Του Μάκη Πανώριου.
Μπορεί η ψυχή να έχει μυθολογική καταγωγή, την οποία η θρησκεία της έχει προσδώσει μεταφυσική υπόσταση, το ίδιο και η φιλοσοφία, αν και από άλλη οπτική γωνία∙ την θεωρεί μάλλον ως παθολογικό ‘σύμπτωμα’. Αυτό τουλάχιστον υποστηρίζει η ψυχανάλυση, επιχειρώντας να διαβεβαιώσει ότι όλοι οι άνθρωποι, υπό αυτή την έννοια, ποιός λίγο ποιός πολύ, είναι ασθενείς. Δεν είναι η πρόσθεσή μας να σχολιάσουμε τις εν λόγω παραδοσιακές απόψεις. Το μόνο ωστόσο που μπορούμε να πούμε με βεβαιότητα είναι ότι ούτε η θρησκεία ούτε η φιλοσοφία ούτε η επιστήμη έχουν ‘ερμηνεύσει’ τη ψυχή. Δεν υπάρχει σαφής ορισμός της, τουλάχιστον με τον παραδοσιακό προσδιορισμό της. Και πολύ σωστά η Σταυρούλα Τσούπρου, στο ‘Προοίμιο’ της ανά χείρας εξαιρετικά ενδιαφέρουσας συλλογής διηγημάτων της, αναρωτιέται με μια σειρά ερεθιστικών, τολμηρών ερωτημάτων περί της Ψυχής, “…τι σχήμα θα της έδινες;…στρογγυλό;…τι χρώμα;…θα ήταν συμπαγής και σκληρή;…το εσωτερικό (της) διατηρεί κάποια τρυφεράδα;…εκρήγνυται;…αντέχεται η μοναξιά της;…τι κρύβουν όλες οι άλλες (μέσα τους);» Που σημαίνει ότι όλες οι ‘ψυχές’ δεν είναι ίδιες. Όπως και οι άνθρωποι εξάλλου: Είναι όλοι ίδιοι, αλλά μεταξύ τους διαφέρουν. Το ίδιο και οι ‘ψυχές’ τους. Και είναι αυτή ακριβώς η ‘ποικιλία’ που επιτρέπει ένα συλλογισμό περί του συμβόλου ‘ψυχή’. Πιθανώς, λοιπόν, με το εν λόγω ‘όργανο’ – το αναφέρουμε φυσικά με κάθε επιφύλαξη = να υπονοείται η υπαρξιακή ταυτότητα του ανθρώπου. Ό,τι τον συνιστά, ό,τι τον προσδιορίζει με συγκεκριμένη ιδιομορφία εκδηλώσεων, συμπεριφορών, ενεργειών, πράξεων, και οπωσδήποτε σκέψεων και λόγων. Εν πολλοίς ό,τι είναι ως Εαυτός-Οντότητα. Ο οποίος μέχρι στιγμής, και κατά πάσα πιθανότητα έως τον αιώνα τον άπαντα, θα παραμείνει ‘άγνωστο σύμπαν’, όπως εύστοχα τον χαρακτήρισε ο Τζ.Γκ.Μπάλαρντ. Την ‘ύπαρξή’ του ωστόσο είχαν επισημάνει πρώτοι οι αρχαίοι μας πρόγονοι, γι’ αυτό και πολύ σωστά συμβούλεψαν: «Γνώθι σαυτόν». Προς ώρας συνεχίζει να παραμένει άγνωστος. Το ίδιο και η ‘ψυχή’ του. Αν επιχειρήσει κανείς να την μορφοποιήσει με αναγνωρίσιμα ρεαλιστικά χαρακτηριστικά θα αποτύχει. Η ‘ψυχή’ είναι άμορφη, αόρατη, απρόσωπη, απροσδιόριστη, ανεξήγητη, ανερμήνευτη, και, κυρίως, άυλη. Μοιάζει, ωστόσο, η μόνη υπεύθυνη για την ανθρώπινη ιδιαιτερότητα και ιδιομορφία∙ κάπως πρέπει να προσπαθήσει