Της Κατερίνας Σχινά.
Μια νεαρή κοπέλα από την αμερικανική επαρχία έρχεται για σπουδές στο Τρόι, την “Αθήνα των Μεσοδυτικών Πολιτειών”. Μεγαλωμένη ανάμεσα στα πατατοχώραφα του λουθηρανού πατέρα της και την κουζίνα της εβραίας μητέρας της, θα νιώσει στη μεγάλη πόλη “σαν να έχει βγει από σπηλιά”:έκθαμβη και συγκλονισμένη από τα πάντα, ακόμη και από τα κινέζικα μπισκοτάκια που κρύβουν στην κοιλιά τους τον χρησμό της ημέρας, ρίχνεται με κέφι στη δίνη των καινούργιων εμπειριών. Παρά τα επαρχιακά της βαρίδια, η Τέσι είναι έξυπνη, ευαίσθητη, ανθεκτική, μια τυπική φοιτήτρια που μόλις έχει αποχωριστεί την εφηβεία: παίζει μπάσο, κάνει ασταμάτητα πλάκες με τη φίλη και συγκάτοικό της, καλλιεργεί τρυφερή νοσταλγία για το πατρικό της σπίτι και ιδίως για τον μικρότερο αδελφό της. Αναζητώντας δουλειά για συμπληρώσει το πενιχρό της εισόδημα, η Τάσι θα προσληφθεί ως μπέιμπι σίτερ σε μια ιδιότυπη οικογένεια που προσπαθεί να υιοθετήσει ένα παιδί, ένα κοριτσάκι από μητέρα λευκή και πατέρα αφροαμερικανό, ενώ παράλληλα θα συνδεθεί ερωτικά με έναν, κατά δήλωσή του Βραζιλιάνο, συμφοιτητή της, που ενδιαφέρεται για τον σουφισμό.
Κι εκεί, η ειδυλλιακή εικόνα αρχίζει να ραγίζει και να θολώνει. Η Τάσι θα ανακαλύψει ότι τίποτα δεν είναι αυτό που φαίνεται – ούτε το αστραφτερό περιβάλλον της ανώτερης μεσαίας τάξης, ούτε οι εύποροι εργοδότες της, ούτε ο νεαρός εραστής της. Η οικογένεια αποδεικνύεται φυλακή, ο έρωτας επικίνδυνη αυταπάτη, τα μυστικά, οι αποσιωπήσεις, οι συγκαλύψεις, πολύ βαρύ φορτίο για τους εύθραυστους ώμους της. Ακόμη και ο πατριωτισμός, άδειος από κάθε περιεχόμενο στην μετά την 11η Σεπτεμβρίου Αμερική, δεν είναι παρά παγίδα θανάτου.
Η Λόρι Μουρ γράφει με σθένος και διορατικότητα, οξυδέρκεια και χιούμορ που εκρήγνυται αναπάντεχα στις πιο απροσδόκητες στιγμές, με μια γλώσσα πλούσια, ιδιαίτερα εφευρετική σε λογοπαίγνια (άθλος η μετάφραση της Μαργαρίτας Ζαχαριάδου), με αίσθημα βαθύ που αποφεύγει τον μελοδραματισμό ακόμη και στις πιο κρίσιμες στιγμές και γι’ αυτό αγγίζει πιο δραστικά τον αναγνώστη. Σαν κοινωνική ανθρωπολόγος και γλωσσολόγος του καθημερινού, γράφει για τις εσωτερικές αντιφάσεις της χώρας της, για τον ρατσισμό και την προκατάληψη, για τις σχέσεις εξουσίας και αλληλεξάρτησης εργαζόμενων και εργοδοτών, για την άσπλαχνη γραφειοκρατία των διαδικασιών υιοθεσίας, για την ξηρότητα και τον αυταρχισμό της πολιτικής ορθότητας, αλλά και για την τρομοκρατία, για τους άδικους πολέμους της Αμερικής και τις εκατόμβες τους, για την οδύνη της απώλειας. Η γραφή της μοιάζει με προβολέα που σαρώνει τις ζωές των ηρώων και στέκεται στιγμιαία στο πρόσωπο του καθενός για να τον αποσπάσει από το περιβάλλον του, να τον εμβαπτίσει στην έκθαμβη ευαισθησία της κεντρικής ηρωίδας, και να τον επιδώσει στον αναγνώστη σε όλη του την διφορούμενη πολυπλοκότητα. Ανάλαφρη στην αρχή, σχεδόν σατιρική, παραπλανητικά παιγνιώδης, η αφήγησή της γίνεται σταδιακά όλο και πιο ζοφερή, για να συνθέσει την τοιχογραφία μιας κοινωνίας που παραπαίει ανάμεσα στον θυμό και την παράνοια, την ελαφρότητα και την κατάθλιψη, την αυτοαμφισβήτηση και την απελπισία, την βουβή εναντίωση στις επιλογές της εξουσίας που αναστατώνουν βίαια τις ζωές των ανθρώπων και την παραίτηση.
Ευφυές, ανθρώπινο, απροσποίητο, θερμό, αβίαστα λυρικό, βαθιά συγκινητικό, από τα ωραιότερα (και αρτιότερα) μυθιστορήματα που έχω διαβάσει τα τελευταία χρόνια, το βιβλίο της Λόρι Μουρ είναι μια σπαρακτική ιστορία ενηλικίωσης και συνάμα μια πολυπλόκαμη διερεύνηση των αμερικανικών τραυμάτων και δυσλειτουργιών. Η δυστοπία που αποκρυσταλλώνεται στο δεύτερο μέρος του μυθιστορήματός της δεν αναδεικνύει μόνο τη ρευστή φύση των πραγμάτων, αλλά και την αδέξια, σπασμωδική προσπάθεια της αμερικανικής κοινωνίας να υποφέρει το ανυπόφορο.
INFO: Lorrie Moore Η πόρτα στη σκάλα. Μετάφραση Μαργαρίτα Ζαχαριάδου (Πόλις)