της Βαρβάρας Ρούσσου (*)
Αν εξαιρέσουμε τη σχεδόν άγνωστη νεανική ποιητική συλλογή του Ευριπίδη Γαραντούδη το τέταρτο ποιητικό βιβλίο του είναι Το διπλό δίγαμμα.
Στην ποιητική πορεία του Γαραντούδη εντοπίζει κανείς από τις προηγούμενες συλλογές έναν ιδιαίτερο τρόπο με τον οποίο, σταδιακά, η αγωνία της επίδρασης (για να ανακαλέσουμε τον Bloom) μετατρέπεται σε κατάκτηση της ιδιοπροσωπίας: ο Γαραντούδης καθιστά συχνά εμπρόθετα οφθαλμοφανές το ελληνικό ποιητικό παρελθόν και εκεί χτίζει τον δικό του τρόπο. Αυτό βέβαια ισχύει και για πλείστους άλλους ποιητές αλλά διαφέρει ο τρόπος. Η ποίηση του Γαραντούδη βρίσκεται σε ευθύ διάλογο ιδίως με τον κανόνα (και για να διαφύγουμε από το πρόσωπο: ασχέτως με τη θέση του ποιητή απέναντι στον κανόνα δηλαδή το βαθμό αποδοχής ή απόρριψης ή την πολυκανονικότητα κλπ). Η ανάκληση, οι ρητές αναφορές και οι υπόρρητες παραπομπές δεν στοιχειοθετούν απλώς παρουσία, μίμηση, (απρόθετη ή εμπρόθετη ή παρωδία ή) ή επιρροή αλλά προσωπική μανιέρα του Γαραντούδη ο οποίος ακολουθεί το μότο που χρησιμοποίησε στο ποίημα «Μεταστροφή» από τη συλλογή Τα σύνεργα (2015): «Το έργο του ποιητή που αρνείται την παράδοση είναι σαν γράμμα που έμεινε χωρίς παράδοση». Εκθέτει έτσι την προσωπική θεματική του, τη διερεύνηση του βαθύτερου εγώ ισόρροπα, συνδυάζοντας το βιωματικό με το γνωστικό υλικό και με αυτόν τον τρόπο εντέλει κατορθώνει να συγκινήσει. Δείχνοντάς μας το εργαστήριό του ο ποιητής μας δείχνει και τον εαυτό του οδηγώντας μας στον δικό μας εαυτό.
Ήδη από το Μεθεόρτιο ή Lyrica (2009) υπήρξε εμφανής η τάση για τη δημιουργία μιας ενιαίας σύνθεσης με μέρη συμπλεκόμενα θεματικά αλλά με ελαφρά μετατοπισμένο επίκεντρο σε κάθε μέρος. Το Διπλό δίγαμμα συνδέεται άμεσα με Τα σύνεργα αφού ποιήματα και τίτλοι ενοτήτων επαναλαμβάνονται -πάγια εξάλλου τακτική του ποιητή και στις προηγούμενες συλλογές και σε αυτήν, όπου ποιήματα ή/και ενότητες επανέρχονται-, όπως «Του τέλειου άγρα (ποιήματα φιλολογικού ρεαλισμού)», «Τετράκωπος μετά πηδαλιούχου». Επίσης ενότητες στο Διπλό δίγαμμα συνδέονται και μεταξύ τους, όπως οι δύο πρώτες («Το δίγαμμα», με 24 ποιήματα τιτλοφορημένα με τα 24 γράμματα του αλφαβήτου και «Τετράκωπος (μετά πηδαλιούχου)», με 5 ποιήματα) φαίνεται να αποτελούν μια ενιαία σύνθεση. Τα ποιήματα των δύο αυτών ενοτήτων συνδέονται με τα ίδια θεματικά νήματα, κυρίως από την περιοχή της ερωτικής εμπειρίας, όπου συχνά η έννοια του τέλους (χωρισμός ή θάνατος) επισκιάζει την πληρότητα που δημιουργεί η ισχύς του συναισθήματος. Διακρίνει κανείς την έντονη σωματικότητα. Για παράδειγμα: «κάτι αδιόρατο,/ευάλωτο και λεπτό,/ταξιδεύει με τους νευρώνες/-δεν φαίνεται στα υπερηχογραφήματα-,» («Ξ») όπου οι ιατρικοί όροι εμποτίζονται από το λυρισμό στο υπόλοιπο ποίημα. Ή: «Ύστερα απ’ τον έρωτα τα κορμιά κρυώνουν,/μα έχουν βαθειά στη σάρκα τους/ τ’ αποτυπώματα των χαδιών και των φιλιών/σαν ένα γούνινο παλτό με βαθιές τσέπες/ και χοντρή φόδρα που κρατάει τη ζέστα του σπιτιού,/» («Ω»).
