Το άρρητο της Ποίησης και οι μεταμορφώσεις του Άλλου στην ποίηση της Ζέφης Δαράκη (της Άννας Κατσιγιάννη)

0
933

Άννα Κατσιγιάννη (*)

«Το άρρητο της Ποίησης και οι μεταμορφώσεις του Άλλου στην ποιητική συλλογή Ερήμωνε της Ζέφης Δαράκη» (**)

Η ποιητική συλλογή, με τον ευρηματικό τίτλο Ερήμωνε (2012), αποτελείται από σαράντα τρία ποιήματα, τα οποία στεγάζονται σε πέντε ενότητες: η πρώτη είναι άτιτλη, η δεύτερη συνθετική ενότητα έχει τίτλο «Σελεστίνη» και συντίθεται από δέκα ποιήματα (με λατινική αρίθμηση)· ακολουθούν: «Το μέλλον του θανάτου ποιο θα είναι;»· «Γκρεμίστηκε το μπαλκόνι στα ψηλά» και «Ο βόμβος της μέρας». Οι πέντε τούτες ενότητες μπορούν να αναγνωστούν ως ψηφίδες μιας ποιητικής αυτοβιογραφίας. Όσον αφορά στη λεκτική και τη ρητορική εκφορά του λόγου, και στη συλλογή αυτή, η ελλειπτική απόδοση των εικόνων ενισχύεται από την ελλιπή στίξη, τους απροσδόκητους συνδυασμούς λέξεων, τις ημιτελείς φράσεις, τα ανακόλουθα σχήματα. Ο τεχνικότατα ρυθμισμένος, με ρυθμικές επαναλήψεις και παρηχήσεις, ελεύθερος στίχος συνυπάρχει με τον πεζό στίχο, το verset.

Σ’ αυτά τα ποιήματα, γραμμένα, ως επί το πλείστον, σε πρωτοπρόσωπη ή τριτοπρόσωπη αφήγηση, διασαλεύονται τα όρια ανάμεσα στην πραγματικότητα και το όνειρο, κυριαρχεί η εκφραστική λιτότητα, η νοηματική πύκνωση της γραφής, η θλίψη, το πένθος, η υπαρξιακή, οντολογική και μεταφυσική αναζήτηση, η σύμπλευση του παρελθόντος με το παρόν και το μέλλον σε ένα άρρηκτο όλον. Όπως υπονοήθηκε παραπάνω, το έργο της Δαράκη θα μπορούσε να διαβαστεί ως «αυτοβιογραφικός» μονόλογος, μια συνειρμική ποιητική κατάθεση, όπου οι λέξεις δεν αφηγούνται, κατακτούν την απροσδιοριστία, το ακίνητο, το άδηλο, τη ρευστότητα μέσα από τις διεργασίες της μνήμης. Η μετανεωτερική υπαρξιακή αναζήτηση, η οδύνη, η εξομολόγηση, η εμμονή στην έσχατη αγωνία του «υπάρχειν», ο αναστοχασμός καθιστούν το έργο της Δαράκη ένα «work in progress»,[1] ένα εκτεταμένο συνθετικό ποίημα, χωρίς στίξη, όπου ο κόσμος διόλου παγιωμένος, αναπαριστάται ρευστός και φευγαλέος. Πρόκειται για μια εσωστρεφή περιδίνηση της ποιήτριας, που την θωρακίζει απέναντι στην Πτώση και την Ήττα που απεργάζεται η Ιστορία.

