Ειρήνη Σταματοπούλου.
«Από την αρχή της σχολικής χρονιάς, απορροφημένοι από την γκρίζα σχολική πραγματικότητα, περπατάμε μαζί, πλάι-πλάι και δεν έχουμε ανοίξει ούτε μια συζήτηση. Αποφεύγουμε τη συζήτηση μετά βδελυγμίας. Η συζήτηση, ως έκφραση της γελοιωδέστερης απ’ όλες τις ανθρώπινες αθλιότητες, μας είναι ανυπόφορη. Όσον αφορά την ουσία της συζήτησης, είμαστε και οι δύο από τη φύση μας χαρακτήρες που οφείλουν να την αποφεύγουν, ώστε, καταφεύγοντας στην απόλυτη παράνοια, να απαλλαγούμε από τον θανάσιμο τρόμο».
Παραθέτω εδώ ένα απόσπασμα από το διήγημα «Δύο παιδαγωγοί» του Tomas Bernhard, το πρώτο από τη συλλογή «Πρόζα» που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις «Κριτική», όπου γίνεται και σε ενδο-μυθοπλαστικό επίπεδο σαφής η βασική θεματική που διατρέχει όλο το έργο του: η αδυναμία του εκάστοτε αφηγητή να περιγράψει πράγματα, γεγονότα, καταστάσεις, η ανεπάρκεια όχι μόνο του γράφοντος σε σχέση με το κείμενο και τις λέξεις, αλλά εν γένει του έγχρονου υποκειμένου στην αναζήτηση μιας σημαίνουσας γλώσσας και ενός επαρκούς εαυτού τόσο ως προς έναν ανθρώπινο όσο και ως προς έναν υπερανθρώπινο λόγο, η αποτυχία συσχετισμού τόσο με τον δυνητικό όσο και με τον βιωμένο χρόνο.
«Μέσα στην ατελεύτητη έκσταση του αμετάδοτου ρήματος» σημειώνει ο Emil Cioran, «ο άνθρωπος θα έπρεπε να ακούει μόνο τον εαυτό του, να πλάθει λέξεις για τις σιωπές του και ακουστικές συμφωνίες για τις λύπες του μόνο».[1] Ενώ ο Μπαρτ, ανάγοντας αυτή τη μεταφορά σε καθολική συνθήκη της μοντερνιστικής γραφής, επισημαίνει: «Η λέξη, ξεκολλημένη από το επίστρωμα των συνηθισμένων κλισέ, των τεχνικών αντανακλαστικών του συγγραφέα, είναι τώρα απόλυτα ανεύθυνη για όλα τα δυνατά συμφραζόμενα. Προσεγγίζει μια σύντομη μοναδική πράξη, που η θαμπάδα της πιστοποιεί μια μοναξιά, άρα μια αθωότητα. Η τέχνη αυτή έχει την ίδια τη δομή της αυτοκτονίας: η σιωπή είναι σ’ αυτήν ένας ομογενής ποιητικός χρόνος, που σφηνώνεται ανάμεσα σε δύο στρώματα και κάνει τη λέξη να φανερώνεται όχι τόσο σαν ένα απόκομμα κρυπτογραφήματος, όσο σαν ένα φως, ένα κενό, ένα φονικό, μια ελευθερία».[2]
Κατά τον ίδιο τρόπο, μαρτυρώντας το σάστισμά του ως βουβού κομπάρσου μιας διαρκώς αναβαλλόμενης πραγματικής ή φαντασιακής εγκοσμιότητας, και με έναν λόγο πάντα εκστατικό έως παραληρηματικό, εξομολογείται ο αφηγητής του Bernhard στις σελίδες 20-21 του βιβλίου του: «Γι’ αυτό το λυκόφως γίνεται εδώ λόγος. Γι’ αυτό το σκοτάδι. Όχι για τις αιτίες αυτού του λυκόφωτος, αυτού του σκότους, όχι για τις αιτιώδεις συνάφειές τους, αλλά μόνο για την επίδραση που είχαν πάνω μου αυτό το λυκόφως και αυτό το σκοτάδι στο Ούντεραχ. Όμως, όπως το βλέπω, δεν έχω προς το παρόν διόλου τη δύναμη ν’ ασχοληθώ μ’ αυτό το θέμα ως πρόβλημα, ως πρόβλημα δικό μου, και θέλω ακόμα να περιοριστώ μόνο σε νύξεις, θέλω γενικότερα να περιοριστώ μόνο στο λυκόφως στο Ούντεραχ και στο σκοτάδι στο Ούντεραχ, σε σχέση μ’ εμένα τον ίδιο και την κατάσταση στην οποία βρίσκομαι στο Ούντεραχ».
