Της Νίκης Κώτσιου.
Μία ακόμη ψηφίδα στη λεγόμενη «λογοτεχνία της κρίσης» έρχεται να αποτελέσει το Ενυδρείο του Γιώργου Κουτσούκου (εκδ. Κίχλη), μία νουβέλα που απαρτίζεται από αυτοτελή επεισόδια σε πολυσύχναστους δρόμους της Αθήνας και όχι μόνο, με φόντο τα παρακμιακά τοπία της σοβούσας κρίσης εντός και εκτός. Μέσα σε μια πόλη που καταρρέει αργά αλλά σταθερά, ο πρωταγωνιστής αναζητεί ματαίως τον έρωτα και σκαρφίζεται διάφορες στρατηγικές, που ελπίζει πως θα τον φέρουν κοντά στο ποθούμενο. Όμως τα κόλπα του είναι φτηνά κι εξαντλημένα προ πολλού ενώ η περιρρέουσα ατμόσφαιρα, τοξική κι επιβαρυμένη από τη γενικότερη δυσπραγία, δεν ευνοεί τις διεκδικήσεις του, που σχεδόν ποτέ δεν ευοδώνονται. Ανάξιος θηρευτής σε πόλη που αργοσβήνει, ο πρωταγωνιστής μας ακολουθεί κάθε φορά κι ένα διαφορετικό δρομολόγιο, που συνήθως εκβάλλει πάντα στο ίδιο πουθενά. Μέσα στο λαβύρινθο της εφιαλτικής πρωτεύουσας, εναγωνίως ψάχνει για μιαν Αριάδνη που θα τον εφοδιάσει με τον μίτο για την έξοδο. Αυτή η Αριάδνη δεν έρχεται ποτέ και ο λαβύρινθος της αδηφάγας πόλης απορροφά στα έγκατά του τον «θηρευτή» του ανεκπλήρωτου έρωτα.
Ο αφηγητής-πρωταγωνιστής περιγράφει σε πρώτο πρόσωπο τις διαδρομές του στην Αθήνα (στο κέντρο αλλά και σε Κολωνάκι, Εξάρχεια, Παγκράτι, Πατήσια…) και εξηγεί το τέχνασμα που έχει βαλθεί να χρησιμοποιεί κατ’ εξακολούθηση εις άγραν ερωτικής συντρόφου. Πρόκειται για έναν τριανταπεντάρη βοηθό λογιστή σε μία υπό διάλυση εταιρία, που επινοεί έναν κάπως εύσχημο τρόπο προκειμένου να έρθει σ’ επαφή με τις γυναίκες της αρεσκείας του. Το σενάριο είναι απλό και εφαρμόζεται κάθε φορά απαρέγκλιτα, αν και σπανίως φέρνει το αναμενόμενο αποτέλεσμα. Ο λογιστής εντοπίζει το θήραμά του ανάμεσα στις διερχόμενες και σκηνοθετεί μια μικρή πλοκή, για να πιάσει κουβέντα μαζί τους. Τις προσεγγίζει, τις προσπερνά και ρίχνει επίτηδες το πορτοφόλι του στα πόδια τους ώστε να σπεύσουν να το μαζέψουν και να του το παραδώσουν. Και μετά, ό,τι ήθελε προκύψει…
Σε άλλες εποχές, θα μιλούσαμε ίσως για «καμάκι». Ωστόσο, τούτος εδώ διαθέτει μια εκλέπτυνση και μια, ας το πούμε, ευαισθησία που τον τοποθετεί σε άλλου είδους κατηγορία. Ωστόσο, το εγχείρημά του σπανίως τον αποζημιώνει. Οι γυναίκες που πλευρίζει στη συντριπτική πλειοψηφία τους τον απορρίπτουν λιγότερο ή περισσότερο ευγενικά, χαμογελώντας βεβιασμένα και συγκαταβατικά ή σαρκάζοντάς τον στη χειρότερη περίπτωση. Είναι και κάποιες, λιγοστές πάντως, που ενδίδουν αλλά η περιστασιακή σχέση που συνάπτεται εκ των ενόντων επί του πεζοδρομίου, σύντομα φυλλορροεί και διαλύεται οπότε το «καμάκι» πρέπει εκ νέου να ασκήσει το ταλέντο του αναζητώντας καινούριο θήραμα.
Κάθε κεφάλαιο του βιβλίου περιγράφει και μια ξεχωριστή συνάντηση με το άλλο φύλο, που λαμβάνει χώρα σε διαφορετική περιοχή και μπορεί να είναι γκροτέσκα, κωμική, δραματική, ευτράπελη. Το χαρμάνι διαφέρει κάθε φορά και, ανάλογα με τη δοσολογία των συστατικών, ο τόνος παραλλάσσει άλλοτε πιο βαρύς κι άλλοτε ελαφρύτερος. Το τέχνασμα της σκηνοθετημένης ρίψης του πορτοφολιού μένει πάντα το ίδιο, όμως αλλάζουν οι αντιδράσεις του θηράματος και η στιχομυθία που ακολουθεί. Παρά τις ήττες που δεν παύει να αθροίζει στο παθητικό του, ο (αντι)ήρωας συνεχίζει την απέλπιδα προσπάθειά του συλλέγοντας απανωτές απορρίψεις που όμως δε φαίνεται να τον πτοούν. Και έτσι, αυτό που άρχισε ως συμπαθητικό κόλπο προσέγγισης και σαν παιχνίδι εξελίσσεται σιγά- σιγά σε ένα είδος ψυχαναγκασμού και σε σισύφειο εγχείρημα απελπισίας και μάταιης προσμονής. Η ερωτική ανυδρία δεν καταλύεται ποτέ παρά τις αλλεπάλληλες απόπειρες, η μοναξιά και η απελπισία παραμένουν.
