία προκαλείται από τη βεβαιότητα πως ο άνθρωπος δεν πρέπει να περιορίζεται στα απολύτως απαραίτητα, αλλά πως τολμά, και προφανώς οφείλει να το κάνει, να πάει παραπέρα αναζητώντας εμπειρικά τα σημαντικά πράγματα».

Βεβαίως, όλα τα παραπάνω είναι εξίσου σημαντικά και από την ανθρωπολογική τους πλευρά, φανερή, ούτως ή άλλως, στην, ανάλογη των ανθρωπίνων διαστάσεων, «οικονομική» διαχείριση της αφήγησης, η οποία «μετριάζει» την κλίση τού παραμυθιού προς τα άκρα. Από τα προαναφερθέντα, ωστόσο, θα σταθούμε ειδικότερα στην αισθητική αντίθεση μεταξύ τού «είναι» και του «φαίνεσθαι», η οποία κατέχει επίσης την πρώτη θέση ανάμεσα στα θέματα  του παραμυθιού. Καθώς η κεντρική σημασία αυτής της αντιθετικής σχέσης, γράφει ο Lüthi, «έχει αναγνωριστεί από τους αρχαίους Έλληνες φιλοσόφους μέχρι τον Καντ και μέχρι την εποχή μας και, στην προσωπική λογοτεχνία (Individualdichtung), από τον Οιδίποδα τύραννο του Σοφοκλή μέχρι τη λογοτεχνία τού Μανιερισμού και τη λογοτεχνία μπαρόκ, φτάνοντας πάλι ώς την εποχή μας, είναι ασφαλώς αξιοπρόσεκτο το ότι ακριβώς αυτό το θέμα διαπερνά τα απλά λαϊκά παραμύθια». Η διαμάχη τού είναι με το φαίνεσθαι ανήκει στα στοιχεία εκείνα που χαρακτηρίζουν το παραμύθι ως είδος και ως εκ τούτου είναι αναμενόμενο να σχετίζεται με μια σειρά από άλλα σημαντικά θέματα, τα οποία, βέβαια, υπάρχουν και ανεξάρτητα από αυτήν. Τέτοια θέματα είναι: η νίκη τού αδύναμου πάνω στον δυνατό, η ξαφνική ανατροπή, η ειρωνεία, σε όλες τις μορφές της (και κυρίως ως «αντίστροφη ειρωνεία», η οποία και κυριαρχεί στο παραμύθι, δεδομένου τού χαρούμενου χαρακτήρα τού είδους), το συναφές θέμα τής χειραγώγησης (τόσο συχνό στο παραμύθι, το οποίο, έτσι, γίνεται «ρεαλιστικό», όσο το συναντάμε και στην ανθρώπινη πραγματικότητα).

Το πέμπτο και τελευταίο κεφάλαιο του τόμου επιγράφεται «Η εικόνα τού ανθρώπου» και, προκειμένου να απαντηθεί το ερώτημα για το οποίο έχει ήδη γίνει λόγος εδώ από την αρχή, πρέπει να εξεταστεί πρωτίστως ο ρόλος τού παραμυθιακού ήρωα και της παραμυθιακής ηρωίδας, καθώς με αυτούς ταυτίζονται, έστω και από κάποια απόσταση, οι ακροατές/ ακροάτριες, οι αναγνώστες/  αναγνώστριες και οι αφηγητές/ αφηγήτριες των παραμυθιών – το παραμύθι, εξάλλου, έχει χαρακτηριστεί από ορισμένους ερευνητές ως «ανθρωπιστικό» είδος. Ενσωματώνοντας στην εξέτασή του τόσο παλαιότερες όσο και σύγχρονες ψυχολογικές, βιολογικές, φιλοσοφικές, παιδαγωγικές και ανθρωπολογικές μελέτες, ο Lüthi συγκεντρώνει γύρω από τον ρόλο και την υπόσταση του/της παραμυθιακού/ παραμυθιακής ήρωα/ ηρωίδας τις ακόλουθες ιδιότητες: είναι ένα πρόσωπο απομονωμένο (κάτι το οποίο δεν σημαίνει ούτε εκτεθειμένο ούτε μοναχικό, αλλά ένα πρόσωπο που δεν περιορίζεται από οικογενειακούς ή κοινωνικούς δεσμούς άρα δυνάμει ικανό να συνάψει οποιαδήποτε σχέση και να αναχωρήσει οποιαδήποτε στιγμή), αβοήθητο, ως ον ατελές που δεν έχει ιδιαίτερες δεξιότητες (άρα καθρέφτης του Ανθρώπου γενικότερα), αλλά ταυτόχρονα φορέας τής δράσης και ανοιχτό στις πιο διαφορετικές δυνατότητες, κατ’ εξοχήν δωροδέκτης, επειδή, εκτός από ατελές ον, είναι και παρεκκλίνον, οπότε εξαρτάται από την βοήθεια και τις συμβουλές που μπορούν να του παρασχεθούν (καθώς ορίζει την μοίρα του σε τόσο μικρό βαθμό όσο και ο άνθρωπος γενικότερα), ένας ταξιδιώτης, εν τέλει, που, στον δρόμο για την (απ)ελευθέρωση του αληθινού του εαυτού, εξελίσσεται και αλλάζει, χωρίς, όμως, να είναι/ γίνεται ούτε στοχαστής, ούτε ερευνητής, ούτε φιλόσοφος, αλλά, απλώς, ένας «φορέας υψηλής τάσης», που υπομένει μακροχρόνιες εντάσεις με πεισματική σιωπή ή επιμονή.

