της Μαρίζας Ντεκάστρο.
Θοδωρής Παπαϊωάννου, Σιλουανή, εικ. Ντανιέλα Σταματιάδη, εκδ. Ίκαρος.
Με τη Σιλουανή, θυμήθηκα Τα ψηλά βουνά του Ζαχαρία Παπαντωνίου. Το 1918 εγκρίθηκε ως αναγνωστικό για τη γ’ δημ. και ξεσήκωσε θύελλα, κυρίως για το περιεχόμενό του, στη συνέχεια όμως βρήκε τη θέση του στην παιδική λογοτεχνία. Το διάβασα την εποχή που δεν είχα μεγάλη ιδέα περί παιδικών βιβλίων. Μου θύμισε και τα δικά μου παιδικά καλοκαίρια σ’ ένα τεράστιο ακαλλιέργητο κτήμα στη Λούτσα, τότε που ασχολιόμασταν ανέμελα με τα μαμούνια, χτίζαμε καλύβες, ψαρεύαμε, φτιάχναμε καταφύγια μέσα στα πεύκα, τότε που επινοούσαμε χίλια παιχνίδια και στο μυαλό μας ζούσαμε τρομερές περιπέτειες.
Το ίδιο σκέφτηκα και τώρα που διάβασα τη Σιλουανή, του Θοδωρή Παπαϊωάννου. Το βιβλίο ξεδιπλώνει μικρά καθημερινά επεισόδια από τις διακοπές τριών παιδιών- της Σιλουανής που ζει σε ένα ορεινό χωριό και των πρωτευουσιάνων ξαδελφιών της. Στην αρχή, τα παιδιά της πόλης είναι επιφυλακτικά γιατί το βουνό τους είναι άγνωστο και φαίνεται βαρετό και άσχετο με τη ζωή τους. Πολύ γρήγορα όμως το ανακαλύπτουν χάρη στη ζωηρή Σιλουανή και αφήνονται στη γοητεία του. Ο ύπνος στο δεντρόσπιτο, τα παιχνίδια με τις πυγολαμπίδες, η εξερεύνηση στον μπλε καταρράκτη και στη σπηλιά που αναπνέει, οι δοκιμασίες στον στοιχειωμένο νερόμυλο, αλλά και η γνωριμία με ενδιαφέροντες ανθρώπους, πάντα εκεί στα ξέφωτα και στο δάσος, τους συνεπαίρνουν.
Η Σιλουανή είναι ένα βιβλίο που μαγεύει με την απλότητα και την παιδαγωγική καθαρότητα με την οποία προσεγγίζει τη φύση, τις σχέσεις μεταξύ των παιδιών, παιδιών και μεγάλων, το παιχνίδι, τις συγκρούσεις που κι αυτές μετατρέπονται σε παιχνίδι, τη συνεργασία τους με την Αγγλίδα επιστήμονα που μελετά μια νεαρή αρκούδα στο βουνό. Η φύση είναι φιλική όταν ζεις μαζί της ανάλαφρα. Ακόμα και ο φόβοι της αστής μητέρας σβήνουν ήρεμα… Με δυο λόγια, όλα έρχονται φυσικά. Χωρίς διδακτική μεγαλοστομία. Δυο μικρά παραδείγματα: η Σιλουανή ονειρεύεται τη μεγάλη Άρκτο, θέμα που άλλοι συγγραφείς θα το χρησιμοποιούσαν ως σύντομο μαθηματάκι περί του μύθου της. Ο Παπαϊωάννου το προσπερνά αφήνοντάς το στο όνειρο. Το ίδιο και με το πανηγύρι του χωριού, άλλο συνηθισμένο μάθημα σχετικό με την τοπική θρησκευτική λαογραφία. Αντ’ αυτού, το μετατρέπει σε γιορτή συνεργασίας ανάμεσα στους κατοίκους του χωριού.
Η Ντανιέλα Σταματιάδη εικονογραφεί σκηνές του βιβλίου με την ίδια εκφραστική απλότητα, ένα καθαρό σχέδιο με πενάκι χωρίς χρώμα. Στις εικόνες αισθανόμαστε τη γλύκα των διακοπών εκείνου του καλοκαιριού και αυτός είναι ο μοναδικός υπαινιγμός!
*****
Κωνσταντίνος Πατσαρός, Ο άνθρωπος φωτιά, κόμικ Γιώργος Γούσης, εκδ. Μεταίχμιο.
