Δήμητρα Ρουμπούλα.
Δύο μέρες μετά τη λήξη των Ολυμπιακών Αγώνων του 1936 στο Βερολίνο, ο Γερμανός αξιωματούχος που είχε εποπτεύσει την κατασκευή του Ολυμπιακού Χωριού, Βόλφγκανγκ Φίρστνερ, αυτοκτόνησε καθώς αποκαλύφθηκε η εβραϊκή καταγωγή του. Ο ΄Αλφρεντ Ρόζενμπεργκ, ο αρχιτέκτονας της ναζιστικής ιδεολογίας, έγραψε κυνικά στο ημερολόγιό του: «Τα σέβη μου για τον θάνατό του», εγκωμιάζοντάς τον που αντιμετώπισε με τον πλέον δέοντα τρόπο το τραγικά ανάμικτο αίμα του.
Ο Ρόζενμπεργκ δεν ήταν άλλος ένας που είχε γράψει ημερολόγιο, καθώς αυτό είναι ένα ημερολόγιο πολέμου, γενοκτονίας και θηριωδιών. Στις σχεδόν πεντακόσιες σελίδες του καταγράφονται οι δηλητηριώδεις ιδέες του για τα μεγαλύτερα εγκλήματα της ναζιστικής Γερμανίας. Εκεί ο «ιδεολόγος» του Γ΄ Ράιχ κατέγραφε ανατριχιαστικά γεγονότα και περιστατικά, σχέδια, συζητήσεις και κόντρες στα ανώτατα κλιμάκια που άλλαξαν το ρου της Ιστορίας. Με την αποκάλυψη του «ημερολογίου του διαβόλου» φωτίστηκαν πολλές πτυχές της γένεσης και δράσης του εθνικοσιαλιστικού κόμματος, των κτηνωδιών των ναζί και του Β΄Παγκοσμίου Πολέμου.
Το ημερολόγιο του Ρόζενμπεργκ ήταν χαμένο επί τρία τέταρτα του αιώνα. Η αναζήτηση και η ανεύρεση του μοιάζει με σενάριο του Χόλυγουντ. Το βιβλίο «Ημερολόγιο του διαβόλου. ΄Αλφρεντ Ρόζενμπεργκ και τα κλεμμένα μυστικά του Γ΄Ράιχ» των Robert K. Wittman και David Kinney (εκδόσεις Πεδίο, μετ. Γιάννα Σκαρβέλη) είναι πολυεπίπεδο, αφού σ΄ αυτό διασταυρώνονται η διαδρομή του ημερολογίου, ο βίος του ανθρώπου που ευθύνεται για την απώλειά του, η ιστορία του συγγραφέα του και βέβαια το περιεχόμενό του σε συνδυασμό με την εξέλιξη της μεγάλης Ιστορίας, από το «πραξικόπημα της μπυραρίας» του Μονάχου μέχρι το τέλος του Πολέμου και την καταδίκη των ηγετών των ναζί στις διεθνείς Δίκες της Νυρεμβέργης. Ακριβώς λόγω αυτής της πολυδιάστατης αφήγησης διαβάζεται σαν ένα συναρπαστικό μυθιστόρημα.