Τα ερωτικά γυναικεία πρόσωπα σχεδόν εξομοιωμένα έως που τήκονται και αποδίδονται ως ένα («Απίστευτο, μα κάποιες στιγμές όλες τους/κοιμούνται στο πλευρό μου. Ενώ εγώ ξαγρυπνώ./κι αρμολογώ την αλυσίδα των αναπνοών τους./» «Α») σχεδόν υπερβατικό είδος Γυναίκας-Μούσας με γνωρίσματα του 20-21ου αιώνα. Το ατομικό βίωμα, πραγματικό ή φανταστικό, μετατρέπεται σε καθολικό στοχασμό της ερωτικής ματαιότητας, μοτίβο που ο Γαραντούδης επεξεργάζεται ήδη από το Μεθεόρτιο. Ενώ το αρχικό έναυσμα από τη στιγμή (ανάμνηση ή φαντασιωμένη εμπειρία) εμμένει αντλώντας από λεπτομέρειες, τελικά το ποίημα αποστεώνεται από το ρεαλισμό, συμπλέκεται με το όνειρο και γίνεται στοχαστικά λυρικό. Σημασία δεν έχει η στιγμή του βιώματος όσο εκείνη της επεξεργασίας της, νομίζω, υπόγεια επισημαίνει ο Γαραντούδης. Την περιοχή του προσωπικού εξάλλου σηματοδοτεί η έντονη παρουσία του θανάτου, συχνά ως επικείμενου: «…τον τυραννούσε τόσο η σκέψη του θανάτου του, που κατέγραψε τους πιθανούς τρόπους, τους χρόνους, τις περιστάσεις, σ’ ένα από κείνα τα περίεργα γραπτά του, πιο πολύ ημερολόγιο, κάτι από πεζογραφία, λίγο από ποίηση.» διαβάζουμε στο αυτοαναφορικό, πεζόμορφο όπως φάνηκε απ’ το απόσπασμα, «Τα ποτάμια του Άδη». Η αυτοαναφορικότητα τονίζει τη σχέση με την μοντερνιστική παράδοση: «Σου αφιέρωσα κάποτε ένα ποίημα που (έλεγε πως) δεν φοβόταν τη συγκίνηση».
Η τρίτη ενότητα τιτλοφορείται «Του τέλειου άγρα. Ποιήματα φιλολογικού ρεαλισμού» (εμφανές το παιχνίδι με το όνομα του Τέλ(λ)ου Άγρα). Εδώ ο διάλογος -σοβαρός, παιγνιώδης ή σατιρικός- με ποιητικά μεγέθη (στα «Κ.Γ.Κ», «Ο ποιητής ένα βραβείο», «Το θαύμα στις Γούβες Ευβοίας») γίνεται άμεσα αντιληπτός. Ιδιαίτερη μνεία πρέπει να κάνουμε στην ενότητα των σατιρικών ποιημάτων που αντλεί από την άμεση πολιτική και λογοτεχνική συγκυρία. Η συνομιλία με την εποχιακή συνθήκη, η ένταση της ειρωνικής ανατροπής συνδυασμένη με την ικανότητα χειρισμού της φόρμας δημιουργεί ένα αξιοσημείωτο αποτέλεσμα, όχι απλά διασκεδαστικό και ελκυστικό αλλά καίρια σατιρικό, συνθέτουν μια κριτική πολιτική οπτική του τώρα. Τέτοια τα «Εν Γραικυλία, 2010 Μ.Χ.», «Εν Βρυξελλία, 2015 Μ.Χ.», «25η Μαρτίου 2015», «Ο ποιητής ένα βραβείο», το πεζόμορφο «Εις τον πεζόδρομον του Θησείου». Από αυτό σημειώνω: «πήραμε πίσω την οδό που θα μας έφερνε ξανά στο μέγαρο του «Παρνασσού», την ένδοξη και ασφαλή κυψέλη των άξιων ποιητών της Γραικυλίας». Ξεχωρίζω ωστόσο δύο: το σονέττο «Πρότερος βίος» από την ενότητα «Τετράκωπος» για τον πυκνό, δυνατό (αυτό)σαρκασμό του: «Λοιπόν το «θήλυ», η «ύλη» και η «σμίλη»/φτιάχνουν στις ρίμες μιαν ασύλληπτη τετράδα./Ο μύχιος πόθος μου; Να το ‘βλεπα στη στήλη του πρωτοσέλιδου στο «Ρίξ’ το στον Καιάδα».//…κι όμως, στο τέλος/θα με τιμήσουν κι στον Κήπο του Μεγάρου./ Όταν δεν θ’ απέχω απ’ την απόχη του Χάρου.». Και δεύτερο το: «Η ποίηση ανάμεσα στ’ αγκάθια» που θέτει με ειρωνικό τρόπο ζητήματα «μετανέας ποιητικής μαγειρικής»και λογοτεχνικής κοινότητας «όλοι συνωστίζονται στου Ιανού τις σκάλες».