Ο Κώστας Γ. Παπαγεωργίου, στην κριτική παρουσίαση-ανθολόγηση της ποιήτριας, στον τόμο Η ελληνική ποίηση, Η Δεύτερη Μεταπολεμική Γενιά, σημειώνει χαρακτηριστικά ότι «η αγωνιώδης προσπάθεια [της Δαράκη] να μετακινεί διαρκώς πρόσωπα, πράγματα και καταστάσεις, από τον χώρο της κατακερματισμένης πραγματικότητας στον απολύτως προσωπικό της χώρο, προσδίδοντάς τους, εκεί, διαστάσεις ονείρου – έστω εφιαλτικού –, φαίνεται ότι αποτελεί τη βασική της μέριμνα και συντελεί στην άκρα ιδιαιτερότητα της ποίησής της.»[2] Επιπλέον, θεωρεί πως ο πεσσιμισμός, ο μηδενισμός αλλά και η διαβρωτική αίσθηση της διάψευσης, ακόμα και της ενοχής, αποτελούν το κύριο ψυχικό κλίμα των ποιητών της δεύτερης μεταπολεμικής γενιάς, το οποίο κληρονομούν από τους προκατόχους τους και ιδιαίτερα τους ποιητές της πρώτης μεταπολεμικής γενιάς. «Η εσώστροφη διάθεση των ποιητών της Β’ μεταπολεμικής γενιάς – διάθεση από την οποία εκπηγάζει η συχνά εκδηλωνόμενη ανάγκη για μοναχικές εξομολογήσεις, σχετικά με ό,τι αποτελεί τον πυρήνα της τραυματικής τους μνήμης-, φορτίζει τον ποιητικό τους λόγο συναισθηματικά και συγκινησιακά, τον καθιστά πραγματικό ‘συγκινησιακό ισοδύναμο της σκέψης’ και συντελεί στη διαμόρφωση μιας γλώσσας αυτοβιογραφικής: στη συναισθηματική μετάδοση της εμπειρίας του ιστορικού γίγνεσθαι.»[3]

Η αναπόληση, η νοσταλγία, η απουσία, οι «δαιμόνιοι» μηχανισμοί της ποίησης, η αυτοκαταστροφικότητα και η ανεπάρκεια του λόγου να εκφράσει το άφατο, το άρρητο, η επαναστατική, μεταμορφωτική ή αποκαλυπτική δύναμη της τέχνης, ο αόρατος άλλος που διασχίζει την ποίηση είναι κάποια από τα βασικά θέματα που σηματοδοτούν την εύκαρπη ποιητική διαδρομή της Δαράκη.

«Η ίδια η νοσταλγία είναι το πάθος που διακινεί την ποίηση. Και οδηγεί το ποίημα στη δ ύ ν α μ η  ε κ ε ί ν ω ν  τ ω ν  λ έ ξ ε ω ν που τελικά αναπλάθουν τα γεγονότα φανταστικά ή πραγματικά», επισημαίνει η ποιήτρια σε συνέντευξή της.

Σε όλο το εύρος της η ποίησή της κινείται γύρω από το φοβερό ανερμήνευτο, το άλεκτο, το άδηλο ή απροσδιόριστο, το σιωπηλό, το αθέατο, την αλληλόδραση λόγου και σιωπής.

«Το άλεκτο λοιπόν, το ανερμήνευτο φοβερό, […] είναι εκείνο το σημείο εκκίνησης μέσ’ απ’ το ρεύμα του τρόμου μου, απ’ όπου διέρχεται σιωπηλά το ποίημα. Αλλά κάτω από το ποίημα ‘ακούγεται’ αυτό που δ ε ν  γ ρ ά φ ε τ α ι. Το ανείπωτο του φόβου. Το ποίημα φοβάται. Φοβάται το φόβο του. Τελικά, βέβαια, γράφεται και γι’ αυτό συνεχίζει, ψάχνοντας στα σκοτεινά της ποίησης, αναζητώντας τ ο  α ν ε ί π ω τ ο. Αλλά, όπως γράφεται, όπως λέγεται ε ρ η μ ώ ν ε τ α ι. Ερειπώνεται – απ’ όπου και ο τίτλος της τελευταίας μου συλλογής, Ερήμωνε», επισημαίνει και πάλι στην ίδια συνέντευξη η Δαράκη.[4]

Η φωνή διαθλάται στη σιωπή και αντιστρόφως και, όμως, η ποίηση συνεχίζει και επιμένει να γράφεται υπερβαίνοντας τον φόβο του ανείπωτου ή του «μισοειπωμένου», αξιοποιώντας μάλιστα το άρρητο ως στοιχείο υποβολής.


