της Δήμητρας Ρουμπούλα.
«Παρ΄ όλο το σκοτάδι, κανείς δε φαίνεται να πιστεύει στα σοβαρά ότι θα συμβεί κάτι κακό μέσα σ΄ αυτή τη θάλασσα ελπίδας και ανθρώπων (…) Και όμως, σιγά σιγά έχω το δυσάρεστο προαίσθημα ότι απόψε δε θα μείνουμε στα αθώα σπρωξίματα (…) Μέχρι τη στιγμή που ακούγονται οι κραυγές από την κύρια είσοδο…» Ο αναγνώστης της «Μαίρης», του τελευταίου μυθιστορήματος του Άρη Φιορέτου, δεν θα δυσκολευτεί να αναγνωρίσει στις σελίδες του την επτάχρονη δικτατορία των συνταγματαρχών στην Ελλάδα, τα γεγονότα του Πολυτεχνείου, την Μπουμπουλίνας πίσω από το Μουσείο, το «διαβολονήσι» της εξορίας και πολλά άλλα που δεν αναφέρονται με το όνομά τους, καθώς δεν κατονομάζεται ούτε καν η χώρα στην οποία ζει η κεντρική ηρωίδα. Οι ημερομηνίες όμως είναι αδιάψευστοι μάρτυρες.
Το βράδυ της 16ης Νοεμβρίου 1973, η Μαίρη, μια κοπέλα που κουτσαίνει ελαφρώς εξαιτίας μιας παλιάς πολιομυελίτιδας, πτυχιακή φοιτήτρια της Αρχιτεκτονικής, κατευθύνεται προς την Σχολή της. Εκεί θέλει να συναντήσει τον σύντροφό της, τον Δήμο, εγκέφαλο και εκφωνητή του σταθμού των «ελεύθερων φοιτητών». Κουβαλάει μέσα της μια μεγάλη χαρά, έναν «ήλιο». Έτσι νιώθει τον σπόρο της εγκυμοσύνης που μόλις έχει διαγνωστεί, αλλά δεν θα προλάβει να πει το νέο στον Δήμο, αφού ένα δήθεν ταξί στο οποίο επιβιβάζεται για να φτάσει γρηγορότερα στο Πολυτεχνείο την οδηγεί στην Ασφάλεια. Από εκεί, όπου θα βασανιστεί άγρια, θα βιαστεί, αρνούμενη να «δώσει» ονόματα, ακόμη και το δικό της δεν αποκαλύπτει, θα καταλήξει, μαζί με άλλες πέντε γυναίκες κι ένα παιδί, στο περιβόητο «διαβολονήσι» ή αλλιώς «κολαστήριο» που θυμίζει τη Γυάρο – κάποιες γυναίκες έχουν ξαναβρεθεί εκεί παλαιότερα.
Ο Άρης Φιορέτος επαναφέρει την συζήτηση γύρω από την πολυσυζητημένη γενιά του Πολυτεχνείου και βλέπει τα γεγονότα για πρώτη φορά στα σχετικά λογοτεχνικά χρονικά από τη γυναικεία σκοπιά. Κυρίως βουτάει βαθιά στο μυαλό και στην καρδιά της πρωταγωνίστριας, ανασύροντας προσωπικές στιγμές και σκέψεις που τόσο σπάνια καταγράφει η μεγάλη Ιστορία, χωρίς ωστόσο να αποκλείει το πολιτικό στοιχείο το οποίο συνυφαίνει με το προσωπικό.
Η Μαίρη είναι μια ηρωίδα που χαράζεται στη μνήμη μας κι αυτό χάρη στη μαεστρία του δημιουργού της, ο οποίος πλάθει πειστικά τον χαρακτήρα της μέσα σε έναν μικρόκοσμο γυναικών, οι οποίες υφίστανται τις εφιαλτικές συνέπειες, είτε επειδή συνειδητά εξεγείρονται εναντίον της χούντας, είτε επειδή έχουν αριστερό παρελθόν οι ίδιες ή συγγενείς και φίλοι τους. Ο Φιορέτος τούς δίνει φωνή, σε πρώτο πρόσωπο, και αναδεικνύει, σήμερα που βασιλεύει η ατομοκρατία, το μεγαλείο των επιλογών τους, αγωνιστικών και ηθικών.
