Το αβάσταχτο Είναι της Ύπαρξης (της Σωτηρίας Καλασαρίδου)

0
494

της Σωτηρίας Καλασαρίδου (*)

 

 

Πενήντα ημέρες ημερολογιακής γραφής αποδίδουν επί της ουσίας τις τελευταίες εβδομάδες ζωής του πρωταγωνιστή, του Βασίλη, στο Βογατσικό της Καστοριάς, τόπο καταγωγής του ήρωα και τόπο της τελευτής του στο καινούριο βιβλίο του Λεωνίδα Κεφαλά που φέρει τον τίτλο Το Ημερολόγιο του Βασίλη που κυκλοφόρησε πρόσφατα (2018) από τις εκδόσεις Εκάτη. Η χρήση του πρώτου ενικού προσώπου καταδεικνύει τον εξομολογητικό τόνο της γραφής― στοιχείο που διατηρείται ομοιόμορφα σε ολόκληρο το βιβλίο ― δικαιώνοντας ταυτόχρονα τον ημερολογιακό χαρακτήρα του έργου που προοικονομείται ακόμη από τον τίτλο.

Θα μπορούσαμε να ισχυριστούμε πως μολονότι το συγγραφικό υποκείμενο και η πρωταγωνιστική φιγούρα είναι δύο διαφορετικές φωνές, παρόλα αυτά ο ποιητής – συγγραφέας έχει δημιουργήσει ένα alter ego, μία περσόνα για να κοινωνήσει στους αναγνώστες το ιδεολογικό φορτίο της γραφής του, χρησιμοποιώντας μία γλώσσα, η οποία κυρίαρχα ποιητική στα θεμέλιά της, υπερβαίνει την εκδοχή του απλοϊκού λυρισμού. Πιο συγκεκριμένα, στη γλώσσα του Κεφαλά κυριαρχεί ένας διπολισμός που αφορά αφενός και κυριαρχικά στην ποιητική εκφορά των ιδεών αφετέρου και εξίσου δραστικά στην καταφυγή του φιλοσοφικού λόγου. Διαβάζουμε:

 

Τι κι αν η Φύση, που χαρίζει απλόχερα τα δώρα της σε άλλους,

μου στέρησε τη δυνατότητα ν’ αγαπήσω και ν’ αγαπηθώ; Πρό-

λαβα να δω στο Πρόσωπο μιας γυναίκας τον Ρυθμό…. [Μέρα 3, σ.14].

Στις μορφολογικές ιδιοτυπίες της συλλογής θα πρέπει να εγγράψουμε την ποίκιλση της ποιητικής γραφής με τον στίχο – εδάφιο (verset) ―  στο έργο διακρίνουμε κάποιες τόσο ιδεολογικές συγγένειες όσο και φορμαλιστικές συνάφειες με την Ασκητική του Νίκου Καζαντζάκη ―  με το poèm en prose, γνωστό και ως πεζοποίημα, μέχρι και με τη γραφή κειμένων με πυκνή συμβολική ποιητική γλώσσα που ωστόσο υπερβαίνουν τα χωρικά όρια ενός ποιήματος. Ο Κεφαλάς παρουσιάζει στο σύνολο του έργου του[1] με σταθερή συνέπεια μύχιες πτυχές κεντρικών θεμάτων που ταλανίζουν τον άνθρωπο, όπως είναι ο έρωτας, η τέχνη, η Ύπαρξη, ο χρόνος και ο θάνατος με καταφυγή για την απόδοσή τους στη χρήση συμβόλων. Σποραδικά, η αντίθεση που δημιουργείται ανάμεσα στο νόημα των στίχων και τη φόρμα τους αναδεικνύουν και εντείνουν μια σκοπίμως ματαιωμένη μουσικότητα.

Είναι μέσα μου πεδιάδα μικρή με λιτό ουρανό

και ένα φως κρύο, σκληρό ― κι ένα άτι λευκό για  

πάντα καλπάζει· καλπάζει με ήχο βουβό. [Μέρα 44, σ. 56].

Η έννοια του θανάτου αποδίδεται πολυπρισματικά και εξετάζεται στο πλαίσιο του αντιθετικού ζεύγματος ζωή / θάνατος, ζεύγμα το οποίο συχνά το συναντούμε και ως αντίθεση φως / σκοτάδι, αλλά και ως μια άλλη, συμπληρωματική, θα τολμούσα να ισχυριστώ, διάσταση της Ύπαρξης. Ειδικότερα, η νοηματική αντίστιξη φως / σκοτάδι, εφορμώντας τόσο από το γνωστό πλατωνικό ζεύγμα φως / σκοτάδι της «αλληγορίας του Σπηλαίου» και εν γένει του πλατωνικού σύμπαντος των ιδεών φαίνεται να εκβάλλει τις περισσότερες φορές στην έννοια της Ύπαρξης. Η πάλη ανάμεσα στο σκοτάδι και το φως, τη γνώση και την άγνοια, την αφθαρσία και τη φθορά τείνει να είναι ισόπαλη, έχοντας ουδέτερο πρόσημο και αμφίσημη λειτουργία. Ερανίζουμε το κομμάτι από την τριακοστή τέταρτη ημέρα:

Η παιδική μου ηλικία, η εφηβεία, η νιότη, ήταν όλες ζωή μέσα

στο σκοτάδι. Το σκοτάδι είναι και αυτό με τη σειρά του μια μορ-

φή από φως. Ναι, το σκοτάδι βγαίνει από μια πηγή που ανα-

βλύζει φως.