Πρόκειται να κάνουμε
ένα πρωινό περίπατο
πρόκειται να μιλήσουμε
για ανύπαρκτα γεγονότα
αόριστες πράξεις
Πρόκειται για πρόσωπα που φανταστήκαμε
για λόγια που δεν ειπώθηκαν ποτέ

Πρόκειται να υπερασπιστούμε
την πιο ανυπεράσπιστη σιωπή
να συναντήσουμε
τα μάτια που ξενίτεψαν τον ουρανό
να φιληθούμε
με όσους μπόρεσαν να μας αγαπήσουν

Πρόκειται να επιμείνουμε
στο ακαθόριστο του προορισμού μας

Το ποιητικό υποκείμενο «θεατρίζεται μ’ ένα μικρόφωνο ψυχής στα ηλεκτροφόρα σύρματα των λέξεων».  Η συνομιλία του ποιητικού εγώ, στο ποίημα «Βλαδιμήρ», με τον αυτόχειρα ποιητή, δημιουργεί, μέσω της μετωνυμίας, μια δραστική ισοτοπία που υπαινίσσεται την αυτοχειρία της ίδιας της ποίησης: η τέχνη και η οδύνη, η τέχνη και ο εφιάλτης συμπορεύονται ως το τέλος. Η οριακή επαναστατικότητα της ποίησης, «η μόνη ουτοπική επαναστατική πράξη απέναντι στον κόσμο», συμβολοποιείται στη μορφή του Βλαδιμήρ Μαγιακόφσκι, όπου η αυτοκαταστροφή της ποίησης συμβαδίζει με το οξύμωρο της αναγέννησής της:

Βλαδιμήρ

Τα ποιήματα, μου λέει ο Βλαδιμήρ
που ακούγονται στα μπαρ και
πλάι στα κομπρεσέρ στα βιβλιοπωλεία
και στους πεζόδρομους

Και μέσ’ στις μεγάλες αίθουσες
από τα βάθη των αιώνων μου λέει
Κι από τα βάθη των επαναστάσεων
τα κείμενα κι οι μουσικές και τα χρώματα
είναι μια βία πάνω σου η τέχνη – η έμφλογη επιλογή
Το διατρέχον ρίγος …

Εγώ τον είδα εκείνο τον άνθρωπο,
από το μέτωπό του έτρεχαν αίματα
Ποτάμι τα αίματα της Ιστορίας

Και πάντα έτσι γίνεται
κανείς δεν το καταλαβαίνει
πως εφιάλτης και τέχνη
πηγαίνουν μαζί

ως τον τελευταίο πυροβολισμό

Το ζήτημα του προσδιορισμού της ταυτότητας, του αυτοπροσδιορισμού του κειμενικού υποκειμένου τίθεται ήδη στο πρώτο ποίημα της συλλογής, όπου η Δαράκη επινοεί το προσφιλές της σκηνικό του «αρχάγγελου», όπως τον ονομάζει σε παλαιότερή της συλλογή καθρέφτη (Ο αρχάγγελος καθρέφτης, 1976). Στο βάθος του καθρέφτη το κειμενικό υποκείμενο διακινδυνεύει να αναζητήσει  τον εαυτό και τον άλλο, τους πολλούς ίσως εαυτούς μέσα από τη μνήμη και τη μεταμορφωτική δύναμη του κατόπτρου. Οι μεταμορφωτικές ή παραμορφωτικές ικανότητες του καθρέφτη αλλοιώνουν το είδωλο και το προδίδουν. Ο καθρέφτης εγκιβωτίζοντας το κλάμα, το γέλιο, την ανατροπή, την ειρωνεία, την αυτοειρωνεία από αρχάγγελος καθρέφτης γίνεται δαίμων. Μέσα από την ειρωνεία, τις υπαινικτικές σιωπές, μπαίνει στο κέντρο ο Άλλος ως προσωπείο του εγώ προσφέροντας μια ψυχική αναπαράσταση του σώματος, διασαλεύοντας τα όρια φαινομένου και πραγματικότητας. Το ποιητικό υποκείμενο είναι ταυτόχρονα ο είρων και το θύμα της ειρωνείας. Ο καθρέφτης γίνεται ο λόγος και η ποίηση αντικατοπτρίζεται όχι στην επιφάνεια, αλλά στο σκοτεινό του βάθος, όπως πολύ εύστοχα παρατηρεί η Έλλη Φιλοκύπρου.[5]

