Το θανάσιμο παιχνίδι του έρωτα

0
687

Του Χ. Γ. Λάζου.

???????Συγγραφέας: Ανδρέας Στάϊκος,

Βηθσαβέ

Εκδόσεις: Άγρα, 2012

Στο τελευταίο βιβλίο του Ανδρέα Στάϊκου το παιχνίδι του έρωτα περνάει από τις επικίνδυνες σχέσεις ελέγχου, κυριαρχίας και εξουσίας στον σκοτεινό πυρήνα της σεξουαλικότητας. Τρία πρόσωπα, ένας ευπόληπτος ιατρός, ο Επαμεινώνδας Κωνσταντακόπουλος, μια «σαγηνευτική μαινάδα», η Λέιλα, και η «φιλήδονη» κόρη της -«ένα πλάσμα έξω από τα όρια και τους κανόνες της φύσεως και της κοινωνίας»- συνατιούνται στον τόπο της ερωτικής απόλαυσης και μοιράζονται την ηδονή και την οδύνη. Το δαιμονικό δίδυμο της μάνας και της κόρης παρασύρουν τον ιατρό σ’ ένα ερωτικό παιχνίδι που περνάει από τη γοητεία και τη μύηση, στην απόλυτη παράδοση και στον θάνατο.

Κεντρικό στοιχείο που οργανώνει και προωθεί την αφήγηση είναι το παιχνίδι, μια έννοια που στον Στάϊκο έχει ιδιαίτερη σημασία.

Το παιχνίδι είναι μια δραστηριότητα με κανόνες που δεν έχουν άλλο νόημα πέρα από αυτό που τους προσδίδει το ίδιο το παιχνίδι. Το πλαίσιό του μπορεί να είναι αυστηρό, τελετουργικό, αλλά συγχρόνως είναι ανοιχτό, απαιτεί τη φαντασία, την επινόηση, την προσποίηση, τη θεατρικότητα, τον ελιγμό. Αποβλέπει μόνον στην απόλαυση του παιχνιδιού και δεν υπηρετεί κανέναν αλλότριο σκοπό. Η έκβασή του δεν είναι προκαθορισμένη και η μοναδική του προϋπόθεση είναι οι παίκτες να μοιράζονται την ίδια αντίληψη για τη σημασία του.

Συναρτημένη με το παιχνίδι είναι η ειρωνία που ποτίζει όλα τα στρώματα της αφήγησης. Κατ’ αρχάς το πεδίο της γλώσσας και του ύφους. Η λεία επιφάνεια της δουλεμένης γλώσσας του Στάϊκου, που διατηρεί ζωντανή την ανάμνηση της απλής καθαρεύουσας (η χρήση του πληθυντικού ακόμα και σε βίαιες ερωτικές σκηνές εγγράφεται σε αυτό το πλάισιο και δηλώνει υπόρρητα την καταγωγή του από τα γαλλικά ερωτογραφήματα) και δίνει στο αφήγημα μια πατίνα παλιομοδίτικη, κάτι από την καθαρεύουσα του Α. Εμπειρίκου στον Μεγάλο Ανατολικό, χαράζεται από την αιφνίδια ανάδυση λαϊκών εκφράσεων, με αποτέλεσμα το ειρωνικό παιχνίδι με τη γλώσσα και η σταθερή σκωπτική διάθεση, να είναι κύριο χαρακτηριστικό του ύφους.

Έπειτα τα πρόσωπα, που δεν έχουν το βάθος, την αδιαφάνεια και την αληθοφάνεια μυθιστορηματικών προσώπων. Είναι θεατρικές περσόνες που υποδύονται τον ρόλο τους στο εσωτερικό του ερωτικού παιχνιδιού. Ο μόνος που διαθέτει κάποια εσωτερικότητα είναι ο ιατρός, ο οποίος αναστοχάζεται αυτά που του συμβαίνουν επαναλαμβάνοντας σπαραξικάρδιες κοινοτοπίες σχετικά με τον κυρίαρχο σεξουαλικό ρόλο των ανδρών, τον οποίον αντιπαραθέτει στην ταπείνωση και τον ευτελισμό που υφίσταται χάριν της ηδονής.

Στο κλειστό σύμπαν που δημιουργείται με αυτόν τον τρόπο, κάθε ψυχική εκδήλωση έχει ευθύς εξαρχής υπονομευθεί και αποδομηθηθεί από την ειρωνία, έχει μετατραπεί σε στοιχείο καρναβαλικό. Εξαίρεση αποτελούν η ηδονή και η οδύνη, οι ποικίλες απολαύσεις της σάρκας, το φαγητό, ο καπνός και το αλκοόλ.

Στο κέντρο της αφήγησης στέκει η Βηθσαβέ, η κινητήρια δύναμη που οργανώνει και σκηνοθετεί το ερωτικό παιχνίδι.

Ήδη από τον τίτλο αναγγέλεται το αίνιγμα του κεντρικού προσώπου του αφηγήματος: «η μικρή θεά, θεά της νεότητας και θεά της αθωότητας», η δεκατριάχρονη καλλονή που θα παρασύρει τον Επαμεινώνδα στο παιχνίδι της ηδονής, της ταπείνωσης, και του θανάτου, φέρει το εμβληματικό όνομα Βηθσαβέ.

