του Θανάση Μήνα.
O Ντόναλντ Γουέστλεϊκ ήταν -μαζί με τον Έλμορ Λέοναρντ- ο μάστορας του κωμικού σασπένς. Το υπονομευτικό χιούμορ του και η ανάλαφρη (όχι ελαφρά) γραφή, καθώς και η συναισθηματική αποστασιοποίηση από τους χαρακτήρες του, που φανερώνει την επιρροή του Ντάσιελ Χάμετ στο έργο του, είναι τα βασικά χαρακτηριστικά του ύφος ενός συγγραφέα που δεν έχει το ταίρι του στην αμερικανική αστυνομική λογοτεχνία – αν και δεν έγραψε μόνο αστυνομικά..
Ο Γουέστλεϊκ λες και είχε βαλθεί να ανασκαλέψει εκ νέου την ίδια την τυπολογία του είδους. Το νουάρ του Γουέστλεϊκ δεν κινείται κατ’ ανάγκη στις σκιές και οι νύχτες του δεν φωτίζονται από νέον. Με εξαίρεση τη σειρά ιστοριών του με ήρωα τον Πάρκερ (περισσότερα πιο κάτω), στα βιβλία του δεν υπάρχει ιδιαίτερη βία, σφοδρές συγκρούσεις και έντονα δραματικές σκηνές. Οι αδίστακτοι και επιβλητικοί κακοποιοί, οι σκληροί μοναχικοί ντετέκτιβ, οι μοιραίες ξανθιές και κοκκινομάλλες, απλώς δεν είναι το φόρτε του. Ακόμα και οι losers του είναι βαθιά ανθρώπινοι και καθημερινοί τύποι. Από τα βιβλία του συνήθως απουσιάζει το «μεγάλο θέμα».Ο συγγραφέας δεν γοητεύεται από τις περίπλοκες ιστορίες και δεν εξιδανικεύει την τεχνική της εναγώνιας προσμονής.
Όχι πως δεν φλέρταρε κι αυτός με την υπερβολή σε κάποια βιβλία του. Το έκανε, όχι όμως για να εντυπωσιάσει ή για να καθηλώσει τον αναγνώστη, αλλά για να υπερτονίσει τις πιο κωμικές πλευρές της καθημερινότητας.
Ο Ντόναλντ Έντουιν Γουέστλεϊκ γεννήθηκε στο Μπρούκλιν το 1933 και μεγάλωσε στο Όλμπανι της πολιτείας της Νέας Υόρκης. Μικρός δούλεψε ταξιθέτης σε κινηματογράφο και είδε δεκάδες ταινίες, γεγονός που έμελλε να επηρεάσει τον τρόπο γραφής του. Ο πατέρας του τον προόριζε για αρχιτέκτονα, όμως ο ίδιος συνειδητοποίησε πολύ νεαρός ότι ήθελε να γίνει συγγραφέας. Σε ηλικία 20 ετών δημοσίευσε το πρώτο του διήγημα επιστημονικής φαντασίας στο περιοδικό Universe of Science Fiction.
Το 1954 ο Γουέστλεϊκ παράτησε το κολλέγιο και κατετάγη στην αεροπορία. Υπηρέτησε για δύο χρόνια. Έπειτα εγκαταστάθηκε με τη σύζυγό του στη Νέα Υόρκη με σκοπό να αφοσιωθεί στην επαγγελματική συγγραφή. Ο Γουέστλεϊκ πρόλαβε το τέλος της χρυσής εποχής της υποκουλτούρας των pulp. Χρησιμοποιώντας διάφορα ψευδώνυμα (Κερτ Κλαρκ, Αλαν Μάρσαλ, Τζέιμς Μπλου, Τζον Ντέξτερ, Ντον Χόλιντεϊ κ.ά.) δημοσίευσε επ’ αμοιβή αρκετές ιστορίες σε πολυάριθμα έντυπα. Έγραψε σκληρά αφηγήματα, ιστορίες εκδίκησης, διηγήματα επιστημονικής φαντασίας, σοφτ πορνό. Συνεργάστηκε επίσης στη συγγραφή δύο βιβλίων με τον γνωστό συγγραφέα αστυνομικών Λόρενς Μπλοκ.