Υπομένοντας την αγάπη σου
υπομένοντας το θρίαμβο
του προσώπου σου

αραιώνοντας το χρόνο σου
σιγά σιγά εγώ
ο καθρέφτης σου

εκβάλλοντας το πρόσωπό σου
στα δάκρυά του

Είρων και κλέφτης των δακρύων σου
Εγώ, ο δαίμονάς σου έγινα
το πρόσωπό σου
απέναντι στο είδωλό του

Η απουσία παραμυθίας, η απόγνωση, το αδιέξοδο, η πίστη στην εγκόσμια σύλληψη του χρόνου που καθιστά το ποιητικό υποκείμενο μελαγχολικό, επαυξάνει τη δραματικότητα της ποίησης της Δαράκη. Η τοπιογραφία του θανάτου, η μεταφυσική αγωνία, η ελεγειακή τονικότητα, η ειρωνεία εντείνονται στον διάλογο του ποιητικού εγώ με τον υπαρξιστή φιλόσοφο Σέρεν Κίρκεγκωρ (1813-1855), ο οποίος ως αόρατος αναγνώστης διασχίζει την ποίησή της. Ο τρόπος με τον οποίο σκηνοθετείται ο Δανός στοχαστής και η διαλεκτική σχέση με τη μορφή και τις απόψεις του στο ποιητικό έργο της Δαράκη αποτελεί ζητούμενο μιας συστηματικής μελέτης, καθώς ο Κίρκεγκωρ συγκροτείται ως προσωπείο συνομιλητή (ή  alter ego) και σε προγενέστερες ποιητικές συλλογές.[6] Υπάρχει σχεδόν μόνιμα ένας διάλογος που διασχίζει την ποίησή της από βιβλίο σε βιβλίο. Θα μπορούσε κανείς να υποπτευθεί και να καταλήξει στη βεβαιότητα ότι αυτό που περισσότερο την ενδιαφέρει είναι η αέναη συνομιλία με τον εαυτό της. Παρ’ όλα αυτά, υπάρχει μια εκ βαθέων δυναμική παρουσία του Βέρνερ Λέιο και μια διαρκής φασματική παρουσία του Γιοχάνες που αλλάζει θέση με τον Soeren Kirkegaard – με το αέναο όνειρο. Και αυτή η ανάγκη των αόρατων συναντήσεων, με αυτά τα ποιητικά προσωπεία, συνεχίζεται και διασχίζει όλη της την ποίηση σαν μια ανάγκη επιτακτική, προκειμένου το φανταστικό να εκπορθήσει το πραγματικό – για το αέναο του ονείρου. Από συλλογή σε συλλογή ο αναγνώστης βεβαιώνεται ότι η Δαράκη δεν δύναται να λειτουργήσει ποιητικά, παρά μόνο μοιράζοντας διαφορετικούς ρόλους στον αόρατο άλλο – τον ένα και μοναδικό, δηλαδή, αναγνώστη – στον Γιοχάνες, στον Βέρνερ, στον Soeren. Αόριστοι διάλογοι, παράλληλοι μονόλογοι μαυρίζουν τα αισθήματα ή φωτίζουν τα πορτραίτα ενός εσωτερικού ψυχικού χώρου, όπου χειρονομίες ενός διαρκούς ρίγους εισχωρούν στις ανθρώπινες σχέσεις και τις καθορίζουν. Είναι στο βάθος του δικού της απειλούμενου κόσμου που δοκιμάζεται η ισορροπία του κόσμου γύρω απ’ τον έρωτα-θάνατο.

