Τι φόρεσα στο πάρτυ του Αναγνώστη

1
241
 Της Αλεξάνδρας Σαμοθράκη.
Την Τετάρτη γύρισα από την Αγγλία. Εγώ. Η βαλίτσα μου προτίμησε να πάει στη Χονολουλού.
Διαμαρτυρήθηκα στον ειδικό πάγκο παραπόνων του αεροδρομίου όπου ειδικά εκπαιδευμένοι στην λεκτική κακοποίηση υπάλληλοι, χαμογελαστοί, περιμένουν να ξεσπάσεις πάνω τους που θα είσαι με τα ίδια εσώρουχα για τις επόμενες 24 με 48 ώρες.
‘ Χάθηκε η βαλίτσα μου.’ τους είπα σχεδόν κλαίγοντας. Αυτό που πραγματικά με ενόχλησε ήταν πως δεν ήταν η πρώτη φορά που την έχανα.
‘Είχε ομίχλη στο Heathrow;’ με ρώτησε ο υπάλληλος.
‘Υπονοείτε πως χάθηκε στην ομίχλη;’ τον ρώτησα έντρομη με τη σειρά μου. Δεν είχα όρεξη για μικροκουβεντούλα- ήταν περασμένες 12 και κινδύνευα πλέον ρεαλιστικά να μην προλάβω ανοιχτό σουβλατζίδικο.
‘Όχι, απλά έτσι ρώτησα.’ είπε και πήρε τηλέφωνο το Μήτσο να ρωτήσει αν όντως είχαν ξεφορτωθεί όλες οι αποσκευές, μην αποκλείοντας την περίπτωση να είμαι ηλίθια και να έχω πάει να δηλώσω την εξαφάνιση της χωρίς να έχει εξαφανιστεί.
Ο Μήτσος επιβεβαίωσε πως η βαλίτσα μου ήταν αγνοούμενη.
‘Έχω μέσα τα πάντα και έχω 3 μήνες να φάω ένα σουβλάκι της προκοπής. Καταλαβαίνετε.’
‘Φυσικά.’ μου είπε. Συμπλήρωσε τα στοιχεία μου και μου έδωσε ένα τηλέφωνο. ‘Είμαστε εδώ 24 ώρες την ημέρα. Μπορείτε να μας παίρνετε και να μας βρίζετε όποτε σας κάνει κέφι.’
Τους πήρα 2 φορές αλλά ήταν τόσο ευγενικοί και σχεδόν ανάμεναν να τους βρίσω που δεν μου έκανε καρδιά (αν παρεπιπτόντως έχετε νεύρα- πάρτε την GoldAir Handling στο Ελ. Βεν και πείτε πως σας έχασαν τη βαλίτσα. Θα σας κάνουν να νιώσετε καλύτερα ότι και να σας απασχολεί. )
Την επόμενη ήταν το πάρτυ του Αναγνώστη. Δεν είχα τι να φορέσω και έτσι πήγα στη μάνα μου να δανειστώ κάτι.
‘Σου βρήκα σουβλάκι 1μιση το πρωί στη μέση του πουθενά.’ μου είπε ‘Μην περιμένεις να σου βρω και φουστάνι.’ Τελικά μου έδωσε ένα παλιό που είχε ξεχάσει ότι είχε και που ήταν ακριβώς ότι θα φορούσε η Τζέην Ώστιν αν ήταν χίπισσα.
Το συνδύασα με τις γούνινες μπότες που φορούσα στο ταξίδι, ένα μπερέ που είχα αγοράσει από μια παγίδα τουριστών στο Παρίσι και τα γυαλιά μου γιατί οι πολυαγαπημένοι μου φακοί ήταν στη βαλίτσα.
Οι φίλες μου έφτασαν στο πάρτυ πριν από εμένα. Η μια, είναι ξανθιά, και με πήρε αμέσως τηλέφωνο να σιγουρευτεί πως είχαν πάει στο σωστό μέρος γιατί δεν είδε κανέναν να διαβάζει.
Έτρεξα να τις προλάβω. Στην είσοδο αντί για κουπόνι για δωρεάν κρασί, κάποιος μου έδωσε ένα ευρώ.
‘Πώς είσαι έτσι;’ με ρώτησε η κουμπάρα μου που είναι πάντα μια καλοντυμένη κυρία.
‘Έπρεπε να ντυθούμε ψευτοκουλτουριάρες;’ με ρώτησε η άλλη φίλη μου.
‘Αυτός είναι ο Τίτος Πατρίκιος;’ με ρώτησε η ξανθιά.
‘Ναι’ της είπα.
