Συνομιλία με την Γιούλη Αναστασοπούλου.
«Κανένας φόνος δεν ξεφυτρώνει από το πουθενά», ούτε τα καλά βιβλία ξεφυτρώνουν από το πουθενά, αλλά φυτρώνουν με δουλειά και μπόλικη φαντασία, όπως οι 4 εποχές του κύριου Ανανία της Μιράντας Βατικιώτη.
Aστυνομικό με φόντο την Πάτρα; Ναι. Ο κύριος Ανανίας, που το όνομά του μου θύμισε την αγαπημένη Φρουτοπία, ένα καλοπλεγμένο μυστήριο και φυσικά ο αστυνομικός, ο κύριος Παπαδόπουλος, ο οποίος πότε αναρωτιέται αν η ποσότητα ζάχαρης που τρώμε είναι βλαβερή για την υγεία και πότε επιδίδεται σε σημαντικότερες σκέψεις, όπως το γιατί εκείνο το πτώμα έμοιαζε να αγναντεύει ανέμελα τη θάλασσα. Ευτυχώς για μας αυτή η ιστορία δεν είναι για παιδιά, φτιάχτηκε για να την απολαύσουν οι μεγάλοι. Kαι είναι απολαυστικότατη.
-Μιράντα, γιατί η Πάτρα γίνεται η πόλη του εγκλήματος;
-Πέρα από το γεγονός ότι εκεί σπούδασα, την επέλεξα γιατί… εκεί σπούδασα! Για να πω την αλήθεια, η όλη ιστορία με το πτώμα που βρίσκεται στην Πάτρα έχει να κάνει με τον τρόπο που συνθέτω. Η συνήθης συνταγή μου είναι να βάζω στο συγγραφικό καζάνι αλήθειες και μετά να προσθέτω ψέματα – ανακατεύω καλά και μετά δοκιμάζω να δω τι έκανα. Η Πάτρα είναι μια πολεοδομική και ανθρωπογεωγραφική αλήθεια, την οποία μαγείρεψα με το πτώμα του κύριου Σωτήρη. Κι είναι γεγονός πως, πέρα απ’ την Αθήνα, δεν υπάρχει κάποια πόλη που να έχω κατοικήσει για μεγάλο διάστημα. Πάτρα. Μια δόση αλήθειας από έναν τόπο οικείο. Κάπως έτσι.
-Τι μας επιφυλάσει ένα «ανέμελο» πτώμα;
-Είναι δυνατόν να είναι ένα πτώμα ανέμελο; Κι όμως! Όλα μπορουν να συμβούν σ’ αυτη την υπόθεση που καλείται να εξιχνιάσει ο επιθεωρητής Παπαδόπουλος.Και μάλιστα, αν θες τη γνώμη μου, η πιο μεγάλη αντίφαση που συμβαίνει είναι ο ίδιος ο Παπαδόπουλος. Ένας επιθεωρητής σνομπ (είναι καταδικασμένος να ζει σε ένα κόσμο ηλιθίων με πρώτο και καλύτερο τον βοηθό του, τον Α. Αλεξάκη), εκκεντρικός (στις αστυνομικές μεθόδους του), λάτρης του S. Beckett (τον οποίο δεν παραλείπει να συμβουλεύεται όταν τα πράγματα κολλάνε), της γιόγκα, του διαλογισμού και του τάι-τσι (τα οποία εφαρμόζει στη δουλειά του), ορθοφάγος (προσπαθεί να περιορίσει τη ζάχαρη), κολλημένος με τη μαμά του (και τα τάπερ με τα φαγητά της) και φανατισμένος εργασιομανής. Ωστόσο, παρά τις ιδιοτροπίες του, οφείλω να αναγνωρίσω πως είναι αποτελεσματικός, όσα εμπόδια κι αν του στήνει ο υπαρκτός σουρεαλισμός της σύγχρονης Ελληνικής πραγματικότητας.