Της Σωτηρίας Καλασαρίδου.
Tο μυθιστόρημα του Τζόναθαν Ραμπ Ρόζα, που κυκλοφόρησε στα αγγλικά το 2005, και στη χώρα μας πολύ πρόσφατα (Νοέμβριος 2013) από τις εκδόσεις Πόλις σε μετάφραση Ρηγούλας Γεωργιάδου, τοποθετείται στο Βερολίνο λίγο μετά τον τερματισμό του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου και την αποτυχημένη απόπειρα μετακένωσης της ρωσικής Οκτωβριανής επανάστασης στη Γερμανία από τους Σπαρτακιστές υπό την ηγεσία της Ρόζας Λούξεμπουργκ και του Καρλ Λίμπκνεχτ. Την ίδια χρονική στιγμή ένας κατά συρροήν δολοφόνος σκορπά τον θάνατο στους υπό κατασκευήν υπόγειους, σιδηροδρομικούς σταθμούς. Ο Γερμανός επιθεωρητής του εγκληματολογικού, Νικολάι Χόφνερ, Ρώσος από την πλευρά της μητέρας του και με εβραϊκή καταγωγή, καλείται να διαλευκάνει τους φόνους γυναικών και γίνεται κυνηγός ενός ειδεχθούς εγκληματία, όπως αποδεικνύουν τα σχέδια δαντέλας από μαχαιριές στις πλάτες των δολοφονημένων γυναικών. Στο σωρό των πτωμάτων έρχεται να προστεθεί και ένα ακόμη, αυτό της Ρόζας Λούξεμπουργκ, που βρέθηκε να επιπλέει στο κανάλι Λάντβερ με χαραγμένη πλάτη. Όταν ο Χόφνερ διαπιστώσει ― παρά τις ασφυκτικές πιέσεις της αστυνομίας πολιτικών εγκλημάτων του Βερολίνου για αποφυγή ανάμειξής του στην υπόθεση της Λούξεμπουργκ ― ότι οι τομές στην πλάτη της Ρόζας διαφέρουν από αυτές των υπολοίπων δολοφονημένων γυναικών, ξεκινά ένας διττός αγώνας, αφενός σύλληψης του serial killer, αλλά και επίλυσης ενός πολιτικού γρίφου με στοιχεία θρίλερ, που λαμβάνει χώρα στους σκοτεινούς και παγωμένους δρόμους του Βερολίνου, στους υπόγειους σταθμούς του, στις μπιραρίες και στα μπαρ, στα εστιατόρια και στα καφέ του, αλλά και στο Μόναχο, εκεί όπου ιδρύθηκε και έδρασε η ακροδεξιά, ρατσιστική και αντισημιτική «εταιρεία της Θούλης», η οποία αποτέλεσε τον ιδεολογικό ακρογωνιαίο λίθο του ναζισμού και τον πυρήνα του Τρίτου Ράιχ.
Ο Ραμπ δημιουργεί ένα έργο υπό την επίδραση του κινηματογραφικού γερμανικού εξπρεσιονισμού, τον οποίο δείχνει να γνωρίζει πολύ καλά, τόσο σε ό,τι αφορά την ιδεολογία του όσο και τα εκφραστικά μέσα του. Η τριτοπρόσωπη γλώσσα της αφήγησης και της περιγραφής κυριαρχείται από εικόνες που ακροβατούν ανάμεσα στην υπερβολή και την παραβολή, τη γεωμετρική προοπτική και τον γιγαντισμό της πόλης του Βερολίνου, που πρωταγωνιστεί στο μυθιστόρημα. Αλλά το έργο του Ραμπ είναι εμποτισμένο ως προς το περιεχόμενό του και από την ιδεολογία του γερμανικού εξπρεσιονισμού, καθώς ενσωματώνει όλα τα ειδοποιά χαρακτηριστικά σημαντικών, κινηματογραφικών, γερμανικών ταινιών της περιόδου 1913 -1933, όπως επί παραδείγματι είναι Το εργαστήριο του Δόκτορος Καλιγκάρι (1920) του Ρόμπερτ Βίνε, Ο Τελευταίος Άνθρωπος (1924) του Φρίντριχ Μούρναου και βέβαια ο Δράκος του Ντίσελντορφ (1931) του Φριτς Λανγκ: η παρηκμασμένη ηθικά Γερμανία, η κατ’ επίφαση δημοκρατία, και η ταξική ανισότητα, διαπλέκονται με το αίσθημα χρεωκοπίας του ορθολογισμού και την απώλεια της εμπιστοσύνης στην επιστήμη, η οποία στα χέρια παραφρόνων μεταλλάσσεται από αισιόδοξη προοπτική κυοφορούμενων δυναμικών χειραφέτησης για τον άνθρωπο σε εφιαλτική δυστοπία. Όλα αυτά συνθέτουν ένα μυθιστορηματικό έργο υποβλητικό και σκοτεινό, στο οποίο ο άνθρωπος μετατρέπεται από βουλητικό ον σε απλό γρανάζι ενός μηχανισμού.