«Αν με κάθε λέξη κερδίζουμε και μια νίκη εις βάρος του μηδενός, αυτό συμβαίνει για να το υποστούμε πληρέστερα. Πεθαίνουμε ανάλογα με τις λέξεις που σκορπίζουμε γύρω μας». ( Emil Cioran)
Όπως διαπιστώνει χαρακτηριστικά ο μεταφραστής Βασίλης Τσαλής στο εμβριθέστατο επίμετρο του βιβλίου, στο έργο του Bernhard, οι αστικές περιοχές σκιαγραφούνται συχνά με μελανά χρώματα, ενώ η εξοχή, η ύπαιθρος, δεν είναι ποτέ ειδυλλιακή, αποτελεί το ζοφερό σκηνικό φρικτών εγκλημάτων, μετατρεπόμενη σε έναν τόπο εχθρικό προς τον άνθρωπο και μια εν δυνάμει απειλή για τη σωματική και πνευματική του υγεία. Μετατρέποντας τους ήρωές του σε συμπτώματα αυτού του πεισιθανάτιου τοπίου, ο Bernhard δραματοποιεί έτσι την παροδικότητα της ύπαρξης, την επιθυμία εξαφάνισης του υποκειμένου και την εγγενή του μελαγχολία, αντικατοπτρίζοντας τη δική του ενσυναίσθηση, μιας ζωής που όπως σημειώνει ο Τσαλής, σφραγίστηκε από τα σανατόρια. «Το θέμα μου είναι ο θάνατος, επειδή η ζωή είναι το θέμα μου»,[3] συνήθιζε να λέει ο Bernhard, μοιάζοντας να παραφράζει τον Χάιντεγκερ, σύμφωνα με τον οποίο ο θάνατος μπορεί να εννοηθεί μόνο ως υπαρκτικό φαινόμενο. Είναι μια συνθήκη συμπλοκής του υπερβατικού με το εμπειρικό και η μόνη δυνατότητα δια την οποίας ο άνθρωπος βρίσκεται σε αυθεντική σχέση με τον εαυτό του.
Οι ήρωες του Bernhard δεν παύουν να διακηρύσσουν διαρκώς την απελπισία που τους γεννά η επιθυμία αλλά και η αδυναμία τους να αυτό-αναλωθούν, να απαλλαγούν από τον εαυτό τους, να εκμηδενιστούν. Στο διήγημα «Η τραγιάσκα», που θα μπορούσε να ιδωθεί ως μια αλληγορία για την ανθρώπινη συνθήκη, ο χαρακτήρας-αφηγητής εξιστορεί: «Σήμερα, πηγαίνοντας προς το Παρσάλεν, βρήκα μια τραγιάσκα, και τώρα, την ώρα που γράφω αυτές τις λέξεις, φοράω αυτήν την τραγιάσκα, τη φοράω, ναι, για διάφορους λόγους φοράω την τραγιάσκα που βρήκα… αυτήν την γκρίζα, τραχιά, άξεστη, βρόμικη τραγιάσκα, που τη φοράω εδώ και τόσην ώρα, που έχει πάρει πια τη μυρωδιά του κεφαλιού μου… τη φόρεσα επειδή δεν ήθελα πια να τη βλέπω. Θέλησα, αμέσως μόλις γύρισα στο σπίτι, να την κρύψω στο δωμάτιό μου, θέλησα να την κρύψω στο χολ, για λόγους που πιθανόν, ακόμα και στο μέλλον, θα παραμείνουν εντελώς ανεξήγητοι. Ήθελα να την κρύψω κάπου στο σπίτι, όμως δεν μπόρεσα να βρω κάποιο μέρος κατάλληλο για την τραγιάσκα κι έτσι τη φόρεσα. Δεν άντεχα πια να τη βλέπω, όμως ούτε να την πετάξω, ούτε να την καταστρέψω μπορούσα. Και σουλατσάρω ώρες ολόκληρες τώρα στο σπίτι με την τραγιάσκα στο κεφάλι, χωρίς να είμαι υποχρεωμένος να τη βλέπω».