Ο «ήρωάς» μας έχει να αντιμετωπίσει μία γενικευμένη ματαίωση, στη δουλειά, τον έρωτα, σε όλο το φάσμα της μάλλον κακομοίρικης ζωής του. Η πραγματικότητα αρνείται πεισματικά να ευθυγραμμισθεί με τις επιθυμίες του κι αυτός κάνει ό,τι περνά από το χέρι του για να το επιβεβαιώσει. Από ένα σημείο και μετά, μοιάζει να οδηγεί ο ίδιος τον εαυτό του από τη μία διάψευση στην επόμενη διαιωνίζοντας επ’ άπειρον την τελματώδη του κατάσταση. Αν και ματαιοπονεί, επιμένει να συνεχίζει όχι από ελπίδα αλλά από απελπισία. Τροφοδοτεί εξακολουθητικά το μηχανισμό της αποτυχίας μάλλον για να κραταιώνει όλο και περισσότερο τη δεινή του θέση παρά για να ξεφύγει απ’ αυτήν.
Απ’ αυτή την άποψη, ο Παύλος του Ενυδρείου είναι ένας τυπικός «λούζερ». Πληροί όλες τις σχετικές προδιαγραφές, αποτυγχάνει θεαματικά σε κάθε κρίσιμο πεδίο και κατατροπώνεται με τρόπο αμετάκλητο από μια πραγματικότητα που τον αγνοεί και τον προσπερνά επιδεικτικά. Aσθμαίνοντας πίσω από ολοένα και πιο δυσεπίτευκτους στόχους στον τομέα της εργασίας και των σχέσεων όπου δοκιμάζονται σκληρά οι ικανότητες και οι αντοχές του, καταλήγει οριστικά χαμένος και τελεσίδικα ηττημένος. Οι γυναίκες, πλην ελαχίστων εξαιρέσεων, τον κοροϊδεύουν, το αφεντικό του τον απολύει και αυτή η συντριπτική ήττα στις δύο περιοχές που κατεξοχήν περιφρουρούν την αυτοεκτίμηση, τον καταβυθίζει στην άβυσσο μιας δύσκολα διαχειρίσιμης απόγνωσης.
Απαξιωμένος και παροπλισμένος, έχοντας υποστεί πολλαπλά πλήγματα πάνω στο ευάλωτο «εγώ» του, ο αφηγητής περιηγείται την πάσχουσα πόλη και, μέσα από τις ατελέσφορες διαδρομές του, «γράφει» με τα βήματά του το χρονικό και το ημερολόγιο της κακοδαιμονίας του. Παγιδευμένος στον ιστό μιας ζοφερής πραγματικότητας που τον κυκλώνει απ’ όλες τις μεριές και τον ποδοπατά, στερημένος από έρωτα αλλά κι από κάθε δυνατότητα παρέμβασης πάνω σε πράγματα που αφορούν τη ζωή του, παρακολουθεί παραιτημένα τον εαυτό του να ξεβράζεται στις πιο αφιλόξενες κόγχες μιας πόλης που αποσυντίθεται παρασύροντάς τον κι αυτόν μαζί στο βυθό μιας ολοένα διογκούμενης ανθρώπινης χωματερής, κομμάτι της οποίας γίνεται σιγά-σιγά κι ο ίδιος.
Η αφήγηση, χαμηλόφωνη και συνεσταλμένη, διακρίνεται για το λιτό και κοφτερό της λόγο. Το χιούμορ, πάντα πικρό κι ενίοτε σπαρακτικό μες στην ωμότητά του, μοιάζει να είναι το μόνο μέσο, προκειμένου να αντιπαρέλθει ο πρωταγωνιστής το δυσβάσταχτο βάρος των επαναλαμβανόμενων διαψεύσεων. Στιλπνές οι στιχομυθίες και σπινθηροβόλοι οι διάλογοι κάνουν το κείμενο να πάλλεται από ένταση και ρυθμό μετατρέποντας τους χάρτινους ήρωες σε ζωντανά πρόσωπα που μιλούν, φλερτάρουν, αστειεύονται αλλά και πονούν μπροστά στα μάτια μας προσπαθώντας να διαχειριστούν απώλειες και ελλείμματα, που παραμένουν τελικά ανυπέρβλητα. Οι ερωταποκρίσεις και τα όσα χαριτωμένα διαμείβονται καθώς εξελίσσεται το φλερτ , δημιουργούν μία εφήμερη ευφροσύνη που όμως διαλύεται πολύ γρήγορα καθώς οι εμπλεκόμενοι, μετά από ένα σύντομο διάλειμμα, επιλέγουν να επιστρέψουν στη μοναξιά τους.
INFO: Γιώργος Κουτσούκος: Ενυδρείο(νουβέλα), σελ. 160, εκδ. Κίχλη, 2014