Αντιθέτως, η γλώσσα που επιλέγει ο Ραμπ για τα διαλογικά μέρη του έργου είναι κοφτή, ειρωνικά διαπεραστική, με γρήγορες εναλλαγές, έχοντας έντονο το στοιχείο της ατάκας των νουάρ, αμερικανικών, αστυνομικών μυθιστορημάτων του Τζέιμς Κέιν, του Ντάνιελ Χάμετ και του Ρέιμοντ Τσάντλερ. Από την άλλη πλευρά σε επίπεδο περιεχόμενου, μεγάλο μερίδιο τροφοδοσίας του μυθιστορηματικού ιστού της Ρόζας φαίνεται να έχει το έργο του Τζέιμς Ελρόι, ο οποίος δημιούργησε «σχολή» με τα μαύρα μυθιστορήματα διαφθοράς της εξουσίας και των στυγερών εγκλημάτων. Όσο για τον επιθεωρητή Χόφνερ, εργάζεται άοκνα, είναι αποφασιστικός και επίμονος, πίνει πολύ, όπως οι ήρωες του Τζέιμς Κράμλεϊ, παραμένει άφοβος μπροστά στην πολιτική διαφθορά και επηρεάζεται από τα βιβλία, τα ρούχα και τα έπιπλα της Ρόζας που βρίσκει στο διαμέρισμά της, σε τέτοιο βαθμό, ώστε προσπαθεί έμμονα να φτιάξει νοητικές εικόνες γι’ αυτήν και να συνθέσει το ψυχολογικό πορτρέτο της, όπως ο επιθεωρητής της συγγραφέως Vera Caspary στο μυθιστόρημα Laura.
Ένα όμως ακόμη στοιχείο που διατρέχει συνεκτικά το μυθιστόρημα του Ραμπ, είναι η λογοτεχνική αναπαράσταση Εβραίων ηρώων. Δεν είναι μόνο το γεγονός πως πολλοί ήρωες στη Ρόζα είναι Εβραίοι, όσο ότι ο Ραμπ ανασημασιοδοτεί και εντέλει ανατρέπει τον στερεοτυπικό λόγο γύρω από λογοτεχνικά φιλοτεχνημένους Εβραίους ήρωες. Στο μυθιστόρημα του Ραμπ ακόμη και όσοι μη Εβραίοι δεν είναι εθνικιστές και ρατσιστές, μοιάζουν να ανακυκλώνουν στερεότυπα και προκαταλήψεις αναφορικά με Εβραίους συμπολίτες τους, με τέτοιο τρόπο που αποσαφηνίζεται στον αναγνώστη ένας από τους πολλούς λόγους επιτυχίας της ρατσιστικής προπαγάνδας του χιτλερικού καθεστώτος και της ναζιστικής ιδεολογίας στη μεσοπολεμική Γερμανία. Και είναι βέβαια ο λόγος και οι πράξεις των Εβραίων ηρώων του μυθιστορήματος του Ραμπ που ενισχύουν τη διαφορά ανάμεσα στις προκαταλήψεις και την πραγματικότητα, το λόγο και τον αντίλογο, ανατέμνοντας έτσι τη λογοτεχνική εικόνα του Εβραίου.
Ωστόσο, και η λύση του γρίφου που επιλέγει να δώσει ο Ραμπ στο έργο του, συνηγορεί υπέρ του χαρακτηρισμού του ως αριστουργήματος του είδους του. Καθώς μοιάζει υπέρμαχος της θεωρίας «η απλότητα είναι η υπέρταση επιτήδευση», απομακρύνεται από μια πολύπλοκη, ψυχαναλυτικού τύπου, ερμηνεία και ανάγει το έγκλημα σε πολιτική υπόθεση, βγάζοντας στην επιφάνεια αριστοτεχνικά τη ρίζα του κακού και την αιτία της παρακμής εν τη γενέσει της, όταν δηλαδή ο ρατσισμός γίνεται πολιτική πρακτική της εκάστοτε εξουσίας, μετατρέποντας την πάλη των τάξεων σε πάλη των φυλών στο όνομα μιας κίβδηλης «καθαρότητας του αίματος».