Βασική του αρχή είναι πως η σκηνή του εγκλήματος αποτελεί ένα έργο τέχνης , το οποίο δημιούργησε ο δολοφόνος, είτε ηθελημένα είτε όχι. Ο επιθεωρητής καλείται να προσεγγίσει δια της ερμηνευτικής μεθόδου τη σκηνοθεσία που άφησε πίσω του ο δολοφόνος προκείμενου να “επικοινωνήσει” μαζί του, να τον καταλάβει, να μπορέσει να δει τις κινήσεις του (εδώ βοηθάει πολύ ο διαλογισμός). Ένα πτώμα αραχτό σε ξαπλώστρα παραλίας, με τα χέρια στις τσέπες και τα μάτια στραμμένα προς τη θάλασσα, πράγματι είναι μια εικόνα ανεμελιάς. Μοιάζει σαν να φρόντισε ο δολοφόνος το θύμα του. Ή μήπως θέλει να περάσει ένα μήνυμα μἐσω αυτής της τοποθέτησης; Κι αυτή η λέξη που είναι γραμμένη στο μέτωπό του, τι σημαίνει; Φτάνει. Δεν λέω άλλα. Το ανέμελο πτώμα επιφυλάσσει έναν επιθεωρητή που εξαντλεί τα όρια της λογικής και ένα βουνό από ερωτήματα που χτίζουν το μυστήριο και την αγωνία.
-Όταν όλα πάνε καλά έρχεται μια λέξη να σου μαδήσει την υπόθεση. Σου έχει συμβεί ποτέ; (φαντάζομαι όχι με φόνο!)
-Με φόνο όχι, αλλά με το γράψιμο ουκ ολίγες φορές. Σε γενικές γραμμές προσπαθώ να τα’ χω καλά με τις λέξεις. Εγώ τις γράφω κι εκείνες μου δείχνουν τους δρόμους της αφήγησης. Δεν τις ενοχλώ, δεν με ενοχλούν κι εκείνες. Αλλά όχι πάντα. Κάποιες φορές, ενώ όλα πηγαίνουν καλά, έρχεται μια λέξη και πράγματι μου μαδάει την υπόθεση. Από πού ξεφύτρωσε; Γιατί αυτή; Τι θέλει; Είναι επειδή έχω την κακή συνήθεια να μην τις σβήνω. Άμα γραφτεί η λέξη μετά τέλος. Κι άντε να βρεις πού σε πάει… αλλά, στο τέλος, ναι, κάπου σε πάει. Απλά καπνίζω πολύ. Ένα τσιγάρο ανά επαναστάτρια λέξη.
-Πόσο καιρό ήταν στο μυαλό σου η ιστορία;
-Για όσο διήρκεσε η συγγραφή. Δεν ήταν προσχεδιασμένο τίποτα παρά μόνο το έγκλημα. Σκέφτηκα, δηλαδή, ποιος έκανε το φόνο, πώς και γιατί και αμέσως άρχισα να γράφω γιατί δεν ήθελα να προτρέξω και να δημιουργήσω πιθανά σενάρια επίλυσης της υπόθεσης. Όπως λέει σε κάποια στιγμή ο Παπαδόπουλος “Δεν πρέπει να προτρέχουμε και να βγάζουμε βιαστικά συμπεράσματα γιατί θα χάσουμε την ουσία, που δεν είναι άλλη από το εδώ και τώρα”. Με ένα τέτοιο σκεπτικό έστησα τη σκηνή του εγκλήματος ως ένα λεπτομερές και καθαρό αποτύπωμα του φόνου και μετά άφησα τον επιθεωρητή Παπαδόπουλο να κάνει τη δουλειά του.Δεν ήμουν σίγουρη εξ αρχής σε ποιο από τα στοιχεία θα επικεντρωθεί πρώτα ή τι θα του στρέψει την προσοχή προς τη σωστή κατεύθυνση. Μόνο για ένα πράγμα ήμουν σίγουρη: θα τον πιάσουν τον δολοφόνο. Ο λόγος αυτής της σιγουριάς είναι πως χρειάζομαι να δώσω φωνή σ’εκείνον που έκανε το έγκλημα,να ακουστεί ο λόγος του. Πέρα απ’ αυτές τις σιγουριές όμως, γράφω σαν να διερευνώ επί τόπου. Εκπλήσσομαι πολλές φορές με αυτά που συμβαίνουν ή με κάτι που λέει κάποιος χαρακτήρας και άξαφνα μετατοπίζεται το κέντρο βάρους της ιστορίας δίνοντάς μου νέες ιδέες. Θέλω να έχω αγωνία. Θέλω να ξέρω το ελάχιστο δυνατό για την έκβαση.