Η πρωταγωνίστρια προέρχεται από την «άλλη πλευρά», αλλά έχει απαρνηθεί το τρίπτυχο «θρησκεία, οικογένεια, αγία πατρίδα» που πρεσβεύουν οι εθνικόφρονες γονείς της, πιστοί στο καθεστώς, διακόπτοντας κάθε σχέση μαζί τους. Το ίδιο έχει κάνει εξάλλου και ο αδελφός της, που έχει εγκαταλείψει τη χώρα. Η ίδια η Μαίρη δεν συμμετέχει ενεργά στις φοιτητικές κινητοποιήσεις. Η επαφή με αυτές και την ίδια την εξέγερση περνά μέσα από την σχέση της με τον πολιτικά δραστήριο σύντροφό της, «ακλόνητο σαν δέντρο». Μέσα από αυτή τη σχέση σμιλεύεται και η ηθική της στάση, η οποία φτάνει στα υψηλότερα επίπεδα από τη στιγμή που συλλαμβάνεται.
«Για κάθε άνθρωπο υπάρχουν κάποιες στιγμές αποφασιστικές. Στιγμές στις οποίες οι ίδιες σου οι πράξεις επηρεάζουν ριζικά τον χρόνο και αποφασίζουν για το αύριο που σε περιμένει», συνειδητοποιεί η ηρωίδα κάποια στιγμή εν μέσω τέτοιων «αποφασιστικών στιγμών». Παρά τα φρικτά βασανιστήρια στο δεύτερο υπόγειο της Ασφάλειας, δεν μαρτυρά ούτε το όνομά της. Έχει μάθει από τον Δήμο να μην έχει μαζί της ταυτότητα σε τέτοιους καιρούς. «Ο άνθρωπος έχει το δικαίωμα να είναι ανώνυμος», όπως έχει διαβάσει στον Γκράμσι. Τα βασανιστήρια, οι βιασμοί, το πατσαβούρι στο στόμα για να μην ακούγονται οι κραυγές, την καταρρακώνουν αλλά την πεισμώνουν. Δεν υπογράφει δήλωση μετανοίας και δεν μαρτυρά ούτε το όνομά της, το οποίο ίσως την απελευθέρωνε. Το μόνο που την ανησυχεί είναι μήπως πάθει κάτι κακό αυτό που κουβαλάει μέσα της. «Ας με χτυπήσουν όπου θέλουν, μόνο όχι στην κοιλιά». Τούτος ο φόβος την συνοδεύει και στο ξερονήσι, όπου εξορίζεται και το περισσότερο διάστημα το περνά στην «απελπισμένη ησυχία» της απομόνωσης, σ΄ ένα ξωκλήσι μέσα στο νεκροταφείο των εξόριστων που δεν τα κατάφεραν. Έχει σκεφτεί αρκετές φορές το «ανομολόγητο», αλλά καταφέρνει να ξεπεράσει τον ίδιο της τον εαυτό . Προσπαθεί να κρύψει όσο περισσότερο διάστημα είναι δυνατόν την εγκυμοσύνη της προκειμένου να μην την εκβιάσουν να μιλήσει, με την απειλή ότι μόλις γεννήσει θα δώσουν το παιδί για υιοθεσία σε «άτεκνους πατριώτες που αγαπούν την Εθνοσωτήριο Επανάσταση». Τα περιθώρια βέβαια στενεύουν ασφυκτικά. Όταν η εγκυμοσύνη γίνεται πλέον φανερή σε όλους, τότε εκείνη βρίσκεται μπροστά στο δίλημμα να επιλέξει ανάμεσα στο παιδί που κυοφορεί και στον άνδρα που αγαπά.
