του Γιάννη Ν. Μπασκόζου
Διαβάζοντας τα πρώτα έργα ενός συγγραφέα, που ήδη τον γνωρίζεις από τα έργα της ώριμης εποχής του, έχεις την δυνατότητα να ξαναδείς όλο το έργο του ως σύνολο, ως ύφος, ως ιδεολογία και αισθητική. Διαβάζοντας την τριλογία του Άρη Μαραγκόπουλου «Όλντσμομπίλ, Ψυχομπουρδέλο, Δεν είναι όλα σινεμά», τα οποία επανεκδόθηκαν από τις εκδόσεις Τόπος έχεις την αίσθηση ότι πράγματι αυτόν τον συγγραφέα τον έχεις ξαναδιαβάσει, καθώς πολλά στοιχεία εκείνης της πρώιμης συγγραφικής του εποχής διαλανθάνουν στα επόμενα έργα του.
Το «Όλντσμομπίλ» γράφτηκε στο Παρίσι το 1975-76 σε πρώτη μορφή και ολοκληρώθηκε μαζί με τα άλλα δύο «Ψυχομπουρδέλο» και «Δεν είναι όλα σινεμά, μωρό μου»(αρχικός τίτλος και πολύ ωραίος) στην Αθήνα την περίοδο 1980 – 1984. Στο «Όλντσμομπίλ» ο Γιάννης εργάζεται στην αυτοβιομηχανία «Ολντσμομπίλ» και πρωταγωνιστεί μαζί με τον Πολ και την Ίντα σε μια ταραγμένη κοινωνία. Εικόνες σπασμένες, διάλογοι που ανοίγουν αλλά δεν κλείνουν, πρόσωπα χαμένα σε ιδεολογικές εμμονές. Το κείμενο απηχεί την ταραγμένη εποχή του ΄70-΄80 με επιρροές από το εργατικό παγκόσμιο κίνημα, το κίνημα του Μάη, την ψυχεδέλεια, τους χίπυς, το ροκ, τα αριστερίστικα κινήματα. Από την άλλη μεριά υπάρχει η σοσιαλδημοκρατικοποίηση της ελληνικής κοινωνίας, το ΠΑΣΟΚ, οι συντεχνίες, ο επελαύνων καταναλωτισμός και φυσικά η «κούραση» των επαναστατών μαζί με την διάψευση των οραμάτων της προηγούμενης δεκαετίας. «Και μετά 30 χρόνια θα ΄μαστε γέροι όλοι εμείς που γεννηθήκαμε στα βουνά και μας φωνάζαν τότε Νίνα και Βλαδίμηρο και Λαουρατίφ. Ποιο να βαφτίσει το παιδί του Πολ ποιος να το πει Γιάννη».
Διαβάζοντας το «Όλντσμομπίλ» μου έρχονταν στο νου εικόνες από την «Κινέζα» του Ζαν Λυκ Γκοντάρ, με τους αποσπασματικούς διαλόγους, τις αναφορές στα πολιτικά πρόσωπα – φετίχ της εποχής Μάο, Λένιν, την εναλλαγή του σεξ με την επανάσταση και το πολλές φορές αδύναμο αυτής της σχέσης. Είναι γνωστό εξάλλου ότι ο συγγραφέας αρθρογραφούσε την δεκαετία του ΄80 στο περιοδικό «Προοδευτικός Κινηματογράφος», ένα περιοδικό που αγωνιζόταν ενάντια στην νεοπλουτίστικη σοσιαλδημοκρατία που εδραίωνε το κράτος της εξουσίας της, ενάντια στον «ρεβιζιονισμό» και τον «αστικό κινηματογράφο», με αναφορές σε αριστερούς διανοούμενους όπως ο ντοκιμενταρίστας Γιόρις Ίβενς, ο Μπρεχτ κ.λπ. Στο ίδιο κλίμα κυλάει και το «Ψυχομπουρδέλο», η κοινωνία της ευμάρειας και κυρίως του μικροαστικού ονείρου έχει εδραιωθεί και ο ήρωας αισθάνεται εγκλωβισμένος σαν σκύλος που τον κυνηγάνε να τον δολοφονήσουν. Ο κοινωνικός θυμός είναι απελπισμένος σαν να έχουν τα πάντα κριθεί. «Αγριεύει η φαντασία και τρομάζω. Τρομάζω μ ΄αυτή τη ζωή», μια χαρακτηριστική φράση του αφηγητή – ήρωα.