-Μου άρεσε πολύ που υπάρχουν περιεχόμενα στο βιβλίο σαν να επρόκειτο για μικρά διηγήματα, τα οποία μάλιστα έχουν και καταπληκτικούς τίτλους. Όπως το λες δηλαδή, κάτι σαν ημερολόγιο εξιχνίασης φόνου.
-Έχω κι εγώ τις εμμονές μου. Μία από αυτές είναι πως με ενδιαφέρει πολύ η σκηνοθεσία ενός βιβλίου -είτε το γράφω, είτε το διαβάζω. Όταν γράφω αντιμετωπίζω το κάθε κεφάλαιο σαν ένα μικρό επεισόδιο που έχει τη δική του ζωή και τη δική του ατμόσφαιρα. Σε κάθε κεφάλαιο αποκαλύπτεται ένα και μόνο ένα στοιχείο, το οποίο πλαισιώνεται από μια σκηνική συνθήκη (βλέπεις, παρ όλο που πιο πολλά χρόνια γράφω απ’ όσα εμπλέκομαι με το θέατρο, έχω ξεσηκώσει πολλά κουσούρια απ αυτό). Αυτή η ενότητα δεν είναι πάντα εύκολο να τηρηθεί, γιατί πολλά μπορούν να συμβούν όσο προχωρά η ιστορία, αλλά προσπαθώ όσο μπορώ να παραμένω πιστή στην απλότητα και τη συμμετρία των δομών. Και τώρα, μιας κι αναφέρθηκε το ζητημα των τίτλων του βιβλίου θα εκμυστηρευτώ και κάτι ακόμα από το συγγραφικό μου εργαστήρι: Ε, λοιπόν, αυτό με τους τίτλους ξεκίνησε για πρακτικούς λόγους και σε πρώτο στάδιο δεν είχα σκοπό να τους βγάλω προς τα έξω. Ήθελα να έχω μια μικρή περιγραφή για το τι συμβαίνει στο κάθε κεφάλαιο, ώστε να ξέρω πού βρίσκομαι, τι έχει συμβεί και, το βασικότερο, ποια είναι η κεντρική αρτηρία του κάθε κεφαλαίου – 399 σελίδες είναι πολλές και χρειαζεσαι χάρτη για να μην χαθείς, πόσο μάλλον όταν δεν έχεις προσχεδιάσει την αλληλουχία των γεγονότων και τη σειρά αποκάλυψης των στοιχείων. Αυτοί οι τίτλοι ήταν ο συνθηματικός μου φάρος. Όταν το τέλειωσα και δεν χρειαζόμουν πια τη βοήθειά τους, ετοιμάστηκα να τους σβήσω. Όμως κοιτάζοντάς τους με άλλο μάτι, πιο νηφάλιο, με έπιασαν τα γέλια – συγκεκριμένα με τον τίτλο“Σ αυτό το κεφάλαιο αποκαλύπτεται ο δολοφόνος”. Όντως σ’ αυτό το κεφάλαιο αποκαλύπτεται ο δολοφόνος. Αποφάσισα να τους κρατήσω. Πού ξέρεις. Μπορεί να γελάσει και κανένας άλλος ή να θέλει χάρτη.
-Τα πράγματα λύνονται συνήθως ξαφνικά εκεί που δεν το περιμένεις από ένα τυχαίο γεγονός-πράξη που περνάει απαρατήρητη, στη ζωή θα προσθέσω και στα μάλλον στα βιβλία.