Αυτό φέρνει στον νου τον κιρκεγκωριανό ορισμό για την απελπισία όπου αυτή περιγράφεται ως το βάσανο του να μην μπορείς να πεθάνεις αλλά και ως η έσχατη ανθρώπινη δυνατότητα μετοχής στο απόλυτο: «Όταν ο θάνατος είναι ο μέγιστος κίνδυνος, ελπίζουμε να ζήσουμε. Αλλά όταν ο κίνδυνος χειροτερεύει, ελπίζουμε να πεθάνουμε. Και όταν ο κίνδυνος φτάνει σε σημείο που να καθιστά το θάνατο ελπιδοφόρα προοπτική, η απελπισία είναι η άπελπις σκέψη της αδυναμίας του θανάτου […] Υπ’ αυτή την έννοια λοιπόν, η απελπισία είναι ασθένεια προς θάνατον, είναι η βασανιστική αντίφαση, η ασθένεια του Εγώ που πεθαίνει διαρκώς, που πεθαίνει δίχως να πεθαίνει, που πεθαίνει το θάνατο. Γιατί πεθαίνω σημαίνει ότι όλα τελείωσαν, αλλά πεθαίνω το θάνατο σημαίνει ζω το θνήσκειν,»[4] ή, κατά τον Bataille, ότι ο θάνατος «γίνεται οικόσιτος»[5]. «Κάθε στιγμή της απελπισίας πρέπει να ανάγεται στη δυνατότητα. Κάθε στιγμή που απελπιζόμαστε προσβαλλόμαστε από αυτή την κατάσταση. Μιλάμε πάντα για ένα παρόν. Όχι για ένα παρελθόν παρωχημένο σε σχέση με την πραγματικότητα. Σε κάθε στιγμή της απελπισίας, ο απελπισμένος φέρει μέσα στη δυνατότητα όλο το παρελθόν ως παρόν. Κι αυτό γιατί η απελπισία προκύπτει από το πνεύμα, αναφέρεται στην αιωνιότητα μέσα στον άνθρωπο.»[6]
Από αυτή την «ασθένεια προς θάνατο» πάσχει και ο αφηγητής του παραπάνω διηγήματος, αφού σε κάποιο σημείο ο ίδιος εξομολογείται: «Η αλήθεια είναι ότι σχεδιάζω εδώ και βδομάδες την αυτοκτονία μου. Μου λείπει όμως η αποφασιστικότητα. Ωστόσο, ακόμη κι αν αποφάσιζα τελικά να κρεμαστώ, ή να πνιγώ, θα απείχα πολύ από το να κρεμαστώ, θα απείχα πολύ από το να πνιγώ. Μ’ έχει κυριεύσει μια αδυναμία, που συνοδεύεται από ένα αίσθημα πνευματικής στειρότητας […] Η αλήθεια είναι ότι θέλω να τρελαθώ, θέλω να τρελαθώ, τίποτα περισσότερο απ’ το να τρελαθώ στ’ αλήθεια, όμως φοβάμαι ότι απέχω πολύ απ’ το να καταφέρω να τρελαθώ. Θέλω να τρελαθώ επιτέλους! Δεν θέλω απλώς να φοβάμαι ότι θα τρελαθώ, θέλω επιτέλους να τρελαθώ».
Ή στο διήγημα Γιάουρεκ: «Έτσι, κάθε απόγευμα, μετά το ωράριο εργασίας, συμβαίνει κάτι που δεν με αφήνει να απελπίζομαι, αν και θα έπρεπε να απελπίζομαι, αν και είμαι πράγματι απελπισμένος […] Όμως γνωρίζω επίσης πως είναι γελοίο να είσαι μια απελπισμένη ύπαρξη. Η διαπίστωση και μόνο ότι κάποιος είναι μια απελπισμένη ύπαρξη είναι γελοία, όπως καθαυτή η χρήση της λέξης “απελπισία” είναι γελοία».