Η τελευταία ενότητα «Mater terra» (Μητέρα γη) έντονα φορτισμένη, συνιστά τη συνέχεια της ενότητας «Η αγία οικογένεια» από Τα σύνεργα αποτελείται από 7 ποιήματα (αριθμημένα με λατινικούς αριθμούς κατά τον λατινικό τίτλο) που περιστρέφονται γύρω από το θάνατο της μητέρας. Ο διάλογος με τη νεκρή, διάλογος και με την παιδική εικόνα του ίδιου του ποιητή, με το παρελθόν της μητρικής μορφής, επιστροφή στη μητρική/ μητέρα γη, μετατρέπεται σε «μελέτη θανάτου» και κατορθώνει γενικά να μεταφέρει το συναισθηματικό βάρος της με αμεσότητα στον αναγνώστη: «Κι όταν σε βρω στο φωτεινό μας ουρανό,/θα κρατάω κρίνο απ’ το σώμα σου τη βέρα,/γιατί θα είσαι η νύφη η όμορφη του αέρα./» («VI»).
Ορατός επίσης υπήρξε, και βέβαια συνεχίζει να είναι και σε αυτήν τη συλλογή, ο μορφολογικός πειραματισμός αλλά και η παιγνιώδης χρήση της φόρμας: από το σονέττο στο πεζόμορφο, από τον πολυσύλλαβο στον ολιγοσύλλαβο ελεύθερο στίχο. Ποικίλες φόρμες, που, σημειωτέον, δεν παύουν να ανακαλούν την ιστορία τους, θεματοποιούν ανάλογα με την περίσταση, τον αυτομυθοπλαστικό λόγο και να λειτουργούν αντιστικτικά ή να συνάδουν με αυτόν, παράγοντας αντίστοιχα την ειρωνική ματιά, τον αυτοσαρκασμό ή συχνότερα την θλιβερή αίσθηση της ματαιωμένης παλαιάς προσδοκίας, εξανεμισμένης στο πέρασμα του χρόνου.
Σίγουρα ο Γαραντούδης απέχει από τους τρόπους πολλών νέων ποιητών, εξάλλου δεν μπορεί να συνυπολογιστεί με αυτούς, όχι μόνον ηλικιακά (σημασία βέβαια έχει η πρώτη εμφάνιση) αλλά κυρίως στη βάση αισθητικών αρχών. Τι νέο λοιπόν κομίζει με το Διπλό δίγαμμα; Την αδιάπτωτη συνέχεια της παράδοσης που μπορεί να συνομιλεί με κάθε σύγχρονη συνθήκη και με διάχυτη την (αυτο)συνείδηση αυτής της διαλεκτικής αλλά και της ανανεωτικής σχέσης με το παρελθόν, που μπορεί να συνδέεται με το ατομικό συγκινησιακό, παράγοντας ποιήματα όπου εύστοχα ο φιλολογικός «ρεαλισμός» μετατρέπεται σε αναστοχασμό της ίδιας της κατάστασης του υποκειμένου ως προς βασικές συνιστώσες της ύπαρξής του. Ο Γαραντούδης υποδεικνύει ότι υπάρχει και αυτή η οδός και μπορεί να λειτουργήσει γόνιμα σε ένα πολυδιάστατο σύγχρονο ποιητικό πεδίο.
info:Ευριπίδης Γαραντούδης, Το διπλό δίγαμμα Κίχλη 2019
(*) Η Βαρβάρα Ρούσσου είναι Ε.ΔΙ.Π. Τμήματος Θεωρίας και Ιστορίας της Τέχνης ΑΣΚΤ