-Αυτό είναι τρομερό. Όχι τόσο το τυχαίο, όσο το απαρατήρητο. Αυτή η μικρή λεπτομέρεια, που κρύβει όλη την αλήθεια. Γιατί συχνά ψάχνουμε να βρούμε την αλήθεια μας στα μεγάλα και τα σπουδαία, ενώ εκείνη κρύβεται στ’ αβράβευτα και τ’ άσημα. Ταλαιπωρούμαστε από κρίσεις μεγαλομανίας κι όλο προσπαθούμε να αναπνεύσουμε κάτω από τους τόνους χρυσόσκονης και glitter που έχουμε θάψει τους εαυτούς μας. Κι αν μια αστυνομική υπόθεση είναι καθρέφτης της πραγματικότητας, τότε δεν είναι παράλογο που στις 4 εποχές του κυρίου Ανανία το μυστήριο λύνεται εκεί που δεν το περιμένεις, εκεί που κάποιος δεν είχε σκεφτεί να κοιτάξει.
-Και η διαδικασία της συγγραφής πού γίνεται και με ποιο τρόπο;
-Γράφω όπως μιλάω. Γράφω όπου με βρει.
-Αλλά πες μας λίγα πράγματα ακόμα για τους ήρωες του βιβλίου σου.
-Δύσκολη ερώτηση. Μπορώ να μιλάω χωρίς τελειωμό για τον επιθεωρητή Παπαδόπουλο και τον βοηθό του, Αλέξη Αλεξάκη. Αλλά αυτό δεν είναι σωστό. Οι δύο κεντρικοί ήρωες αναπτύσσονται κι αναπνέουν μέσα από τις αράδες του βιβλίου – τι δουλειά έχω εγώ να τους συζητάω έξω απ’ τις σελίδες, έξω από το χωροχρόνο τους; Κι αν ο Παπαδόπουλος μ’ έπιανε επ’ αυτοφόρω να μιλάω γι’ αυτόν εκτός υπόθεσης βιβλίου, σίγουρα θα μου έκανε επίπληξη: “Εδώ έχουμε μια υπόθεση να λύσουμε, ένας δολοφόνος κυκλοφορεί ελεύθερος κι εσύ κάθεσαι και σχολιάζεις εμάς”. Σεβαστό. Οπότε, προκειμένου ν’ αποφύγω τη σύγκρουση, θα ανατρέψω λίγο την ερώτηση και θα σας πω τι θα ήθελε ο Παπαδόπουλος να γνωρίζετε γι’ αυτόν: Το παν είναι να κάνουμε σωστά τη δουλειά μας, είτε είμαστε επιθεωρητές είτε είμαστε νεκροθάφτες. Η νηφαλιότητα και η σχολαστικότητα είναι οι απαραίτητες προϋποθέσεις για μια επιτυχημένη λύση – όποιο κι αν είναι το πρόβλημα. Το να κάνει ένας αστυνομικός γιόγκα και τάι τσι δεν είναι ντροπή. Η χρήση του διαλογισμού στη σκηνή του εγκλήματος είναι κάτι που θα έπρεπε να διαδοθεί και να θεσπιστεί ως βασικό μάθημα στις Αστυνομικές Ακαδημίες. Το να αποσπά την πολύτιμη προσοχή σου και τη νηφαλιότητα ένα τηλεφώνημα απ’ τη μαμά σου, που πανικόβλητη σου υπενθυμίζει να περάσεις να πάρεις τα τάπερ με τα φασολάκια, επίσης δεν είναι ντροπή, αλλά αναπόφευκτο, καθώς … ποιος έχει καταφέρει να λύσει τέτοιου είδους ζητήματα; Και, τέλος, το να έχεις για βοηθό έναν άνθρωπο που έχει τα μυαλά πάνω απ’ το κεφάλι, όπως για παράδειγμα ο Αλεξάκης, που δεν έχει καταλάβει πως εδώ είναι Ελλάδα κι όχι FBI, και μάλιστα στην τηλεοπτική του εκδοχή, καλό είναι να το αντιμετωπίσεις με όσο το δυνατόν μεγαλύτερη ψυχραιμία.
