Του Νίκου Κυριαζή.
Το « Σαν τα κυνηγημένα αγρίμια» είναι το πρώτο μυθιστόρημα της κυρίας Κεκροπούλου. Έχει ως ιστορικό υπόβαθρο την περίοδο μετά την Άλωση της Κωνσταντινούπολης, μέχρι τον θάνατο του Μωάμεθ το 1481 και κεντρικό θέμα την διαμάχη Οθωμανών και Βενετίας και την πολιορκία του Νεγραπόντε (Χαλκίδας) το 1470 αλλά και την μοίρα των υπόδουλων Ελλήνων μέσω της πορείας μιας οικογένειας από την Θεσσαλία που για να αποφύγει το παιδομάζωμα (ντερβισμέ) καταφεύγει στην τότε βενετική Εύβοια και μέσω ενός άντρα της ανώτατης βυζαντινής τάξης του μορφωμένου άρχοντα Λάμπρου Χαλκοκονδύλη, αδελφού του γνωστού ιστορικού Λαόνικου και εξάδελφου του λόγιου Δημητρίου που καταφεύγει στην Δύση. Ανάμεσα στον Λάμπρο και την Αρετή θα πλεχθεί μια τρυφερή και φωτεινή, μέσα στα τρομακτικά εκείνα χρόνια, ιστορία αγάπης.
Αυτό όμως που κάνει το μυθιστόρημα να ξεχωρίζει είναι πως φωτίζει μια άγνωστη και παραγνωρισμένη στο ευρύ ελληνικό κοινό περίοδο, θέτοντας και μερικά βασικά ερωτήματα μέσω των επιλογών που αναγκάζονται να κάνουν οι ήρωες. Το γένος βρίσκεται σε παρακμή, υποτέλεια και δουλεία. Είναι όμως καλύτερα να είναι δούλοι των Οθωμανών ή των δυτικών, κυρίως τότε των Βενετών; Για τους απλούς Έλληνες του λαού, η επιλογή είναι ιδιαίτερα δύσκολη. Αν μείνουν στην Οθωμανική επικράτεια αντιμετωπίζουν το παιδομάζωμα ( που η συγγραφέας παρουσιάζει συνταρακτικά) και κάθε λογής αυθαιρεσία α και σε κάποιες περιπτώσεις, για να προσελκύσει τους Έλληνες, τότε Γραικούς και Ρωμιούς (Ρουμ) αλλά ποτέ Έλληνες, γιατί για την τότε Ορθοδοξία η λέξη σήμαινε τον εθνικό, μη Χριστιανό, η Οθωμανική εξουσία πρόσφερε κάποια ανταλλάγματα όπως θρησκευτική ελευθερία. Για τους Έλληνες αριστοκράτες, η επιλογή ήταν μεγαλύτερη επειδή οι Οθωμανοί δεν γνώριζαν ακόμα την τέχνη της διακίνησης, ήταν πρόθυμοι να βασισθούν πάνω στις μεγάλες βυζαντινές οικογένειες, φτάνει να αλλαξοπιστούσαν ή σε κάποιες περιπτώσεις χωρίς καν αυτό. Η παράδοση άλλωστε άρχισε με τον Νοταρά και τον Γεώργιο Σχολάριο, που συστηματικά υπόσκαπταν τις προσπάθειες του Κωνσταντίνου Παλαιολόγου να δεχθεί βοήθεια από τη Δύση, έστω και με αντάλλαγμα την ένωση των εκκλησιών. Όπως μας θυμίζει η συγγραφέας, η παράδοση συνεχίστηκε με τον μεγάλο βεζίρη και ιθύνοντα νου στην πολιορκία του Νεγρεπόντε Μαχμούτ, της οικογένειας των Φιλανθρωπινών και του διαδόχου του, Μεζίχ Παλαιολόγου. Αλλά και ο κεντρικός ήρωας, Λάμπρος Χαλκοκονδύλης επιλέγει την Οθωμανική πλευρά, γίνεται κατάσκοπος τους εναντίον των Βενετών, χωρίς να αλλαξοπιστήσει.
Δευτερεύοντα πρόσωπα, με αρκετή όμως παρουσία, είναι ο πανούργος και θηριώδης σουλτάνος Μωάμεθ και ο Μαχμούτ που τον οδηγεί το μίσος για τους Βενετούς αλλά και η κρυφή του φιλοδοξία να ανέβει ο ίδιος στον θρόνο του Βυζαντίου, έστω ως Οθωμανός και μωαμεθανός. Καιροσκόπος και ικανότατος, μετά την πτώση του Νεγρεπόντε, δολοπλοκεί για να καταλάβει την αρχή, σε συνεννόηση με τους πρώην άσπονδους εχθρούς του, τους Βενετούς. Δέχεται κάθε ταπείνωση από τους Τούρκους όπως την αρπαγή της γυναίκας του (αλλά με τη θέλησή της!) από τον γιο του Μωάμεθ Μουσταφά που δολοφονείται, ίσως από ανθρώπους του Μαχμούτ. Το 1474, αμέσως μετά την δολοφονία, ο Μωάμεθ τον θεωρεί υπεύθυνο και διατάζει τον στραγγαλισμό του, αλλά δολοφονείται και ο ίδιος από δηλητήριο το 1481 από τον άλλο γιο του Βαγιαζίτ σε ηλικία 49 ετών.