Το 1960 ο Γουέστλεϊκ εξέδωσε με το όνομά του το πρώτο του αστυνομικό μυθιστόρημα με τον τίτλο The Mercenaries. Δύο χρονιά μετά εξέδωσε με το ψευδώνυμο “Ρίτσαρντ Σταρκ” το The Hunter, με το οποίο εισήγαγε τον πιο διάσημο ήρωα που επινόησε: τον επαγγελματία ληστή Πάρκερ, που ποτέ δεν μάθαμε το μικρό του όνομα. Ο ίδιος ο συγγραφέας έχει δηλώσει ότι εμπνεύστηκε τον Πάρκερ από τη μονίμως θυμωμένη έκφραση και το πέτρινο βλέμμα του Τζακ Πάλανς. Ο Πάρκερ πρωταγωνίστησε σε εικοσιτέσσερα συνολικά βιβλία του Γουέστλεϊκ. Ανάμεσά τους, περισσότερο γνωστά είναι τα The Man With The Getaway Face, The Outfit, The Mourner, Payback και The Score. Ας αναφερθεί επίσης το The Deadly Edge του 1971, που καταγράφει την ατμόσφαιρα συλλογικού “φόβου και παράνοιας” που είχε κατακλύσει τις ΗΠΑ ύστερα από τα δολοφονικά χτυπήματα της οικογένειας του Τσαρλς Μάνσον, την αιματηρή καταστολή της φοιτητικής εξέγερσης στο Πανεπιστήμιο Κεντ του Οχάιο και το φονικό του Μέρεντιθ Χάντερ από τους Hell’s Angels στη συναυλία των Rolling Stones στο Άλταμοντ.
Οι περιπέτειες του Πάρκερ διασκευάστηκαν σε κόμικ, ενώ αρκετές φορές μεταφέρθηκαν και στη μεγάλη οθόνη, χωρίς οι σχετικοί κινηματογραφικοί ήρωες να ονομάζονται κατ’ ανάγκη “Πάρκερ”. Η πιο επιτυχημένη κινηματογραφική διασκευή είναι μακράν το Point Black (1967) του Τζον Μπούρμαν, με πρωταγωνιστή τον αρχετυπικό σκληρό του αμερικανικού σινεμά, τον Λι Μάρβιν. Ειδικής μνείας χρίζει και η blaxploitation εκδοχή του Πάρκερ: η ταινία The Split (1968) με πρωταγωνιστή τον θηριώδη Αφροαμερικανό ηθοποιό και αστέρα του αμερικανικού ποδοσφαίρου Τζιμ Μπράουν (και με συμπρωταγωνιστή τον Τζιν Χάκμαν).
Τα βιβλία του Γουέστλεϊκ γνώρισαν μεγάλη επιτυχία και αγαπήθηκαν από τους κριτικούς -και όχι μόνο- στις ΗΠΑ και αλλού. Ενδεικτικά αναφέρω ότι φανς του Γουέστλεϊκ έχουν κατά καιρούς δηλώσει συγγραφείς όπως ο Τζον Μπάνβιλ, ο Χάρλαντ Έλισον, ο Έλμορ Λέοναρντ, ο Τζορτζ Πελεκάνος αλλά και ο μετρ-ανανεωτής του polar, ο μεγάλος Ζαν-Πατρίκ Μανσέτ (που μετέφρασε στα γαλλικά το Όρντο). Ο Στίβεν Κινγκ επίσης μοντάρισε τον συγγραφέα-ήρωα του πασίγνωστου μυθιστορήματος Το σκοτεινό εγώ σύμφωνα με το πρότυπο των ηρώων του Γουέστλεϊκ. Επηρεασμένος από τον τελευταίο δηλώνει ακόμα ο Κουεντίν Ταραντίνο, το ίδιο και οι δημιουργοί της cult τηλεοπτικής σειράς Breaking Bad. Ο Ζαν-Λυκ Γκοντάρ, τέλος, στην ταινία του Made In USA βάσισε ένα κομμάτι της πλοκής (;) στο μυθιστόρημα The Jugger του Γουέστλεϊκ. Ο Γάλλος σκηνοθέτης αμέλησε να πάρει άδεια για τη χρήση των δικαιωμάτων και ο συγγραφέας τον μήνυσε.