Έχω τώρα ένα σώμα από σκοτάδι και από φως. [Μέρα 34, σ. 45].

Όμως ο πλατωνικός κόσμος των ιδεών, οι πλατωνικές σκιές και τα είδωλα συνυφαίνονται άρρηκτα στο παρόν έργο και με την έννοια του έρωτα. Η α-χρονικότητα του έρωτα συμπίπτει νοηματικά τόσο με τη διαχρονική διάσταση της έννοιας όσο και με την προ-ύπαρξή της σε έναν μη ορατό κόσμο. Το νοηματικό ισοδύναμο του έρωτα ιδωμένο σε ένα ιδεολογικό πλαίσιο καλύπτει αφενός ένα χρονικό φάσμα που εκτείνεται από το τώρα μέχρι το άπειρο αφετέρου σε ένα χωρικό πλαίσιο καλύπτει το χάσμα από το εδώ μέχρι το επέκεινα. Η παραπλανητική διάσταση του ισχυρότερου και πιο βουλητικού ίσως ανθρώπινου συναισθήματος αποδίδεται αισθητικά και πάλι με καταφυγή στα σύμβολα και την πολυεπίπεδη υπαινικτική τους λειτουργία.

 

«[…] Ήταν τα είδωλα,

η αγάπη των ειδώλων που με έκανε κακούργο―

αυτή η γυναίκα

στο πίσω μέρος από το κεφάλι μου

είναι βαμμένη πορφυρή·

και μ’ αγριεύει

 

κάποιες φορές

σηκώνεται και περπατά

τότε πολλές μαζί φωνές ζητούν να σηκωθούν·

ύστερα όλες μαζί να πάψουν

 

άλλοτε πάλι

στα είδωλα γυρεύει ν’ απλωθεί

στο πρόθυρο του νου

έξω από χρόνο. [Μέρα 37, σ. 48].

Ωστόσο, η έννοια του έρωτα στο έργο του Κεφαλά δεν έχει μηδενιστική διάσταση, στον βαθμό που η ιδέα του έρωτα δύναται κάποιες φορές να ενσαρκωθεί και έτσι το συναίσθημα να αποκτήσει την περισσότερο γήινή του πλευρά, την πιο υλική, μακριά από ιδεατά σχήματα. Ενεργοποιώντας και πάλι τη συμβολική λειτουργία της ποίησης το ποιητικό υποκείμενο εκφράζει την κορύφωση της ερωτικής επιθυμίας, το άγγιγμα.

 

[…] (Θα ’ρθώ ξανά εκεί

Όπου τελειώνει η θάλασσα

Κι αρχίζει πικροδάφνη

 Θα ’ρθώ ξανά εκεί

Για να σ’ αγγίξω μόνον). [Μέρα, 17, σ. 28].

Κλείνοντας θα πρέπει να υπογραμμιστεί ο νευραλγικής σημασίας ρόλος που διαδραματίζει η εν γένει έννοια της Ύπαρξης στο παρόν έργο, μια έννοια που εγκιβωτίζει τον θάνατο και τη ζωή σε μια χρονική και χωρική πύκνωση. «[ …] Ο χρόνος της Ύπαρξης δεν έχει βέλος· είναι πάντα τώρα! / Και ό,τι κάποτε υπήρξε, για πάντα υπάρχει! […]», μας λέει ο Βασίλης σύμφωνα με την όγδοη ημέρα του ημερολογίου του. Και παρά την αυτοχειρία του ήρωα κατά την πεντηκοστή συγγραφική ημέρα, το τέλος του βιβλίου δεν αναδύει δηλητήριο, αφού το alter ego του Κεφαλά ή καλύτερα ο ίδιος ο ποιητής δεν είναι οργισμένος και μοιάζει να μην αποδίδει την απόφασή του σε κοινωνικές και πολιτιστικές αιτίες αλλά κυρίως στο συναίσθημα του ανικανοποίητου των βασικών ανθρώπινων επιθυμιών. Θα τολμούσε να ισχυριστεί κανείς ότι το αποδίδει στην αβάσταχτα συνεχή βούληση του ανθρώπου να ικανοποιήσει ό,τι a priori είναι αδύνατον να ικανοποιηθεί.

[1] Για την κριτική αποτίμηση των προηγούμενων ποιητικών συλλογών του Λεωνίδα Κεφαλά, βλ Δημήτρης Κόκορης, «Φιλοσοφικός επιτονισμός στην ποιητική γλώσσα του Λεωνίδα Κεφαλά», στο περ. Τα Ποητικά, τ.16, 2014, σ. 20-21.

 

info:  Λεωνίδας Κεφαλάς, Το Ημερολόγιο του Βασίλη, Εκάτη

(*) Η Σωτηρία  Καλασαρίδου είναι Δρ. Λογοτεχνικής Εκπαίδευσης Α.Π.Θ. ― Μεταδιδακτορική ερευνήτρια Ι.Κ.Υ.

 

 

Προηγούμενο άρθροΟ θρύλος του Ασλάν Καπλάν, ο θρύλος της Θεσσαλονίκης (του Χρήστου Δανιήλ)
Επόμενο άρθροΟι δαίμονες της ζωής και το αμερικάνικο όνειρο (της Εύας Στάμου)

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