Βραβευμένος με το Κρατικό Βραβείο Παιδικού Λογοτεχνικού Βιβλίου 2015 για Το κουτί, ο Κωνσταντίνος Πατσαρός κάνει την έκπληξη με το δεύτερο βιβλίο του, το εφηβικό μυθιστόρημα Ο άνθρωπος φωτιά. Δεν θα σταθούμε στην υπόθεση του μυθιστορήματος, τις πυρκαγιές που κατακαίνε την ελληνική επαρχία τα καλοκαίρια, τους εμπρησμούς που πίσω τους κρύβονται συμφέροντα και προσωπικές διαφορές, τις ανεξέλεγκτες φλόγες που εκμηδενίζουν περιουσίες και αγαθά, θέμα οπωσδήποτε επίκαιρο, ούτε στο κόμικ που κλείνει το βιβλίο ολοκληρώνοντας όσα συνέβησαν ένα καλοκαίρι στο νησί όπου διαδραματίζεται η ιστορία.
Θα σταθούμε στη γλώσσα του μυθιστορήματος η οποία προσπερνά, ή καλύτερα διευρύνει τα ηλικιακά όρια της παιδικότητας χωρίς την παραμικρή λογοτεχνική επιτήδευση. Κάτι που σπανίζει στη λογοτεχνία για νέους. Γιατί κακά τα ψέματα, στην πλειοψηφία τους τα νεανικά μυθιστορήματα συχνά παλαντζάρουν ανάμεσα στην καθωσπρέπει καλλιέπεια η οποία θα κατέτασσε το έργο στη λογοτεχνία και την απλοϊκή καθομιλουμένη, διανθισμένη με πολλά από το ιδιόλεκτο των νέων. Στοιχεία νεανικού ιδιόλεκτου υπάρχουν στο μυθιστόρημα, αλλά δεν το χαρακτηρίζουν. Τοποθετούνται εκεί που πρέπει, αλλά δεν είναι η δύναμη του. Εκείνο που κάνει το κείμενο του Πατσαρού λογοτεχνικό είναι το βάθος των αισθημάτων που δημιουργεί η γλώσσα στον αναγνώστη και οι εντάσεις, καθώς εξιστορείται η υπόθεση, οι οποίες πλουτίζουν τις αισθήσεις και επεκτείνουν την αναγνωστική εμπειρία προετοιμάζοντάς τον για έργα πιο απαιτητικά!
*****
Κατερίνα Δημόκα, Όμηρος στο πέλαγος, εικ. Ράνια Βαρβάκη, εκδ. Μεταίχμιο.
Η ανακάλυψη στη θάλασσα ενός αρχαίου μαρμάρινου αγάλματος γίνεται ο καταλύτης για να δοκιμαστούν και να τεθούν σε νέα βάση οι σχέσεις μεταξύ ενός πατέρα και του γιου του. Διαβάσαμε λοιπόν μια ψυχογραφία με την αρχαιολογία να είναι παρούσα, αλλά προσχηματική.
Η ιστορία διαδραματίζεται στη Σκύρο, όπου ο καπετάν Μανόλης μεγαλώνει το γιο του Λάμπρο μόνος μετά τον θάνατο της γυναίκας του. Ο αψύς ψαράς, συνθλιμμένος από τη ζωή, δεν ξέρει πώς να εξωτερικεύσει την αγάπη του για το αγόρι του που βρίσκει καταφύγιο στη θάλασσα και στην οικογένεια του καλύτερού του φίλου.
Αυτή η οικογένεια, τα παιδιά, ο ναυτικός πατέρας τους και ιδιαίτερα η φιλόλογος μητέρα που λατρεύει τον Όμηρο, δίνουν στο αγόρι αρχές πολύ πιο εκλεπτυσμένες για να πορευτεί στη ζωή από εκείνες τις απλές που συνοψίζονται στο μεροδούλι μεροφάι του πατέρα του. Όταν ο Λάμπρος βρίσκει και ανασύρει με τον συμμαθητή του το αρχαίο άγαλμα, το πρώτο που σκέφτεται είναι να το κρατήσει στο νησί γιατί εκτός από σπουδαίο πολιτιστικό αγαθό, στο παιδικό του μυαλό το απόκτημα είναι δικό του. Ο πατέρας γίνεται έξαλλος με τις ιδέες του παιδιού και, θεωρώντας ότι έπιασε την καλή, σκοπεύει να το πουλήσει σε Ιταλούς αρχαιοκάπηλους. Η σύγκρουση τους είναι άγρια, μακροχρόνιες φιλίες δοκιμάζονται, στο πρόσωπο του ντόπιου καφετζή εμφανίζεται η Ελλάδα των ασυνείδητων και του παράνομου κέρδους.
Η αλλαγή στις σχέσεις πατέρα και γιου ενορχηστρώνονται -προς τιμή της συγγραφέως- υπαινικτικά δίνοντας περιθώριο στους αναγνώστες να σκεφτούν πάνω στην ψυχολογία των πρωταγωνιστών και να καταλάβουν τους λόγους για τους οποίους τελικά επήλθε.