κανείς να προσεγγίσει το πολύπλοκο ανθρώπινο αίνιγμα. Εν κατακλείδι, είναι ο Άλλος «Εσωτερικός ‘Πνευματικός’(;) Άνθρωπος» που εμπεριέχεται στον «Εξωτερικό Σωματικό Άνθρωπο»∙ αδιαχώριστα και οι δύο συγκροτούν τον Ενιαίο Εαυτό. Ούτως ή άλλως, ωστόσο, το πρόβλημα του Εαυτού παραμένει∙ και πολύ σωστά η Σταυρούλα Τσούπρου αναρωτιέται με υπαρξιακή αγωνία, όπως ήδη υπαινιχθήκαμε: «Πώς θα φανταζόσουν ότι είναι η ψυχή του ανθρώπου;» Πιθανώς, συνεχίζει εύστοχα τις βυθομετρήσεις της στην ανθρώπινη άβυσσο, ανεξαρτήτως ‘μορφής’ η ‘ψυχή’ «είναι μια μονάδα μόνη, μοναχική, κλεισμένη στο κέλυφός της». Και μέσα απ’ αυτό το ‘κέλυφος’ εκπέμπει και καταθέτει τα πολυποίκιλα διαπιστευτήριά της. Και αυτά ακριβώς είναι που φέρνει στο προσκήνιο η Σταυρούλα Τσούπρου, σκιαγραφώντας, μέσω της «καθημερινής μυθολογίας της ψυχής», το άγνωστο, παράδοξο, αινιγματικό, ανθρώπινο σύμπαν, όπως ήδη προειπώθηκε.
Μια πρώτη ουσιώδης, υπαρξιακών προδιαγραφών, επισήμανση της ιδιομορφίας του είναι η σταδιακή, αλλά ‘μοιραία’ παρακμή-κατάρρευση του σώματος, η οποία προοιωνίζεται ‘λογικά’ και την παρακμή-κατάρρευση του ‘πνεύματος’, δηλαδή της ‘ψυχής’(;) Πιθανώς. Ούτως ή άλλως, η εν λόγω διαπιστωμένη φθορά με τα επίσης διαπιστωμένα συνακόλουθά της, υπονοεί το τέλος των ψευδαισθήσεων, το τέλος της υποτιθέμενης «τελειότητας της κατασκευής, «Όλο και λιγότερο με ενδιέφερε τι γνώμη είχαν για μένα, όλο και σπανιότερα διάβαζα τα κείμενά μου, όλο και συχνότερα με έπαιρνε ο ύπνος πάνω από κάποιον χοντρό τόμο…οι λίγες αναμνήσεις που διατηρώ μου φαίνονται πολλές. Με βαραίνει η οδύνη της ψευδαίσθησής τους…Είμαι γέρος. Τελείωσα.Θέλω να φύγω. Να φύγω». Η προαναφερθείσα πριν λίγο ‘απομυθοποίηση’ έχει κάνει ήδη την εμφάνισή της, έχει έρθει, έφτασε, αργά αλλά σταθερά και αμείλικτα: Ο άνθρωπος δεν είναι η κορωνίδα της δημιουργίας. Η Γη το έχει διαπιστώσει – και πρέπει να απαλλαγεί απ’ αυτόν, «Η Γη θα μας πετάξει από πάνω της – και καλά θα κάνει – και θα φταίμε εμείς». Εμείς τα σαρκοβόρα. Διότι ως σαρκοβόρα, που έχουν επίγνωση της αποτελεσματικότητας και δυναμικότητας επίσης των οργάνων τους, το μόνο που διαπιστώνουν – το έχουν ήδη διαπιστώσει – ως λειτουργικό όργανο επιβίωσης, επιβολής και κυριαρχίας, έναντι του ‘κατωτέρου Άλλου’, είναι τα…δόντια. Του το έχει ‘διδάξει’ ο…κροκόδειλος. Η γνώση (αυτής) της ‘δυναμικότητας’ του εαυτού, και του ανθρώπινου τοπίου, που τα διαμορφώνει η αμφίβολη σχέση, επί παραδείγματι, Εκείνης και Εκείνου, η εύθραυστη ισορροπία τους, η Πόλη που τους εκκολάπτει (εδώ κατονομάζεται μια συμβολική, και όχι μόνο, σκυθρωπή, απεχθής Αθήνα), καθόλου δεν σημαίνει ‘απόδραση’ από το αναπόφευκτο ‘πεπρωμένο’, «Έτσι που τη ζωή σου χάλασες εδώ…» έχει επισημάνει ήδη ο Ποιητής. Μέσα από το συμβολικό ζεύγος, και του διαπιστωμένου σταδιακά εκφυλισμού του – κι ας μη μας τρομάζουν οι ωμές διαπιστώσεις της πραγματικότητας = αναδύεται η ανθρώπινη ‘μοίρα’ και οι μάταιες προσπάθειές του να ανοικοδομηθεί σε ‘αθάνατη οντότητα’, ένας αγώνας εκ φύσεως καταδικασμένος να αποτύχει. Φθαρτά και τα δύο μέλη, άρρεν – θήλυ, είναι οι δύο όψεις του Ανθρώπου άγνωστα μεταξύ τους κι ας συνοδοιπορούν. Αλλά κι ο ίδιος ο Άνθρωπος δεν γνωρίζει τον εαυτό του, δεν γνωρίζει ποιος είναι. Ο αρχαίος μας πρόγονος το είχε ήδη διαπιστώσει, και συμβούλεψε: «Γνώθι σαυτόν». Δεν εισακούσθηκε, φυσικά. Κι ίσως γι’ αυτό τα δύο ‘συμβαλλόμενα’ μέρη συνεχίζουν να βαδίζουν σε παράλληλους δρόμους στην έρημο, όχι για να εξέλθουν απ’αυτήν, αλλά για να την ομολογήσουν, «Βλέπε, λοιπόν…Μαύρα στο κέντρο, κατάμαυρα, όπως ένα άδειο σκοτεινό δωμάτιο…Φυλακισμένος εκεί (ο άνθρωπος) με υποχρεώσεις που πρέπει να εκπληρώσεις, με τιμήματα που ανεπίγνωστα και από τις δύο πλευρές, έχεις χρεωθεί. Φύγε, φύγε. Θα δεις το μέλλον και θα φρίξεις». Διότι ήδη τα εφιαλτικά του ερείπια καλύπτουν όλο τα γήινο τοπίο και τα οστά του «Σε κοιτούν», με το νεκρό τους βλέμμα. Και να τι βλέπουν στo σήμερα, στο αύριο και μέχρι το τέλος του μέλλοντος «Ένα κορμί (του κόσμου) φτιαγμένο από κραυγές και ουρλιαχτά, από μώλωπες και χειρουργικά ράμματα, από ακρωτηριασμούς και πυώδεις φλύκταινες». Ο άνθρωπος ως μάρτυρας της πτώσης του, καταδικασμένος να θέτει πάντοτε τον δάκτυλον επί τον τύπον των ήλων, και να κάνει τις πικρές διαπιστώσεις του: «Είναι ανίατα ασθενής, μολυσμένος από την αποτυχία, μια ασθένεια ανίατη και ‘μεταδοτική’. Μόνη αυτή υπεύθυνη για την επικείμενη πτώση της Πόλης-Σύμβολο: «Σ’ αυτή την πυκνοκατοικημένη πόλη του νου βασιλεύει απειλητική η συννεφιά∙ το φως σκλαβωμένο είχε εκδιωχθεί σε σημεία απρόσιτα…τα ψηλά κτήρια της σκέψης έριχναν σκιές μακριές και δυσοίωνες στο έδαφος και εξόριζαν τη διαύγεια…» Κι