Στο «Δεν είναι όλα σινεμά», διηγήματα και ποιήματα, όπως το υποτιτλίζει ο συγγραφέας εμφανίζεται ο Μπεν (Σανιδόπουλος), ένας ήρωας που θα διατρέξει τα επόμενα έργα του Μαραγκόπουλου. Θυμίζω ότι ο Μπεν Σανιδόπουλος προβαίνει σε μια αυτοδικία συμβολικής οργής ενάντια στα γραφεία της εφημερίδας όπου εργαζόταν, στην αρχή του βιβλίου «Η Μανία με την Άνοιξη», όπου οι αριστεροί ήρωες των παλιών του έργων χάνονται σε μια ουτοπία. Ο Μπεν – μια αληθινή ιστορία, όπως μας λέει ο συγγραφέας – έφυγε για να αγοράσει ψωμί και γύρισε την επόμενη ημέρα ενώ η οικογένεια του καθισμένη γύρω από το τραπέζι τον περίμενε να γυρίσει. Κι εδώ κυριαρχεί ο θυμός, ο χλευασμός της μικροαστικής οικογένειας αλλά και η τραγωδία της όπως κυρίως εκφράζεται στο ένθετο θεατρικό «La maman triste a disparu» (Πάει, έφυγε η θλιμμένη μαμά), με πολλές επιρροές από το «Ερωτικό τραγούδι του Τζ. Προύφροκ (1915) και την Έρημη Χώρα (1922)» του Τ.Σ.Έλιοτ. Η τελευταία συλλογή ποιημάτων με τίτλο «No pasaran» είναι ένας ύμνος στην αθωότητα της νιότης, στα παλιά πάρτυ με βερμούτ και μπλουζ, στους Ρόλινγκ Στόουνς που επελαύναν γιουχάροντας την μπουρζουαζία (στα μάτια του νεαρού ήρωα), στο ξεβίδωμα στους χορούς, στην αθώα σεξουαλικότητα, στους ποιητές που τον ενέπνεαν, στο αδύναμ(τ)ο της επανάστασης.
Και στα τρία αυτά έργα του Άρη Μαραγκόπουλου υπάρχει διακριτό το ύφος του. Μοντέρνο ή μεταμοντέρνο, όπως και να το χαρακτηρίσεις, διακρίνεις σε αυτό μια αισθητική της βιωματικής και ταυτόχρονα γνωστικής σχέσης με την πραγματικότητα (παρατήρηση της Αλεξάνδρας Δεληγιώργη), τη συχνή αναφορά σε έναν αριστερό – πολιτικό λόγο, τη δέσμευση της ιστορίας, τη γοητεία του ακτιβισμού. Οι ήρωες του διατηρούν μια αμφισημία και δεν διστάζουν να μεταλλάσσονται διαφορετικές περσόνες δίνοντας άλλο νόημα στην εξέλιξη της αφήγησης. Στα στοιχεία της τεχνικής του, πολλά από τα οποία θα βρούμε και στα επόμενα έργα του, ξεχωρίζουν ο διακειμενικός λόγος, η αποσπασματική φράση, τα ένθετα ποιητικά στοιχεία, οι διαλυμένες εικόνες μιας ρεαλιστικής πραγματικότητας και τέλος πολλές υπόγειες επιρροές από τους ευρωπαίους μοντέρνους του 20ου αιώνα. Πρόκειται για ένα ολόκληρο σύμπαν που με τον έναν ή άλλον τρόπο θα το βρούμε στα επόμενα έργα του συγγραφέα, αλλού δυναμικά παρόν κι αλλού υποφώσκον και επιδραστικό. Είναι η καταγραφή της μετεμφυλιακής εποχής στην άνοιξη της μεταπολίτευσης και να στην παρακμή του τέλους του 20ου αιώνα. Ο συγγραφέας, μέσα και από τα επόμενα έργα του θα παραμείνει σταθερός σε αρχές και αρετές που τον καθόρισαν ως νέο, ενώ ανάλογη πορεία θα ακολουθήσουν και οι ήρωες του, ανώνυμοι και επώνυμοι.
info: Άρης Μαραγκόπουλος «Όλντσμομπίλ, Ψυχομπουρδέλο, Δεν είναι όλα σινεμά», εκδ. Τόπος