Αλλά η συγγραφέας μας θυμίζει ακόμα πως στους οθωμανικοβενετικούς πολέμους, έτρεξε πολύ ελληνικό αίμα, τόσο των πολλών ελληνικής καταγωγής γενίτσαρων, όπως και των « στραντιότι» Ελλήνων μισθοφόρων στην υπηρεσία των Βενετών. Ανάγλυφα μας παρουσιάζει τους γενίτσαρους που έχουν υποστεί πλύση εγκεφάλου τόσο αποτελεσματική ώστε να έχουν ξεχάσει την ελληνική και χριστιανική καταγωγή τους. Οι Οθωμανοί εδώ τελειοποίησαν μια ισλαμική παράδοση αιώνων, της χρησιμοποίησης ξένων δούλων ως πολεμιστών, με γνωστότερο άλλο παράδειγμα τους Μαμελούκους της Αιγύπτου.
Κεντρικό σημείο του βιβλίου η πολιορκία του Νεγρεπόντε, πραγματικά ζωντανά γραμμένη, όπου η συγγραφέας καταγράφει τα γεγονότα και από τις δυο πλευρές, εκθειάζοντας ως ουδέτερος παρατηρητής την γενναιότητα του Βενετού υπερασπιστή Ερίτζιο, τον μαρτυρικό θάνατο του, την σφαγή της κόρης του Άννας, την δειλία του βενετού ναυάρχου ντα Κανάλ, την λιποταξία αρκετών στραντιοτι, την επιμονή και υπομονή του Μαχμούτ, τις μηχανορραφίες Ελλήνων στην υπηρεσία των Οθωμανών όπως του Σοφιανού και την φρίκη και τραγωδία του πολέμου για τους απλούς πολιορκημένους.
Η κυρία Κεκροπούλου έχει μελετήσει καλά την ιστορία, χρησιμοποιώντας και αρχειακές πηγές και προσφέρει πραγματική υπηρεσία με την ενασχόληση της με αυτή την περίοδο, που έχει σημαδέψει την ιστορία μας. Ας μην ξεχνάμε, πως η καχυποψία στις σχέσεις κράτους πολίτη ακόμα και σήμερα, η συχνά αυταρχική συμπεριφορά κυβερνήσεων (ας θυμηθούμε τις διάφορες αποφάσεις οικονομικής πολιτικής που ήδη αρκετές κρίνονται ως αντιδημοκρατικές και αντισυνταγματικές από το ΣτΕ) αλλά ακόμα και η ονομασία «χαράτσι» του τέλους επί της περιουσίας, πηγάζουν από τα χρόνια της Οθωμανικής κατοχής.
Προσωπικά, με την γνώση που έχουμε σήμερα, θεωρώ πως η σωστή επιλογή θα ήταν με την Δύση, έστω και με την Βενετία. Τουλάχιστον οι Βενετοί, αν και θεωρούσαν τους γραικούς ως ανθρώπους δεύτερης κατηγορίας, δεν εφάρμοζαν παιδομάζωμα και οι Γραικοί τύγχαναν κάποιας στοιχειώδους ατομικής προστασίας, σε αντίθεση με την πλήρη αυθαιρεσία που επικρατούσε στην Οθωμανική πλευρά. Και οι Βυζαντινοί λόγιοι που πήγαν στη Δύση βρήκαν μεγάλη ανταπόκριση στα τότε πανεπιστήμια, φτάνοντας σε ανώτατες θέσεις ακόμα και θρησκευτικές, όπως ο καρδινάλιος Βησσαρίων, που όπως μας θυμίζει η συγγραφέας, έκανε ακούραστες αν και άκαρπες προσπάθειες να πείσει τους Δυτικούς να απελευθερώσουν το Βυζάντιο από τους Οθωμανούς. Αν είχαν πετύχει, η Ελλάδα δεν θα είχε χάσει ούτε την Αναγέννηση, ούτε τον Διαφωτισμό, ούτε την πνευματική και υλική πρόοδο της Ευρώπης.
Το μυθιστόρημα παρά το μέγεθος του, κρατά τον αναγνώστη και διαβάζεται γρήγορα και ευχάριστα. Πολύ κατατοπιστικοί είναι οι χάρτες και η εικονογράφηση.
INFO: ΕΛΕΝΗ ΚΕΚΡΟΠΟΥΛΟΥ «Σαν τα κυνηγημένα αγρίμια» , Εκδόσεις Ωκεανός 2014
Τυγχάνει να είναι από τις αγαπημένες μου συγγραφείς, έχω διαβάσει το μυθιστόρημα της, “ΑΓΓΕΛΙΚΑ η ΜΑΝΤΕΝΟΥΤΑ”, 550 σελίδες περίπου, αν
δεν το τελειώσεις, δε το αφήνεις από τα χέρια σου!!!!
Που βρήκεις το βιβλίο;
στα κεντρικά βιβλιοπωλεία