Ο Γουέστλεϊκ δούλεψε και ο ίδιος επί σειρά ετών στον κινηματογράφο. Πιο επιτυχημένη στιγμή του παραμένει το σενάριο που έγραψε για την ταινία Οι κλέφτες του Στίβεν Φρίαρς (που ήταν μάλιστα υποψήφιο για Όσκαρ), το οποίο βασίζεται βέβαια στο ομώνυμο μυθιστόρημα του Τζιμ Τόμσον, ενός άλλου πρωτομάστορα του νουάρ.
Πολυγραφότατος και ακαταπόνητος, ο Ντόναλντ Γουέστλεϊκ εξέδωσε ως το τέλος της ζωής του περισσότερα από εκατό βιβλία. Έφυγε πλήρης ημερών, κάνοντας διακοπές στο Μεξικό το 2008.
Στα ελληνικά έχουν μεταφραστεί τέσσερα μόνο βιβλία του Γουέστλεϊκ και μόλις ένα από τη σειρά τμε τις περιπέτειες του Πάρκερ (το Parker: Ανάφλεξη από τη Νεφέλη, το 2013). Τρία βιβλία του έχουν εκδοθεί από την Άγρα:
Το Αντιός Σεχραζάντ (2009), ένα μυθιστόρημα-σπουδή πάνω στο λεγόμενο μπλοκάρισμα του συγγραφέα, με ήρωα έναν επαγγελματία γραφιά πορνογραφικών ιστοριών.
Το Πώς να κλέψετε μια τράπεζα (2013), μια απίθανη κωμωδία παρεξηγήσεων α λα Γκράουτσο Μαρξ με θέμα την…γκαντεμιά, ή αλλιώς, το πώς μπορεί να πάει τελείως στραβά το σχέδιο ληστείας μιας τράπεζας. Στο μυθιστόρημα αυτό κεντρικός ήρωας είναι ο Τζον Ντορμούντερ, πρωταγωνιστής σε δεκατέσσερα βιβλία του Γουέστλεϊκ, ο οποίος μπορεί να ειδωθεί σαν μια κόμικ εκδοχή του Πάρκερ.
Και, τέλος, το Όρντο που κυκλοφόρησε πριν από μερικές εβδομάδες. Το Όρντο τυπικά δεν ανήκει στο είδος της αστυνομικής ή νουάρ λογοτεχνίας. Αν πρέπει να το κατατάξουμε κάπου, θα έλεγα ότι είναι μάλλον ένα υπαρξιακό μυθιστόρημα, καθώς θέτει ερωτήματα όπως: Πόσο αλλάζουμε και πόσο παραμένουμε οι ίδιοι με το πέρασμα του χρόνου; Πώς αντιλαμβάνονται οι άλλοι τις όποιες αλλαγές μάς συμβαίνουν; Πώς βλέπουμε τον εαυτό μας να αλλάζει μέσα από τα μάτια των άλλων;
Κεντρικός ήρωας του μυθιστορήματος είναι ο Όρντο Τουπίκος, «εν μέρει Έλληνας, εν μέρει Σουηδός, εν μέρει Ινδιάνος, με μητέρα με ιταλικές και ιρλανδικές ρίζες, δηλαδή ένας 100% Αμερικανός» όπως μας αυτοσυστήνεται. Ο Όρντο είναι κελευστής στο αμερικανικό πολεμικό ναυτικό και υπηρετεί ήσυχα-ήσυχα την επαγγελματική θητεία του σε μια βάση στο Κονέκτικατ. Νεαρός, ο Όρντο είχε παντρευτεί με μια δεκαεξάχρονη, την Εστέλ Άνλικ, όμως η μητέρα της έσπευσε αμέσως να διαλύσει το γάμο τους. Έκτοτε έχει χάσει τα ίχνη της πρώην συζύγου του. Μια μέρα οι συνάδελφοί του τού δείχνουν τις σελίδες ενός κουτσομπολίστικου περιοδικού