-Τι πιστεύεις για το Αστυνομικό σαν είδος;
-Πολλές φορές όταν αναφέρομαι στο αστυνομικό είδος χρησιμοποιώ λέξεις όπως γρίφος ή αίνιγμα. Τέτοιες περιγραφές σκιαγραφούν το τοπίο του μυστηρίου, της αγωνίας και των δυναμικών ερωτημάτων που αναδύονται μέσα από το ταξίδι της εξιχνίασης μιας υπόθεσης. Παρ όλα αυτά δεν υπάρχει μόνο αυτή η διάσταση, αλλά και μία ακόμα: η κοινωνική. Γιατί, όταν ένας άνθρωπος ξεπερνά τα όρια, τότε αποκαλύπτεται η σκοτεινή πλευρά μιας κοινωνίας, οι παθογένειές της, οι φάσεις κι οι αντιφάσεις της. Πώς μπορεί κάποιος να φτάσει στο σημείο να παραβεί τους κανόνες; Από πού έρχεται η ώθηση; Ένα έγκλημα δεν μπορεί παρά να αποκαλύπτει πως κάτι είναι σάπιο στο βασίλειο. Νομίζω πως το αστυνομικό είδος είναι εκείνο που παραδοσιακά φέρνει στο φως τις σήψεις της κοινωνίας, τις υπογραμμίζει και τις διαπραγματεύεται.Κανένας φόνος δεν ξεφυτρώνει από το πουθενά.
-Αγαπημένη σου αστυνομική σειρά ή αλλιώς τι μπορεί να κυοφόρησε την ιστορία σου;
-Το τι κυοφόρησε την ιστορία μου έχει να κάνει με εφιαλτικές δυνατότητες της πραγματικότητας σε συνδυασμό με αστυνομικές σειρές και χαρακτήρες που έχουν “γράψει” μέσα μου. Ένας από αυτούς είναι ο ειδικός πράκτορας του FBI Dale B. Cooper, από την τηλεοπτική σειρά Τwin Peaks– μεταξύ άλλων χαρακτηριστικών του, η ακαταμάχητη φράντζα του με έχει σημαδέψει.Μια ακόμα αγαπημένη σειρά, λογοτεχνική, είναι εκείνη του Henning Mankell με τον επιθεωρητή Wallander. Με έχει στοιχειώσει αυτό που ο Wallander όλο ψάχνει να βρει τι του διαφεύγει. Επίσης, σ’ αυτή την ερώτηση δεν γίνεται να απαντήσω χωρίς να συμπεριλάβω το The Walkind dead, το οποίο παρακολουθώ τηλεοπτικά, αλλά και σε comic. Με ενδιαφέρει το βάθος και η συνέπεια των χαρακτήρων, αλλά και το πλαίσιο του zombie apocalypse – ως πού μπορεί να φτάσει ο άνθρωπος προκειμένου να επιβιώσει; με ποιο τρόπο εξαντλούνται τα αξιακά συστήματα όταν μια κοινωνία καταρρέει;
-Αγαπημένο βιβλίο στο οποίο θα έκανες μια παρέμβαση;
-Όταν αποκαλώ αγαπημένο ένα βιβλίο, τότε σημαίνει πως όλα έγιναν όπως έπρεπε να γίνουν. Άρα, καμία παρέμβαση. Ίσως μόνο, σε μια στιγμή απερισκεψίας, να άπλωνα το χέρι στο “Τέλος του Παιχνιδιού” του Samuel Beckett και να άνοιγα την πόρτα στον Κλοβ να φύγει, να ησυχάσει πια από ‘κει μέσα. Αλλά δεν θα ήταν σωστό. Θα γκρεμιζόταν η συμμετρία. Όχι. Εμμένω στην αρχική μου δήλωση. Quod erat faciendum.
