Της Χριστίνας Κυριακάτη.
Το βραβευμένο από τον «Αναγνώστη» (2013) μυθιστόρημα της Αναστασέα μας φέρνει αντιμέτωπους με την απλή αλήθεια της καθημερινότητάς μας. Χωρισμένο και υποτιτλισμένο από τον λόγο του κάθε χαρακτήρα μας δίνει πρόσβαση στις προκαθορισμένες έννοιες οι οποίες διαμορφώνουν τα κοινωνικά στεγανά αλλά και στην αδιαμφισβήτητη ανάγκη να ξεφύγουμε και να αρθούμε από αυτές ώστε να λάβει η ζωή νόημα εκ νέου μέσα από τη διαφορά. Κάθε υπότιτλος που αναλαμβάνει την εκάστοτε φωνή χαρακτηρίζει και μας παραπέμπει στον τρόπο και λόγο ύπαρξης του καθενός. Ο τίτλος του μυθιστορήματος προδιαθέτει την διακριτική ασφυξία που συσσωρεύτηκε με τα χρόνια, ερήμην μας, μπροστά από το προσωπικό και συλλογικό χώρο έκφρασης με την αισθηση μιας απέραντης επικοινωνιακής σιωπής να αναδύεται ολοένα μέσα από μεταφορές λακανικών και ελιοτικών έρημων τόπων που προβάλλουν οι ίδιοι οι κλειστοί χώροι. Στους χώρους αυτούς διαδραματίζεται το μωσαϊκό αφηγήσεων, με τις φυλακές του Κορυδαλλού τον πιο έκδηλα κλειστό χώρο, ο οποίος όμως έχει την δύναμη να αναδεικνύει τα διαμερίσματα και την εργασία των ανθρώπων ως εξίσου περιορισμένους.
Η Πέρσα και ο Στέφανος με τριανταπέντε χρόνια κοινού βίου στην πλάτη τους, και έχοντας βιώσει την μικροαστική επανάληψη αποξενώνονται έπειτα από την κάθετη ενέργεια της κόρης τους Ηλέκτρας που σπάει τη ρουτίνα. Με το καθόλου τυχαίο αυτό όνομα, το κορίτσι θα αρνηθεί να προδώσει τον αγαπημένο της έπειτα από αιματηρή συμπλοκή με τα όργανα της αστυνομίας στο Σκοπευτήριο της Καισαριανής και όπως η Ηλέκτρα της παράδοσης θα προτιμήσει να θαφτεί για να σώσει τα ιδανικά της. Το εσωτερικευμένο ουρλιαχτό γίνεται μοτίβο των περισσότερων χαρακτήρων και η επικοινωνία της κραυγής αποτυγχάνει εξαιτίας του φόβου και της δειλίας να έρθουν σε επαφή με τον άλλον, καθιερώνοντας την απώλεια της επικοινωνίας ως συνήθισμενη πραγματικότητα.
Η μητέρα, «Η γυναίκα που περίμενε», με τη μηχανική αναπαραγωγή κινήσεων μέσα στο σπίτι που πιάνει επιδεικτικά μικρό κειμενικό χώρο, στην αρχή τουλάχιστον, ώστε να παραλληλίζεται με την μικρότητα του κυριολεκτικού και μεταφορικού χώρου που πιάνει η ζωή της. ‘Τριανταπέντε χρόνια το ίδιο βλέμμα’ θα δει ο Στέφανος, ένα βλέμμα με πείσμα αλλά άδειο από ελπίδα. Χαρακτηριστικό της η ‘σωστή’ συμπεριφορά, η εγκαρτέρηση, η αναμονή και η σιωπή, ένα χαρακτηριστικό που μοιράζεται με την Ηλέκτρα μόνο που στην κόρη αυτό λειτουργεί αντιστρόφως ανάλογα. Δεν θα αργήσει όμως να αναρωτηθεί και να εντρυφήσει περί νοήματος, βιώνοντας τη ναυτία της ζωής αναμεσό του όχλου που βιάζεται να πάει στο πουθενά εξελίσσοντας έτσι τον χαρακτήρα της στα μάτια του αναγνώστη, καθηστώντας τον εναν χαρακτήρα περιορισμένο στα μάτια του Στέφανου.