«Υπάρχουν διλήμματα που είναι τόσο αδύνατα, που θα προτιμούσες να εξαφανιστείς παρά να πάρεις μια απόφαση». Η απόφασή της αποτελεί και την κορύφωση της ιστορίας, το τέλος της οποίας ωστόσο μένει μετέωρο από τον συγγραφέα: θα αποδράσει από το «νησί των αρουραίων», θα βρει τον αγαπημένο της;
Το ζητούμενο για τον συγγραφέα δεν είναι αυτή καθ΄ αυτή η έκβαση της υπόθεσης, αλλά να παρουσιάσει την φυσική και την ψυχολογική κατάσταση της εγκυμονούσας ηρωίδας και όλων των γυναικών στις συγκεκριμένες έσχατες συνθήκες. Σε δηλώσεις του, ο Φιορέτος έχει πει ότι συνομίλησε με πολλές γυναίκες που συμμετείχαν στα γεγονότα του Πολυτεχνείου και υπέστησαν βασανισμούς, σεξουαλική βία και εκτοπισμούς. Οι αφηγήσεις, οι αναμνήσεις και ο πόνος τους, που δεν τα εντοπίζουμε στο αφήγημα της μεγάλης Ιστορίας, ήταν το πολύτιμο υλικό για ένα μυθιστόρημα που θέλει με τόλμη να αποτυπώσει τη ζωή των γυναικών σε καταστάσεις ακραίας βίας, την αλληλεγγύη και την συντροφικότητα μεταξύ τους, την αντοχή και το σθένος καθεμιάς να αναμετρηθεί με την πείνα, την αρρώστια, την βρωμιά και τις διάφορες ανάγκες, τη μοναξιά. Να καταγράψει την ηθική στάση και την ευσυνειδησία τους. Με άλλα λόγια, το έργο αποτελεί έναν ύμνο στις μικρές ιστορίες των γυναικών της περιλάλητης γενιάς του Πολυτεχνείου ή και μια δικαίωση των γυναικών που δεν είναι έξω από τις συλλογικές εμπειρίες και τους αγώνες .
Το ενδιαφέρον είναι ότι ένα τέτοιο μυθιστόρημα γράφεται από έναν συγγραφέα που έχει απλώς ελληνικές ρίζες, έχει γεννηθεί και ζει στο εξωτερικό. Από πατέρα Έλληνα, αυτοεξόριστο στη Σουηδία, και μητέρα Αυστριακή, ο Άρης Φιορέτος γεννήθηκε στο Γκέτεμποργκ το 1960. Με σπουδές Ιστορίας της Λογοτεχνίας στο Γέιλ και στο Πανεπιστήμιο της Στοκχόλμης, όπου και διδάσκει, ζει ανάμεσα στη σουηδική πρωτεύουσα και στο Βερολίνο.
Το παρόν βιβλίο αποτελεί τον τρίτο τόμο ενός τρίπτυχου του Φιορέτου με ελληνική θεματολογία. Η μετανάστευση και η εξορία απασχολούν τόσο το πρώτο βιβλίο, «Ο τελευταίος Έλληνας» (Καστανιώτης, 2012), όσο και το δεύτερο, αμετάφραστο στα ελληνικά, «Half the sun». Στα ελληνικά κυκλοφορούν άλλα δύο μυθιστορήματά του, τα «Στοκχόλμη νουάρ» και «Η αλήθεια για τον Σάσα Κνις» (Καστανιώτης, 2002 και 2006 αντίστοιχα).
Η διαδρομή αυτού του τρίτου μέρους του «ελληνικού τρίπτυχου» εκ των πραγμάτων δίνει μια οικουμενική διάσταση στους συλλογικούς αγώνες και σε ό,τι διαδραματίστηκε στο νοτιοανατολικό άκρο της Ευρώπης πριν από τεσσεράμισι σχεδόν δεκαετίες. Κυκλοφόρησε αρχικά στη Σουηδία το 2015 κι ένα χρόνο μετά στη Γερμανία, όπου διακρίθηκε από τους σημαντικότερους Γερμανούς κριτικούς στην πρώτη θέση για τον μηνιαίο κατάλογο των καλύτερων λογοτεχνικών έργων της δημόσιας ραδιοφωνίας. Στη χώρα όπου διαδραματίζεται, ήρθε μεταφρασμένο από τα γερμανικά από τον Κώστα Κοσμά και τις εκδόσεις «Πατάκη».
Με ύφος απλό και ζωντανό, το «Μαίρη» του Φιορέτου γεννά έντονα συναισθήματα, συγκίνησης, οργής και περηφάνιας, αλλά και σκέψεις γύρω από τη γενιά του Πολυτεχνείου (ξανά και ξανά), τις επιλογές του καθενός, τις «αποφασιστικές στιγμές» της ζωής. «Η ιδεολογία με τα καλύτερα επιχειρήματα είναι η ίδια η ζωή», γράφει κάπου ο συγγραφέας.
info: Άρη Φιορέτου, «Μαίρη», μετάφραση Κώστα Κοσμά, εκδόσεις «Πατάκη», σελ. 435