Όνομα βιβλικό, όνομα μιας γυναίκας που η ομορφιά της μάγεψε τον Δαυίδ και τον οδήγησε στον φόνο. Από τον εξώστη του παλατιού του «είδε γυναίκα λουομένην καλή τω είδει σφόδρα» (Βασιλειών Β’, ΙΑ). Έστειλε ανθρώπους του να τη φέρουν και «έλαβεν αυτήν, και εισήλθε προς αυτήν και εκοιμήθη μετ’ αυτής». Έδωσε εντολή να σκοτώσουν τον άνδρα της και την παντρεύτηκε. Η διπλή αμαρτία της μοιχείας και του φόνου είναι η αιτία των δεινών που υπέστη και της μακρόχρονης μετανοίας του, που μέρος της είναι η ποιητική δημιουργία των Ψαλμών.

Αλλά η Βηθσαβέ δεν είναι μόνον πηγή λογοτεχνίας, είναι επίσης μητέρα του μεγάλου βασιλιά Σολομώντα και μακρινή πρόγονος του Ιησού Χριστού (Κατά Ματθαίον, 1, 6).

Η ειρωνία του Στάϊκου ανατρέπει αυτό το τρομερό πλαίσιο αναφοράς του ονόματος και το αντικαθιστά με μια διευκρίνιση της Λέιλας –«της θείας τσούλας»- που αφήνει τον Επαμεινώνδα άναυδο: «Ναι, είναι ένα όνομα κοινότοπο αλλά πραγματικά προτιμώ παρόμοια ονόματα παρά τα σπάνια και βαρύγδουπα ονόματα, είπε φυσικότατα η Λέιλα».

Τί είναι, λοιπόν, η Βηθσαβέ, αυτό το θείο πλάσμα που στέκεται ακριβώς στο όριο, στο σύνορο που συγχρόνως χωρίζει και ενώνει το αθώο, αφελές, παιδί και τη φιλήδονη και ερωτικά πολυμήχανη γυναίκα; Έχω τη γνώμη ότι η Βηθσαβέ είναι η θεά του παιχνιδιού, αυτή που δίνει στην ερωτική πράξη τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του παιχνιδιού.

Στον κόσμο της, που είναι ο κόσμος του αφηγήματος, δεν υπάρχουν συναλλαγές, υπάρχουν μόνον δώρα που σου κάνουν ή κάνεις. Δεν υπάρχουν σχέσεις κυριαρχίας ή εξουσίας, αλλά η ισότιμη συμμετοχή στο παιχνίδι και η δίκαιη διανομή της απόλαυσης. Η Βηθσαβέ δεν ασκεί βία ή καταναγκασμό, θέλει απλώς να μοιραστεί εξίσου, σε ένα καθεστώς απόλυτης κοινοκτημοσύνης, τα αγαθά της ηδονής και της οδύνης. Όπως στο παιχνίδι δεν υπάρχει η αυστηρή διάκριση ενεργός/παθητικός, αλλά κάθε παίκτης, ανάλογα με τη φάση του παιχνιδιού, γίνεται διαδοχικά και ενεργός και παθητικός, το ίδιο και στον έρωτα οι ρόλοι διαδοχικά εναλλάσσονται. Αυτό που δεσπόζει είναι η απόλαυση και ο δίκαιος κανόνας της ισότιμης διανομής.

Ακόμα και στην τελευταία σκηνή, όταν η Βηθσαβέ παίζει με τον ιατρό το θανάσιμο παιχνίδι της ερωτικής ρώσικης ρουλέτας, δεν επιβάλλει κάτι που αρνείται να επιβάλλει στον εαυτό της. Αντίθετα, αυτή δίνει πρώτη το παράδειγμα: «Θα ξεκινήσω εγώ, είπε η Βησθαβέ και με χέρι σταθερό βύθισε την κάννη του όπλου στο στενότατο άνοιγμα των εξαίσιων οπισθίων της». Αυτό το παιχνίδι της προσφέρει την ύψιστη ηδονή, «σπασμούς σπάνιας έντασης». Ο θανάσιμος κίνδυνος και η αποδοχή του ωθούν την απόλαυση στο απώτατο άκρο: «Και μέσα στον αλλόφρονα σπαραγμό της ακούστηκε ο μεταλλικός ήχος της σκανδάλης. Κάτι σαν ωκεάνιο κύμα κινήθηκε, μια παλίρροια». Αυτή την υπέρτατη ηδονή θέλει να μοιραστεί με τον σύντροφό της: «Τώρα, κύριε Επαμεινώνδα, η σειρά σας, μου είπε με τρεμάμενη από την ηδονή φωνή».

Αν πέρα από την ειρωνία, που ανατρέπει τις κυρίαρχες αντιλήψεις και σαρκάζει τις κοινοτοπίες για τους ρόλους των δύο φύλων, υπάρχει ένα μάθημα που μας προτείνει ο Ανδρέας Στάϊκος –ως άλλος Ανδρέας Σπερχής- αυτό είναι η ανάλυση της φύσης του ερωτικού παιχνιδιού. Ενός παιχνιδιού που μπορεί να είναι «θανάσιμο», γιατί όσο πιο βαθιά διεισδύει στην ύπαρξη των ανθρώπων, τόσο πιο αποτελεσματικά αποδομεί τις παραδοχές και τις ταυτότητες που συγκροτούν τον κοινωνικά διαμορφωμένο εαυτό τους.

Προηγούμενο άρθροΈκθεση Βιβλίου Λονδίνου
Επόμενο άρθροΤαινιόραμα με 147 ταινίες

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