«Το κορίτσι που είχε ένα άσο», κάνει την έκπληξη και πλήττει ανεπανόρθωτα την καθημερινότητα και τις προσδοκίες του μικροαστικού βίου ανατρέποντας το χρόνια τώρα βολικά στημένο παιχνίδι του αναμενόμενου. Άλλα θα περίμεναν από εκείνη – πτυχίο, δουλίτσα, σπιτάκι, οικογένεια. Να έχει δηλαδή «Μέλλον». Η μητέρα της ‘στητή’ με ‘πρόσωπο στεγνό’ της ζητά ανάμεσα από το τζάμι του επισκεπτηρίου τουλάχιστον να έχει ‘μια ζωή που να μοιάζει με ζωή’. Η αλλοιωμένη έννοια του μέλλοντος όπως διαμορφώθηκε από τον εξουσιαστικό γονικό λόγο, πλάθοντας έτσι και το λόγο των απογόνων, δημιουργεί μια παράδοση που παρατηρείται στον αδερφό της Ηλέκτρας. Ντρέπεται για την αδερφή του που έγινε στόχος του κιτς λόγου των ΜΜΕ και καταθέτει την προκαθορισμένη νοοτροπία του, όπου αν η εξουσία δεν αμφισβητείται τότε μπορεί το υποκείμενο να έχει μια φιλήσυχη κανονική ζωή. ‘Αν δεν τους πειράξεις δε σε πειράζουνε.’
Ο πατέρας από την άλλη, «Ο άντρας που μιλούσε για τον Νότο», άντρας που στα νιάτα του είχε ‘ανάρμοστο μήκος μαλλιών’, αναγκάζεται να φύγει από το σπίτι και να αναφέρεται επαναλαμβανόμενα στη γυναίκα του ως ‘η άλλη’. Βασικό διακείμενο που διαπερνά τη σχέση τους είναι Οι Νεκροί του Τζόυς, δώρο αποχαιρετιστήριο στην ‘εν διαστάσει σύζυγο’. Ο πατέρας φτάνει στα όρια του λόγου, έχει φτάσει στο ‘μετά’, όπως λέει, έχοντας σαλτάρει, και τώρα αυτός αρνείται τη λειτουργία της κοινωνικής συνδιαλλαγής απορρίπτοντάς την ως άδεια κάθε νοήματος και ας πρέπει να πληρώσει το τίμημα της μοναξιάς. Μέσα από το τζάμι μιλάει στην Ηλέκτρα για τον Νότο και για το χώμα που πατούν οι άνθρωποι που διαμορφώνει συνειδήσεις. Ο λόγος του πατέρα γεμάτος φωκνερικές αναφορές που υποστηρίζουν την ενασχόλησή του με την Ιστορία και την παράδοση διακειμένων που εμπλουτίζουν τον τωρινό μας λόγο. Και αυτός λοιπόν, δέσμιος μιας παράδοσης θα βρει το ρόλο του στο φρουδικό σύνδρομο της Ηλέκτρας και θα θεωρήσει την κόρη του κτήμα επιβεβαιωσης και καθορισμού του Εγώ του. Ως ένας άλλος Ιππόλυτος ή Μερσώ ή και Ρασκολνικοβ θα αναρωτηθεί: ‘για κάτι που αγαπάς σκοτώνεις η σκοτώνεσαι;’
Η ανθρώπινη συμπεριφορά εσαεί περίπλοκη και ακατανόητη μπορεί και αίρεται ακόμη και πάνω από τα επαναστατικά κλισέ. Η ανατροπές έγκεινται στις ανθρώπινες αντιδράσεις καθιστώντας την επιπολαιότητα και την ανάγκη ως πρωταρχικές κινητήριες δυνάμεις συμπεριφοράς. Ίσως εδώ να μη χωράει μια κλασσική τραγική δομή και η ηρωίδα να σπάει εντέλει τη παράδοση της αφοσίωσης. Ακόμα και οι υπερβάσεις εν τέλει κρύβουν μέσα τους φυλακές συμβάσεων.
Η Αναστασέα καταφέρνει επιτυχώς να διαπερνάει στον αναγνώστη την αίσθηση του ανεκπλήρωτου και του αλλόκοτου (γνώρισμα της γοτθικής παράδοσης) με την τεχνική σταδιακής αποδέσμευσης πληροφωριών και την αέναα αναβαλλόμενη επιτυχία ολοκλήρωσης νοήματος σημασιοδώτησης του έρωτος.
Στο φόντο, η βαριά ιστορία της Καισαριανής και οι αναφορές στον Εμφύλιο κατακλύζουν το κείμενο και δείχνουν με το δάχτυλο στον αόριστο ακόμα μεταμοντέρνο εμφύλιο που μαγειρεύται με τα παλιά υλικά. ‘Ο πατέρας της το ’49 στις φύλακες Αβέρωφ, η Πελαγία παιδί στο Τρίκερι εξορία με τη μάνα της και η κόρη μου στον Κορυδαλλό. Τι πήγε λάθος;’ Θα κάνει τη φαινομενικα λάθος ερώτηση η μάνα ενώ στην πραγματικότητα υποβόσκουν θεμελιώδη υπαρξιακά ερωτήματα και αιωρείται η αίσθηση όλου του χαμένου χρόνου.
INFO: Νίκη Αναστασέα, Πολύ Χιόνι Μπροστά στο Σπίτι, εκδ. Πόλις 2012