Οι φίλες μου ενθουσιάστηκαν. Για ένα λεπτό, ένιωσα να τις αγαπάω πάρα πολύ που αντιδρούσαν για τον Τίτο Πατρίκιο λες κια έβλεπαν από κοντά το Μπραντ Πιτ.
‘Πάμε να του μιλήσουμε;’ είπε η άλλη φίλη μου. Η μαμά της είναι φιλόλογος και συχνά με σοκάρει από διάφορα πράγματα που δεν θα περίμενα ποτέ να ξέρει.
‘Δεν είναι ευγενικό.’ είπε η κουμπάρα μου που είναι πάντα μια κυρία. ”Όλοι ξέρουν πως αν μπορείς να διαβάσεις κάποιον είναι αγένεια να τον ενοχλείς μιλώντας του.’
Μείναμε να τον κοιτάζουμε με θαυμασμό από μακρυά. Σε κάποια στιγμή πρέπει να αντιλήφθηκε ότι τον κουτούσαμε με λατρεία. Με κοίταξε στα μάτια και μου πέρασε τηλεπαθητικά το μηνυμα ‘Έκεί που είσαι ντυμένη σα λέτσος, σαν χρέπι και παρτάλι και δεν πάει χειρότερα, εκεί που έχεις χάσει κάθε ελπίδα, σε βρίσκει η βαλίτσα σου.’ Ή ίσως και να είχε το βλέμμα ‘τι κοιτάνε αυτές οι χαζές;’ δεν είμαι και σίγουρη.
Ο μόνος που μου έκανε μια φιλοφρόνηση ήταν ο μπάρμαν. ‘ Είσαι η Ελληνίδα Σκοτ Φιτζέραλντ’ μου είπε καθώς παρήγγελνα το πολλοστό κρασί μου.
‘Αλήθεια;’ τον ρώτησα όλο ελπίδα. ‘Γράφω τόσο ωραία;’
‘Εννοώ, πόσο πίνεις’ είπε και μου έδωσε το κρασί μου.
‘Δε φταίω εγώ. Μου έχασαν τη βαλίτσα μου.’ του είπα αλλά μου γύρισε πλάτη και πήρε κάποια άλλη παραγγελία.
Ο Τίτος Πατρίκιος είχε δίκιο. Την επόμενη στις 7 το πρωί με πήραν τηλέφωνο ότι η βαλίτσα μου είχε βρεθεί και ήταν καθοδόν αλλά ο οδηγός δε μπορούσε να παρκάρει και να κατέβω να την πάρω. Έβαλα ένα μπουφάν του σκι πάνω από τις δυο πιτζάμες που φοράω λόγω της τιμής του πετρελαίου και φυσικά,τις γούνινες μπότες μου, το μπερέ και τα γυαλιά μου.
‘ Είστε σαν κουλτουριάρης σκιέρ. ‘ μου είπε το παιδί που μου έδωσε τη βαλίτσα μου.
‘Εσείς φταίτε που μου τη χάσατε.’ του είπα. ‘Αφήστε που δεν υπάρχει τέτοιο πράγμα.’
‘Ο Χέμινγουέη ήταν δεινός σκιέρ.’ μου είπε. ‘Είστε λίγο σαν τον Χέμινγουεη.’
‘Γράφω τόσο καλά;’ του είπα.
Με κοίταξε σα χαμένος.
‘Εννοώ ότι βρωμάτε αλκόολ στα 3 μέτρα.’
Τον κοίταξα με μίσος. Η οδοντοβουρτσά μου ήταν ακόμη στη βαλίτσα μου.
‘Θα πιώ στην υγεία σου το φιλοδώρημα που δε θα σου δώσω.’ του είπα.
‘Έχετε ξαναχάσει βαλίτσα, έτσι δεν είναι;’ με ρώτησε χαμογελώντας.’ Θυμάμαι το σπίτι.’
Άρπαξα τη βαλίτσα μου από το αυτί και την έσυρα στο σπίτι.
‘Μη μου το ξανακάνεις αυτό.’ της είπα.
Η βαλίτσα με στραβοκοίταξε.
‘Με παραγεμίζεις, μου τραβάς τα φερμουάρ, με πετάς από εδώ και από εκεί, είπα μια φορά και εγώ να το ρίξω έξω. Νομίζω πως μου αξίζει.’
‘Δεν είσαι στα καλά σου.’ της ούρλιαξα και της άδειασα τα σωθικά στο κρεβάτι μου. Ευτυχώς δεν έλειπε κάτι.
‘Εσύ δεν είσαι στα καλά σου.’ μου απάντησε αυθάδικα. ‘Οι βαλίτσες δε μιλάμε.’
Προηγούμενο άρθροΠροτάσεις βιβλίων για τις γιορτές (Νο1)
Επόμενο άρθροΜια ασυνήθιστη ομηρική «τριλογία»

1 ΣΧΟΛΙΟ

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