που ασχολείται με τους αστέρες του κινηματογράφου. Κεντρικό θέμα είναι η Ντων Ντεβέυν, η νέα, ανερχόμενη σεξοβόμβα του Χόλιγουντ. Σκαλίζοντας το παρελθόν της, το περιοδικό αποκαλύπτει ότι το πραγματικό της όνομα είναι Εστέλ Άνλικ και ότι στο παρελθόν ήταν για λίγο παντρεμένη με τον ναύτη Όρντο Τούπικος, «μία καρικατούρα• ο ναύτης του Σαν Ντιέγκο στην παιδική ζωή της κάθε σταρ του σεξ». Ο Όρντο πέφτει από τα σύννεφα. Πιο πολύ όμως εντυπωσιάζονται οι συνάδελφοί του. Η εφήμερη έστω σχέση με τη νέα σεξοβόμβα του Χόλιγουντ τον ανεβάζει στα μάτια τους – σε σημείο που να του ζητάνε αυτόγραφα. Ομοίως εντυπωσιάζεται από το δημοσίευμα και η νυν ερωτική σύντροφος του Όρντο. Ενώ μέχρι τότε η σεξουαλική σχέση τους θα μπορούσε να χαρακτηριστεί συμβατική (έως και βαρετή), η φίλη του αρχίζει να φαντασιώνεται ότι βρίσκεται στο κρεβάτι με έναν δυναμίτη του σεξ και κάνουν μαζί όλα εκείνα που έκανε ή θα μπορούσε να έχει κάνει αυτός με την Ντεβέυν – από τις πιο ξεκαρδιστικές σκηνές του βιβλίου. Κανείς δεν μπορεί να συνειδητοποιήσει ότι ο Όρντο δεν ήταν παντρεμένος με την Ντεβέυν, αλλά με την Εστέλ, η οποία πιθανώς ήταν ένας άλλος άνθρωπος.
Ο Όρντο αποφασίζει να ταξιδέψει στο Χόλιγουντ για να συναντήσει ξανά την παλιά του σύζυγο. Δεν τον παρακινεί η νοσταλγία ούτε έχει άλλους πονηρούς σκοπούς στο μυαλό του. Θέλει απλώς να διαπιστώσει αν η σταρ είναι η ίδια κοπέλα που ερωτεύτηκε κάποτε. Με τη μεσολάβηση του μάνατζερ της Ντεβέυν, κατορθώνει να έρθει σε επαφή μαζί της. Την ξανασυναντά αγνώριστη, χλιδάτη και απαστράπτουσα, με μια μόνιμη κουστωδία θαυμαστών και κοσμικών τύπων στο κατόπι της, έτοιμων να ικανοποιήσουν την οποιαδήποτε επιθυμία της. Εκείνη τον υποδέχεται με μια αρχική θέρμη, απόρροια μιας νοσταλγίας που δεν μέλλει να κρατήσει για πολύ. Τελικά η περιήγηση του Όρντο στην Πόλη των Αγγέλων αποδεικνύεται ένα ταξίδι αυτογνωσίας.
Όπως έγραψα και πιο πάνω, το Όρντο δεν είναι αστυνομικό ανάγνωσμα. Είναι ένα μυθιστόρημα για τον «πόνο της λήθης», για το αν και πόσο τα βρίσκουμε με τον εαυτό μας και με τα κοντινά μας πρόσωπα καθώς μεγαλώνουμε και «οι καιροί αλλάζουν», όπως τραγουδάει ο Dylan. Το φινάλε του βιβλίου αφήνει μια γενικά αισιόδοξη νότα, όμως πού και πού χτυπά και κανένα μελαγχολικό φαλτσέτο.
INFO:
Donald E. Westlake
Όρντο
εκδ. Άγρα, 2014
σελ. 144
μτφ. Ανδρέας Αποστολίδης