Ο Max Lüthi πιστεύει ότι η βασική επίδραση του παραμυθιού είναι ψυχολογική, ίσως, μάλιστα, και ψυχοθεραπευτική, «όχι μόνο γιατί μέσω των αναρίθμητων παραλλαγών του προβάλλει – σήμερα στα παιδιά, παλαιότερα στους ενήλικες – ένα πορτρέτο τού ανθρώπου που είναι πρότυπο – λόγω της εσωτερικής αλήθειας του και του τρόπου με τον οποίο παρουσιάζεται –, αλλά και επειδή η σαφήνεια του ύφους του και η εξιδανικευτική του αφήγηση βοηθούν στη διαμόρφωση της προσωπικότητας, λειτουργώντας παράλληλα ως κάθαρση». Διότι δεν πρέπει να ξεχνάμε, γράφει ο Lüthi, «πως στον άνθρωπο δεν έχει ανατεθεί μόνο να δημιουργήσει μια κοινωνία αντάξια των ανθρώπινων όντων, αλλά ταυτόχρονα και παράλληλα να εξερευνήσει στον ανώτατο βαθμό τη φύση και την ιδιαιτερότητα της ανθρώπινης ύπαρξης», η οποία συνίσταται, σύμφωνα με τον Mircea Eliade, «σε μια αδιάλειπτη ακολουθία δοκιμασιών, θανάτων και αναγεννήσεων». Το μυητικό σενάριο (scénario initiatique) του λαϊκού παραμυθιού, παρατηρεί ο Lüthi, «φαίνεται πως έχει διατηρήσει για τους σύγχρονους ανθρώπους διαχρονικά, αρχετυπικά στοιχεία, τα οποία επιδρούν ακόμα στην ψυχή και μπορούν να προκαλούν μεταβολές σε αυτήν».

Αν και οι ερμηνευτικές απόπειρες του ιδίου ακολουθούν τα κείμενα πιο πιστά από τις αντίστοιχες των ερμηνευτών τής Γιουνγκιανής Σχολής, αποφεύγοντας γενικά τις θεωρητικοποιήσεις και τις τολμηρές εικασίες, ο Lüthi παραθέτει πολλά από τα συμπεράσματα της τελευταίας, ορισμένα από τα οποία χαρακτηρίζει ως «διορατικές αναγνώσεις»: «Έτσι, το ευρωπαϊκό λαϊκό παραμύθι φαίνεται πως απεικονίζει διεργασίες που συμβαίνουν κατά τη μέση ηλικία τού ανθρώπου στο πλαίσιο του δυτικού μας πολιτισμού, όπου το συναίσθημα (το οποίο αντιπροσωπεύεται από τον ήρωα και την ηρωίδα του παραμυθιού) παίζει μικρότερο ρόλο από τη λογική, και όπου όμως ο άνθρωπος στη μέση τής ζωής του προσπαθεί, ή θα έπρεπε να προσπαθεί, να ξαναεδραιώσει τη χαμένη ή καλυμμένη πρόσβαση στο ασυνείδητο». Τα παραπάνω, μάλιστα, νομίζω πως εξηγούν και την απήχηση που έχει η μελέτη των παραμυθιών στους ενηλίκους, είτε πρόκειται για ερευνητές είτε για έμπειρους αναγνώστες.

Το ανά χείρας είναι πράγματι ένα εξαιρετικά ενδιαφέρον βιβλίο, το οποίο μπορεί να απολαύσει και ο μη ειδικός, χάρη στην καθαρότητα του λόγου τού εκλεκτού συγγραφέα του, αλλά και χάρη στην πολύ φροντισμένη απόδοσή του στην γλώσσα μας.

 

 

Σημειώσεις

[1] Να σημειωθεί εδώ ότι «τα μαγικά και θαυμαστά φαινόμενα χάρη στα οποία πήρε το όνομά του το μαγικό παραμύθι αποτελούν μικρές αλλά έντονες χρωματικές πινελιές στο πλαίσιο μιας αφήγησης που περιέχει πολλά στοιχεία από την πραγματικότητα. […] το μαγικό και φανταστικό παραμύθι δεν είναι καθόλου μια άγρια, φανταστική ιστορία παραγεμισμένη με υπερφυσικά συμβάντα. Τα περισσότερα αντικείμενα του σκηνικού του προέρχονται από τον ανθρώπινο κόσμο, τα περισσότερα από όσα συμβαίνουν σε αυτό μπορούν να συμβούν και στην πραγματικότητα»· βλ. στο  Max Lüthi ό.π., σ. 202.

[2] Για την κακία, πιο συγκεκριμένα, ο Lüthi αναφέρει σε άλλο σημείο τα ακόλουθα: «Το κακό στο παραμύθι είναι, από αφηγηματική πλευρά, μαγιά τής πλοκής, από ανθρωπολογική, μαγιά τής εξέλιξης, της αυτο-πραγμάτωσης, της ενεργοποίησης των δυνατοτήτων»· ό.π., σ. 311.

 

 

info: Max thi, Το λαϊκό παραμύθι ως ποίηση. Αισθητική και ανθρωπολογίαΜετάφραση: Εμμανουέλα Κατρινάκη,Διεύθυνση Σειράς: Μιχάλης Γ. Μερακλής, Μαριάνθη Καπλάνογλου, Πατάκης, 2018

 

Προηγούμενο άρθροΓυναίκες για γυναίκες (του Γιάννη Ν.Μπασκόζου)
Επόμενο άρθροΟ σωσίας ως alter ego (της Άννας Πετρίδη)

1 ΣΧΟΛΙΟ

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