Συνδέοντας την απελπισία με το «θάνατο» του Θεού, ο μεγάλος Δανός στοχαστής την ανάγει κατά έναν τρόπο σε εγγενές και αναπόφευκτο «σύνδρομο» του νεωτερικού ανθρώπου, υποστηρίζοντας πως «το κέρδος τού απείρου [δηλ. του απόλυτου], δεν αποκτάται παρά μόνο δια της απελπισίας»,[7] δεδομένου πως, υπό αυτή την έννοια, εάν δεν σε προσβάλλει η απελπισία σημαίνει πως ο Θεός σε αγνοεί.[8]
Έτσι, η απελπισία που προέρχεται από την αδυναμία απαλλαγής από το Εγώ ανάγεται στο τίμημα που πρέπει να πληρώσει το νεωτερικό υποκείμενο ως υπαρξιστικό βάρος της υπόσχεσης μετοχής του στο άπειρο: « Γιατί η κατοχή ενός Εγώ, να είσαι ένα Εγώ, είναι ό,τι υπέρτερο, είναι η ύψιστη παραχώρηση που έγινε στον άνθρωπο, και συνάμα είναι η απαίτηση, η πίστωση, της αιωνιότητας απέναντί του.»[9] Υπό αυτή την έννοια, εγκαταλειμμένοι στην παθογένειά τους, άλλα και στη υπαρξιστικά φορτική ελευθερία τους, οι ήρωες του Bernhard βιώνουν το Εγώ ως αδυνατότητα αυτοδικαίωσης.
Κλείνω με λίγες φράσεις από το διήγημα «Είναι τραγωδία; Είναι κωμωδία;» που θα μπορούσαν να αποτελούν μια εύγλωττη αλληγορία για την κατά Bernhard σχέση του υποκειμένου με το εγκόσμιο πεπρωμένο του: «Δεν έχω πάει στο θέατρο τις τελευταίες οχτώ ή δέκα βδομάδες, αναλογίστηκα, και ξέρω γιατί δεν έχω πάει στο θέατρο, περιφρονώ το θέατρο, μισώ τους ηθοποιούς, το θέατρο είναι μια δολερή κακοήθεια, μια κακοήθης δολιότητα, και αίφνης πρέπει εγώ να πάω στο θέατρο; Σ’ ένα θεατρικό έργο; Τι σημαίνει αυτό; Γνωρίζεις ότι το θέατρο είναι ελεεινό, σκέφτηκα, και θα γράψεις τη μελέτη για το θέατρο, αυτήν που έχεις στο μυαλό σου, αυτήν την θεατρική μελέτη, που θα είναι κόλαφος στο πρόσωπο του θεάτρου![…] Όλο και περισσότερο κυριευμένος από το θέατρο, όλο και λιγότερο από την παθολογία, αποτυγχάνοντας στην προσπάθεια να αγνοήσω το θέατρο και να εμβαθύνω στην παθολογία. Αποτυχία! Αποτυχία! […] Κάθομαι σ’ ένα παγκάκι δίπλα στο καφέ […] και παρατηρώ εντατικά, με ευχαρίστηση, άκρως συγκεντρωμένος, ποιος και πώς μπαίνει στο θέατρο. Απολαμβάνω την αίσθηση να παραμένω εκτός».
INFO: «Πρόζα» του Thomas Bernhard, μτφρ. Βασίλης Τσαλής, εκδ. Κριτική
[1] Emil Cioran, Στοχασμοί, μτφρ. Κωστής Παπαγιώργης, Αθήνα: Εξάντας, σελ.32.
[2] Ρολάν Μπαρτ, Ο βαθμός μηδέν της γραφής, μτφρ. Κατερίνα Παπαϊακώβου, Αθήνα: εκδ. Ράππα, 1983, σελ. 70.
[3] Παρατίθεται στο επίμετρο (Βασίλης Τσαλής), Πρόζα, εκδ. Κριτική, 2015.
[4] Σ. Κίρκεγκωρ, Ασθένεια προς θάνατον: Η έννοια της απελπισίας, μτφρ. Κωστής Παπαγιώργης, Αθήνα: Καστανιώτης, 1999, σελ. 29.
[5] Georges Bataille, Για τον Νίτσε: Θέληση για τύχη, μτφρ. Χάρης Ράπτης, Νίκος Ηλιάδης, Αθήνα: Ψυχογιός, 2002, σελ. 185.
[6] Σ. Κίρκεγκωρ, Ασθένεια προς θάνατον, σελ. 27
[7] Ό.π., σελ. 47.
[8] Ό. π., σελ. 45.
[9] Ό. π., σελ. 36.