-Πες μας μια λεπτομέρεια για το βιβλίο που θα’θελες να ξέρουμε.
-Στο κεφάλαιο με τίτλο “Το πιο συγκλονιστικό εύρημα” ο Παπαδόπουλος επισκέπτεται ένα δημοτικό σχολείο. Καθώς περιμένει στην αίθουσα του διδακτικού προσωπικού, παρατηρεί ένα παράθυρο με κλεισμένη την κουρτίνα που είναι πιο ψηλά από τα υπόλοιπα. Του μοιάζει με αρχιτεκτονικό λάθος. Ρωτάει σχετικά και του απαντούν πως δεν είναι παράθυρο. Τραβάει την κουρτίνα γεμάτος περιέργεια και βλέπει μια γιγάντια τοιχογραφία, που αναπαριστά έναν αγκυλωτό σταυρό. Τον πιάνει ναυτία. Μία δασκάλα του εξηγεί πως αυτό το κτίριο στέγασε Γερμανούς στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο και, καθώς η τοιχογραφία θεωρείται ιστορικό μνημείο, δεν επιτρέπεται να σβηστεί, παρά μόνο να καλυφθεί με κουρτίνα.
Κανένας δεν με έχει ρωτήσει κάτι σχετικό. Η απάντηση είναι πως δεν το επινόησα. Αυτή η τοιχογραφία υπάρχει πράγματι σε ένα δημοτικό σχολείο στο Νέο Ηράκλειο, όπου δούλεψα ως αναπληρώτρια για έναν χρόνο, και τράβηξα αυτή την κουρτίνα το 2011.
-Ποιον δημιουργό θα μας πρότεινες να ανακαλύψουμε;
-Εξομολογούμαι πως τα λογοτεχνικά μου ψαξίματα το τελευταίο διάστημα δεν έχουν εστιάσει σε νέους δημιουργούς. Ωστόσο, μέσω του εκδότη μου, είχα την τύχη να έρθω σε επαφή με έναν νέο και νεώτερό μου ηλικιακά συγγραφέα, τον Κώστα Δρουγαλά. Με ενδιέφερε πολύ το βιβλίο του (“Το τελευταίο τραγούδι του Ντύλαν”) – προσεγγίζει με ευαισθησία το ζήτημα της κρίσης, η γραφή του είναι ανεπιτήδευτη και, καθώς είμαι λάτρης των λογοτεχνικών ευρημάτων, θα σημειώσω τη συνομιλία που στήνει με τον “θρύλο” Ντύλαν.
Σ’ευχαριστώ πολύ.
Bιογραφικό
Η Μιράντα Βατικιώτη γεννήθηκε στην Αθήνα το 1982. Σπούδασε Θεατρολογία στο Πανεπιστήμιο Πατρών, είναι απόφοιτος του Μεταπτυχιακού Προγράμματος Σπουδών του τμήματος Θεατρολογίας του Καποδιστριακού Πανεπιστημίου και από το 2014 είναι υποψήφια διδάκτωρ του τμήματος Θεατρικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Πελοποννήσου. Το θέμα της διατριβής της είναι ο σύγχρονος χορός στην Ελλάδα από τη δεκαετία του ’80 μέχρι σήμερα. Από το 2005 μέχρι σήμερα έχει συνεργαστεί με ομάδες θεάτρου, κουκλοθεάτρου και μιμικής ως συγγραφέας, δραματουργός, δραματολόγος και ερμηνεύτρια. Είναι συγγραφέας του διηγήματος μυστηρίου “Μαγικό ρολόι” (εκδ. Κ. Μ. Ζαχαράκης, 2005), το οποίο προτάθηκε για Κρατικό Βραβείο Παιδικής Λογοτεχνίας και του αστυνομικού μυθιστορήματος “Οι τέσσερις εποχές του κυρίου Ανανία” (εκδ. Πικραμένος, 2016).