Οι πρώτες 83 από τις 772 σελίδες (μαζί με τις σημειώσεις και τα παραρτήματα) εισάγουν τον αναγνώστη σε ένα από τα μεγαλύτερα μυστήρια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου: τί απέγινε το ημερολόγιο του Ρόζενμπεργκ, το οποίο βρέθηκε από τις συμμαχικές δυνάμεις την άνοιξη του 1945 σε κρύπτη ενός βαυαρικού κάστρου. Τέτοια ημερολόγια άφησαν επίσης ο υπουργός Προπαγάνδας των ναζί Γιόζεφ Γκέμπελς και ο ανελέητος γενικός κυβερνήτης της κατεχόμενης Πολωνίας Χανς Φρανκ. Το ημερολόγιο όμως του «πνευματικού αρχιερέα της καθαρής φυλής» υποσχόταν να ρίξει φως στους μηχανισμούς του Γ΄ Ράιχ και στον γρίφο που ήταν για τους ερευνητές η γενοκτονία των Εβραίων. Γι΄ αυτό και αποτέλεσε ένα από τα βασικά τεκμήρια στη Δίκη της Νυρεμβέργης, όπου ο εξαφανίστηκε μυστηριωδώς και παρέμεινε χαμένο μέχρι το 2013, οπότε ανακοινώθηκε η ανακάλυψή του μετά από ένα «κινηματογραφικό» κυνήγι, διάρκειας δεκατεσσάρων ετών, και παραδόθηκε στο Μουσείο Ολοκαυτώματος στην Ουάσινγκτον, το οποίο συνέβαλε καθοριστικά στην ανεύρεσή του.
Μια συγκλονιστική, πλην αλλόκοτη, ιστορία τυλίγει την εξαφάνιση του ημερολογίου, με χαρακτηριστικά αστυνομικής υπόθεσης, η οποία περιλαμβάνει έρωτες, γάμους, κληρονόμους, δικαστικές διενέξεις, πράκτορες του FBI, ομοσπονδιακές έρευνες, έναν απρόβλεπτο πρώην καθηγητή θεολογίας και ιδιοκτήτη πανεπιστημιακού οίκου κι ένα ίδρυμα κοντά στους Καταρράχτες του Νιαγάρα. Κεντρικός πρωταγωνιστής είναι ο διακεκριμένος κατήγορος των ναζί στη Δίκη της Νυρεμβέργης Ρόμπερτ Κέμπνερ, ορκισμένος εχθρός του εθνικοσιαλισμού, ο οποίος, ως Εβραίος δικηγόρος στη Γερμανία, μετά την άνοδο του Χίτλερ στην εξουσία έχασε τη δουλειά του στο Δημόσιο, κυνηγήθηκε, φυλακίσθηκε και τελικά διέφυγε στην Ιταλία και από εκεί στις ΗΠΑ. Σε όλη του ζωή έδωσε έναν επίμονο αγώνα κατά των ναζί. Σε αντίθεση όμως με το πνεύμα τού «όλα στο φως», ο Κέμπνερ με τη λήξη της Δίκης πήρε μαζί του στην Αμερική σημαντικά πρωτότυπα γερμανικά έγγραφα, ανάμεσά τους και το διασημότερο διασωθέν τεκμήριο, το ημερολόγιο του Ρόζενμπεργκ, το οποίο αρνιόταν ότι κατείχε. Είκοσι ένα κιβώτια, βάρους τεσσάρων τόνων, έφτασαν στο Λάνσνταουν της Πεσνυλβάνια, όπου ήταν το σπίτι του. Ο ίδιος συνέχισε τον αγώνα εναντίον των ναζί και από γραφείο που άνοιξε στη Φραγκφούρτη. Εκπροσώπησε, μεταξύ άλλων, και τον πατέρα της Άννας Φρανκ. Ανάμεσα στις ΗΠΑ και την Ευρώπη, κατάφερνε να διαχειριστεί και μια περίπλοκη οικογενειακή ζωή με τρεις γυναίκες και δύο γιούς, που δυσκόλεψε σοβαρά την ανεύρεση του επίμαχου ημερολογίου.
Το μπερδεμένο κουβάρι άρχισε να ξετυλίγεται το 2001, με την εμφάνιση του FBI και του ειδικού μυστικού πράκτορά του Robert Wittman, ιδρυτή της Ομάδας Προστασίας Έργων Τέχνης.