ο συνειδησιακός άνθρωπος δεν είναι παρά «…ένας (μοναχικός) ‘ποδηλάτης’…) υπόδουλος του «κακού προσωπικού του δαίμονα, και πρέπει να βρει μόνος του τη λύση, να γίνει αυτός ο ίδιος ο από μηχανής θεός του εαυτού του και της Πόλης του». Αλλά η Πόλη-ψευδαίσθηση Ασύλου, είναι ήδη διαβρωμένη, κι η μόνη λύση υποτιθέμενης ‘διάσωσης-σωτηρίας’ είναι η παραδοχή της ήττας-αποτυχίας της: «Αποθανέτω η ψυχή μου μετά των αλλοφύλων». Στο χείλος του γκρεμού Εκείνος θα επιχειρήσει μια απεγνωσμένη προσπάθεια τείνοντας χείρα βοηθείας, αλλά «Πάλι αφηρημένη είναι. Πάλι μιλάω στο βρόντο». Όχι ακριβώς. Στην άλλη όχθη του ερειπωμένου κόσμου Εκείνη πρέπει να απαλλαγεί από τη δυναστεία των φαντασμάτων της, και να διασχίσει το Δάσος της ερημιάς της σε μια απεγνωσμένη προσπάθεια να βρει τον χαμένο εαυτό της, που πρέπει – έτσι θέλει να ελπίζει = να βρίσκεται κάπου ‘εξω’, πέρα από το ‘Δάσος’ και την ‘Πόλη’. Δύσκολη, αν όχι ανέφικτη προσπάθεια, διότι οι ‘Σκιές’ που παρεμβάλλονται αλλοιώνουν τα νοήματα, οι λέξεις χάνουν τη σημασία τους, οι μνήμες ξεθωριάζουν, οι εικόνες θολώνουν, το χτεσινό ανθρώπινο τοπίο ρευστοποιείται, κι Αυτή πρέπει να επιχειρήσει να επαναπροσδιορίσει τα βήματά της στο ημίφως του δειλινού και να συνομιλήσει με μια άλλη γλώσσα με τα φαντάσματα που έχουν εγκατασταθεί μέσα στα νυχτερινά της δωμάτια. Κυρίως να διαχειριστεί τις ανεκπλήρωτες ξαφνικές επιθυμίες της που η αποτυχία τους αποκτά υπαρξιακές διαστάσεις, υποδηλώνοντας, υπό ευρεία έννοια, την τραγωδία μιάς ολόκληρης ζωής που απέτυχε. Το σύμβολο ‘Σταγόνα’ είναι εύστοχα χαρακτηριστικό του εν λόγω σκεπτικού∙ ως αυτόνομη οντότητα έχει όλες τις προϋποθέσεις να μετεξελιχθεί σε αυτόνομο Όγκο, αυτοτροφοδοτούμενο από τους χυμούς της ζωής. Δεν το κάνει, επαφίεται στη δίνη μιας άχρωμης καθημερινότητας, με αποτέλεσμα να απωλέσει εαυτόν και να ενσωματωθεί στην ‘ισοπεδωτική’ Πλημμύρα του κόσμου. Και φυσικά «Ποιος θα συνδράμει έναν πλημμυρισμένο νου;» ένα ακόμη ναυάγιο, ένα ακόμη ερείπιο, μία ακόμη αποτυχία στη ήδη αποτυχημένη ανθρωπότητα; Ουδείς μάλλον. Εκτός ίσως από ένα…‘βουκολικό’ όνειρο που ενδύεται τη μορφή Εκείνης «Τα μάτια της γέμισαν από χρώματα: αδιόρατες σχεδόν διαβαθμίσεις του πράσινου, κίτρινο ζεστό των φυλλωμάτων, καστανό, βέβαια, αλλά και κόκκινο, μοβ, πορτοκαλί, ροζ…και οπωσδήποτε γαλάζιο».