 

 

 

Ποιος υποδύεται

 

Ποιός υποδύεται εκείνο τον Soeren με χειρονομίες και

με νοήματα διακωμωδώντας την αιώνια πληγή μου

παίρνει σαν αέρας την κουρτίνα και φεύγει μεσ’ στη νύ-

χτα τραβώντας το ατλάζι της φωνής του

στα σκοτάδια κλειδώνοντάς με

ματαιώνοντάς με

 

Πολύ καιρό μετά τα μεσάνυχτα πολύ καιρό μετά ένιω-

σα το σπρώξιμο του καιρού μαλακά όπως μισανοίγο-

ντας μια πόρτα για ένα τοπίο κατακρημνίσεων

Soeren k….

συνομιλώντας

α’

 

Γνωριζόμαστε;

Από ποιες σελίδες γνωριστήκαμε

Από ποιες συναναστροφές

                          δε σας ξέρω

 

Σας θυμάμαι μονάχα στο Εστεργκάιδ

Κρατώντας μισάνοιχτο βιβλίο

Ή γράμμα ήταν;

 

Στις όχθες της λίμνης άχνιζε σκοτάδι

και σιωπηλά τα πέλματα της νύχτας

κατηφόριζαν Άδη

 

Λίγο αργότερα… σας ψιθύρισα

Μη βιάζεστε τόσο Για πού το βάλατε  –

μα τόσο νέος

Ερήμωνε…

β’

 

— Εκατό βήματα μετά το θάνατό μου

Εκατό βήματα

επικήδειοι γεμάτοι ειρωνείες

και κατά πάνω μου των λέξεων τα πατήματα

 

Χέρια μου ξένα κυλώντας το χρόνο

ξένα προς εμένα

Κρατώντας το κρανίο του χρόνου

 

Μέσ’ από μένα η θορυβώδης σκόνη της ζωής

Που με τύλιξε με

ξετύλιξε Θεέ μου

 

με ακούμπησε στη θήκη

της τελευταίας εκπνοής

Το ποιητικό εγώ ως περσόνα της μνηστής του Κίρκεγκωρ, Ρεγγίνας Όλσεν, απευθύνεται στον γοητευτικό υπαρξιστή φιλόσοφο εκφράζοντας ειρωνικά τη θλίψη, το πένθος για την απώλεια, μέσω της εναργούς και επίπονης μνήμης· η αμφισβήτηση της πίστης, η συνειδητοποίηση του καθημερινού και του εφήμερου, το υπαρξιακό αδιέξοδο, το ακατανόητο του έρωτα, ο έρωτας ως ειρωνική αντίστιξη στον θάνατο, η συνύπαρξη του έρωτα με τον εφιάλτη, η προσέγγιση του ονειρικού στο πραγματικό και του πραγματικού στο ονειρικό,[7] η ανατομία της απόγνωσης, της απώλειας, η «αγωνία», η αόριστη συνταύτιση του δημιουργικού με το δημιουργημένο εγώ, η επανάληψη, ο αναστοχασμός είναι δεσπόζουσες έννοιες στη συγκρότηση της προσωπικής μυθολογίας της Δαράκη.

Η περιδίνηση στο ποιητικό της σύμπαν συνιστά πάντοτε μιαν οριακή αναγνωστική εμπειρία που συνεπάγεται μια μυητική διαδικασία για τον δεκτικό αναγνώστη που παραδίδεται στην υποβολή της ποιητικής της φωνής.

 

 

 

(*) Το κείμενο αυτό γράφτηκε για να διαβαστεί στην προγραμματισμένη εκδήλωση για την παρουσίαση της ποιητικής συλλογής Ερήμωνε που οργάνωσε το βιβλιοπωλείο «Πολύεδρο», στην Πάτρα (7. 6. 2014), η οποία αναβλήθηκε εξαιτίας της ασθένειας του Βύρωνα Λεοντάρη.

(**) Η Άννα Κατσιγιάννη είναι  επικ. καθηγήτρια στο Πανεπιστήμιο της Πάτρας

[1] Για «work in progress» κάνει λόγο ο Θ. Δ. Φραγκόπουλος, ήδη από το 1997 («Η θλίψη καίει τις ψυχές μας», Η Καθημερινή, 25. 3. 1997).