Ακολουθώντας ένα είδος σπονδυλωτικής αφήγησης, το βιβλίο που γράφουν ο ίδιος ο Wittman, μαζί με τον δημοσιογράφο, βραβευμένο με Πούλιτζερ, David Kinney, εξελίσσεται σαν μια συνοπτική ιστορία του εθνικοσοσιαλιστικού κόμματος και του Β΄Παγκοσμίου Πολέμου, με άξονα ό,σα καταγράφει στο δερματόδετο ημερολόγιο ο Ρόζενμπεργκ από το 1934 έως το 1944. Εκτός Γερμανίας, ο Ρόζενμπεργκ δεν έγινε ποτέ τόσο γνωστός όσο ο Γκέμπελ, ο Χέμλερ ή ο Γκέρινγκ. Μάλιστα έδινε συνεχώς μάχες με τους γίγαντες της ναζιστικής ιεραρχίας, οι οποίοι δεν τον είχαν σε ιδιαίτερη υπόληψη. Είχε όμως σταθερά από την αρχή έως το τέλος την υποστήριξη του Φύρερ, ο οποίος τον έχρισε ιδεολογικό ιθύνοντα και τον διόρισε σε μια σειρά από ηγετικές θέσεις, με σημαντικότερη εκείνη του υπουργού των κατεχόμενων ανατολικά εδαφών, παρέχοντάς του μεγάλης εμβέλειας επιρροή. Τα αποτυπώματά του βρίσκονται στα περισσότερα από τα διαβόητα εγκλήματα.
Από το 1920 ο Ρόζενμπεργκ έσπειρε στο μυαλό του Χίτλερ την τοξική ιδέα ότι πίσω από την κομμουνιστική επανάσταση στη Σοβιετική Ένωση βρισκόταν μια παγκόσμια συνωμοσία Εβραίων. Κι όταν οι ναζί εισέβαλαν στην ΕΣΣΔ εκείνος υποσχέθηκε ότι ο πόλεμος θα «εξόντωνε όλα τα φυλετικά μολυσματικά παράσιτα του εβραϊσμού και τις επιμιξίες του». Με εξουσία κατακτητή στο Ανατολικό Μέτωπο συνεργάστηκε για τον σφαγιασμό εκατοντάδων χιλιάδων εβραίων σε όλη την Ανατολική Ευρώπη.
Τα θεμέλια της γενοκτονίας έθεσε ο Ρόζενμπεργκ από το 1919 ως εκδότης της εφημερίδας του κόμματος και λίγο αργότερα με την πολιτική κοσμοθεωρία του «Ο μύθος του 20ού αιώνα», βιβλίο «ευαγγέλιο» για τα μέλη του κόμματος. Ο ίδιος τιμήθηκε με το πρώτο χιτλερικό Νόμπελ, το Γερμανικό Εθνικό Βραβείο, το οποίο θέσπισε ο Χίτλερ, απαγορεύοντας ταυτόχρονα στους Γερμανούς να δέχονται τα βραβεία της Σουηδικής Ακαδημίας. Οι σημειώσεις του αποκαλύπτουν «έναν άνθρωπο με τάση για αναλγησία, αυτολύπηση και το είδος του ναρκισσισμού για το οποίο χαιρόταν να μέμφεται τους αντιπάλους του».
Το Μάρτιο του 1941 σε μια ραδιοφωνική ομιλία του ο ιδεολογικός τσάρος του Χίτλερ καλούσε σε μια «παγκόσμια επανάσταση βιολογικής κάθαρσης» και έλεγε ότι «για την Ευρώπη, το εβραϊκό ζήτημα θα επιλυθεί μόνο όταν ο τελευταίος Εβραίος εγκαταλείψει την ευρωπαϊκή ήπειρο», ιδέες που επαναλάμβανε στο ημερολόγιό του και φρόντισε να γίνουν πράξη με τον πλέον αχρείο τρόπο κατά τη διάρκεια της Επιχείρησης Μπαρμπαρόσα και σε όλα τα στρατόπεδα θανάτου. Η ωμότητά του δεν είχε όρια. Στις διαμαρτυρίες ιερέων για το μυστικό πρόγραμμα των ναζί σχετικά με την ευθανασία των ανάπηρων παιδιών και ενηλίκων είχε γράψει: «Κάποιοι παπάδες έχουν πονοκέφαλο. Ο μόνος τρόπος για να ανακουφιστούν είναι να τους πάρουμε τα κεφάλια».