Η δρ. φιλολογίας Σταυρούλα Τσούπρου, με ένα πλουσιότατο έργο πάνω στην ελληνική λογοτεχνία, με την ανά χείρας σημαντική πρώτη συλλογή της μικρών διηγημάτων, εισέρχεται επισήμως και στον χώρο της λεγόμενης ‘δημιουργικής γραφής’. Τα διηγήματά της γραμμένα με κομψά ελληνικά στο πνεύμα του αρχαιοελληνικού ‘ευσύνοπτου’, αποκαλύπτουν το εύρος όχι μόνο του Λόγου, ως δημιουργικό όργανο, αλλά, που είναι και το ιδιαιτέρως σημαντικό, τη γνώση του ανθρώπινου τοπίου. Πυκνή, ουσιώδης, ακριβής, εύστοχη, αποκαλυπτική η γραφή της, παγιδεύει και φέρνει στο φως την υπαρξιακή αγωνία του όντος, όπως αυτή αναδύεται από το μυστηριώδες ανθρώπινο σύμπαν, ως αρωματικό άνθος αλλά και ως πικρός έως και δηλητηριώδης βλαστός. Οι ρεαλιστικές εικόνες της, επιχρωματισμένες με συμβολικές αποχρώσεις και ανάλογα περιγράμματα, επιστρατεύονται για να αποκαλύψουν το αμφίβολο υπόγειο-κρύπτη, την ανεξερεύνητη αυτή περιοχή στην οποία και εμφωλεύει ο άγνωστος Εαυτός. Και αυτόν ακριβώς τον αινιγματικό Εαυτό εγκαλεί επί του προσκηνίου η συγγραφέας. Έναν μυστηριώδη εν τέλει Εαυτό, καθημερινό αλλά και πολυσύνθετο, αναγνωρίσιμο αλλά και άγνωστο, οπωσδήποτε αινιγματικό έως ακατανόητο, του οποίου η υπόγεια σιωπή, που εμφανίζεται και κατά την διάρκεια των κραυγών του και μετά το τέλος τους, υπερτονίζει και επιτείνει το μυστήριό του. Ένα βαθύ απροσπέλαστο μυστήριο που εκπορεύεται και αυτοδηλώνεται μέσω του ανθρώπινου βλέμματος, μια, πιθανώς, ‘αντανάκλαση’ του Άγνωστου απ’ το οποίο ίσως να κατάγεται (ο άνθρωπος).
Η λογοτεχνική γραφή της Σταυρούλας Τσούπρου κατάγεται μάλλον εκ του μακρόθεν από τον εσωτερικό μονόλογο. Αυτό ωστόσο καθόλου δεν σημαίνει ότι η σκέψη της περιπλανάται σε σκοτεινούς διανοητικούς ουρανούς και ομιχλώδη τοπία σκέψης. Κάθε άλλο. Η ρεαλιστική πραγματικότητα είναι παρούσα, αλλά όχι ως περίπλοκα επινοημένα φανταχτερά σχήματα ιστοριών που εξαντλούνται αμέσως μετά την εκκίνησή τους. Ένα βλέμμα, επί παραδείγματι, μια χειρονομία, μια κίνηση, μια επιθυμία, μια σκέψη, ένα χαμόγελο, μια ανάσα, μια έκφραση, ως εκδηλώσεις της ‘Ψυχής’, με περιεκτικό αλλά ουσιώδη λόγο, καλούν ενώπιον του αναγνώστη τον Άνθρωπο και τον συστήνουν-εκθέτουν αυτόν που είναι. Υπό αυτή την έννοια ο ‘εσωτερικός άνθρωπος’ ‘φωτίζει-αποκαλύπτει’ την εξωτερική του περσόνα προσδίνοντάς της μια κάποια υπαρξιακή υπόσταση στις πράξεις και στις ενέργειές του. Ως εκ τούτων, η ‘Ψυχή’ που τον προσδιορίζει, με τις διάφορες, πολυποίκιλες, πολύπλοκες, παράδοξες έως αλλόκοτες περιδινήσεις της, μοιάζει να είναι ο Ήχος του Χάους, στον οποίο ο άνθρωπος καλείται να μαθητεύσει, ώστε κάποτε να συνομιλήσει (;) με τον Γεννήτορα-Δημιουργό του. Αλλά αφού επαναπροσδιορίσει την σκευή του. Δηλαδή να ενδυθεί σωστά την υπαρξιακή του ενδυμασία, και όχι ‘ανάποδα’, βεβαίως, όπως πολύ σωστά και ιδιαιτέρως εύστοχα τονίζει η συγγραφέας στην έναρξη του πάρα πολύ ενδιαφέροντος έργου της, αποδεικνύοντας παράλληλα ότι «ουκ εν τω πολλώ το ευ».
INFO: Σταυρούλα Τσούπρου: Σε κοιτούν, διηγήματα, Εκδόσεις Γρηγόρη, Αθήνα 2013