[2] Κώστας Γ. Παπαγεωργίου, «Ζέφη Δαράκη», Η ελληνική ποίηση, Ανθολογία-Γραμματολογία, Η Δεύτερη Μεταπολεμική Γενιά, εκδόσεις Σοκόλη,  2002, 194.

[3] Ό.π., «Εισαγωγή. Η λογοτεχνική δεκαετία του 1960», 32, 36, 38, 46.

[4] Σχετικά με τις συνεντεύξεις, τις ομιλίες και τις απόψεις της Ζέφης Δαράκη για την ποίηση, βλ. τον επίσημο ιστότοπο της ποιήτριας (www.zefidaraki.gr): [«Γιατί η ποίηση κεντάει απ’ την ανάποδη; Είναι κανείς εδώ;», ομιλία στο Συμπόσιο Ποίησης του Πανεπιστημίου Πατρών, Ιούνιος 2007]· συνέντευξη στον Κ. Γ. Παπαγεωργίου, «Η ποίηση κεντάει τον κόσμο απ’ την ανάποδη», Τα Ποιητικά, τεύχος 6 (Ιούνιος 2012) 16· τα δοκίμια «Αυτοχειρία και ποίηση», Τα Ποιητικά, τεύχος 10 (Ιούνιος 2013) 22 και «Η ξενιτιά στο άναυδο», Ομιλία στα βραβεία της Εταιρείας Συγγραφέων, στις 3. 11. 2015, στο Αμφιθέατρο Α. Τρίτσης του Πνευματικού Κέντρου Δήμου Αθηναίων, Μανδραγόρας, τεύχος 55 (http://mandragoras-magazine.gr/).

[5] Για τις διαστάσεις των κατόπτρων στην ποίηση της Δαράκη, βλ. την ανακοίνωση και τη θεωρητική προσέγγιση της Έλλης Φιλοκύπρου, «Το βάθος του καθρέφτη στην ποίηση της Ζέφης Δαράκη», Ζητήματα νεοελληνικής φιλολογίας. Μετρικά, υφολογικά, κριτικά, μεταφραστικά, Πρακτικά ΙΔ’ Διεθνούς Επιστημονικής Συνάντησης, 27-30 Μαρτίου 2014, Μνήμη Ξ. Α. Κοκόλη, Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, Τμήμα Φιλολογίας, Τομέας Μεσαιωνικών και Νέων Ελληνικών Σπουδών, Θεσσαλονίκη 2016, 969-983.

[6] Βλ., π.χ., «Ποιος υποδύεται», Το σώμα δίχως αντικλείδι, Νεφέλη, 2000. Η πρώτη αναφορά στην ποιητική συνομιλία της Δαράκη με τον Kierkegaard γίνεται στη μελέτη του Γιώργου Γεωργούση, «Αντικλείδια λαβυρίνθου», όπου αναφέρεται ότι «η γοητεία που διηνεκώς άσκησε/ασκεί ο Kierkegaard είναι γιατί αυτός υπήρξε –προσέτι- και μέγας απολογητής της δυνατότητας (μέσω του έρωτος -της δυνατότητος γενικώς) ενός ποιητικού τρόπου ύπαρξης», Ζέφη Δαράκη, «Ν’ ανοίγεις λίγο το κλάμα, να πηγαίνουν παντού τα περασμένα…», Πάροδος 32 (2009) 3552.

 

 

[7] Βλ. και Βάκης Λοϊζίδης, «Με τον καπνό να πηγαίνει στο τραγικό βάθος όλων των νοημάτων», Ποιητική, τεύχος δέκατο (φθινόπωρο – χειμώνας 2012) 293-294.

Προηγούμενο άρθροΆγρια οικογένεια (της Μαρλένας Πολιτοπούλου)
Επόμενο άρθροΤο Ξυπνητήρι του Πλάτωνος και ο Μηχανισμός των Αντικυθήρων σε ένα νέο Μουσείο

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