Ένα από τα κεφάλαια του βιβλίου αφορά στις λεηλασίες βιβλίων και έργων τέχνης από μουσεία, σπίτια Εβραίων και ιδιωτικές συλλογές της Ευρώπης. Τον Αύγουστο του 1940 η Ομάδα του Ρόζενμπεργκ είχε συγκεντρώσει μόνο στην κατεχόμενη Γαλλία βιβλία από 1.224 βιβλιοθήκες, γεμίζοντας έντεκα βαγόνια. Η ίδια Ομάδα, που δρούσε κατ΄ εντολήν του Χίτλερ, είχε σκληρό ανταγωνισμό, ιδίως από τον Χίμλερ, ο οποίος επιχειρούσε μια δική του μεγάλη μυστική βιβλιοθήκη. Παρόμοιους ανταγωνισμούς είχε και με τον Γκέρινγκ, του οποίου οι λεηλασίες ήταν άνευ προηγουμένου. Τα λάφυρά του στόλιζαν το υπερπολυτελές αρχοντικό του, το Κάρινχαλ, βόρεια του Βερολίνου.
Από την επιχείρηση στη Γαλλία υπολογίζεται ότι οι ναζί είχαν κλέψει το ένα τρίτο του συνόλου των έργων τέχνης που ανήκαν σε ιδιώτες. Με την ολοκλήρωσή της ο Χίτλερ αποφάσισε ποια κομμάτια από τους γαλλικούς θησαυρούς ήθελε για το μουσείο που οραματιζόταν στο Λιντς της Αυστρίας, την πόλη όπου είχε μεγαλώσει, τα περισσότερα από τις συλλογές των Ρότσιλντ: Σαράντα πέντε πίνακες, ανάμεσά τους το αριστούργημα του Βερμέερ «Αστρονόμος», ένας Ρέμπραντ, δύο Γκόγια, ένα τρίπτυχο του Ρούμπενς κ.ά., ταπισερί και γαλλικά έπιπλα του 18ου. Ο Γκέρινγκ κράτησε για τον εαυτό του πενήντα εννέα έργα. Η Ομάδα Ρόζενμπεργκ πήρε 22.000 κομμάτια τα οποία προέρχονταν από 200 και πλέον εβραϊκές ιδιωτικές συλλογές. Η συγκεκριμένη αναγνωρίστηκε «ως η πιο σαρωτική αρπαγή έργων τέχνης στην ιστορία».
Συνολικά απ΄ όλη την Ευρώπη οι ναζί έκλεψαν 650.000 έργα τέχνης. Η λεγόμενη «Ομάδα των Μνημείων», που καταρτίστηκε από τους Συμμάχους, πέρασε έξι χρόνια καταλογογραφώντας και επαναπατρίζοντας έργα, ξεκινώντας από την Αγία Τράπεζα της Γάνδης του 1432 που εστάλη στους Βέλγους. Πολλά βρέθηκαν μετά από δεκαετίες και πολλά εξακολουθούν να λείπουν, όπως οι κεχριμπαρένιες και χρυσές ψηφίδες από την θρυλική Κεχριμπαρένια Αίθουσα στα ανάκτορα της Μεγάλης Αικατερίνης νότια του Λένινγκραντ. Τα απόνερα του πλιάτσικου του Ρόζενμπεργκ θα απασχολήσουν πολλές γενιές ακόμη.
INFO: Robert K. Wittman και David Kinney, «Ημερολόγιο του διαβόλου. ΄Αλφρεντ Ρόζενμπεργκ και τα κλεμμένα μυστικά του Γ΄Ράιχ» των (εκδόσεις Πεδίο, μετ. Γιάννα Σκαρβέλη)