Τι μας έμαθε ο 20ος αιώνας για τον πολιτισμό και τις τέχνες (του Αλέξη Πανσέληνου)

1
4282

του Αλέξη Πανσέληνου

 

Πώς επηρεάστηκαν τα πνευματικά και καλλιτεχνικά ρεύματα από τις ιστορικές συνθήκες και τις πολιτικές αλλαγές της εποχής.

Αν μιλούσαμε για την Ιστορία, θα έλεγα πως ο 20ος αιώνας τίποτα δεν μας έμαθε, όπως τίποτα δεν μας έμαθε ο 19ος ή ο 18ος ή ακόμα και ο 5ος π.Χ. Ο άνθρωπος φαίνεται πως δεν διδάσκεται τίποτα από την Ιστορία, επαναλαμβάνει τα ίδια λάθη και υποφέρει από τις συνέπειές τους με τον ίδιο τρόπο – όπως ακριβώς συμβαίνει και με τα παιδιά μας, παρά τις “αρχές” και τις “κατευθύνσεις” που μας αρέσει να τους δίνουμε για να μην πάθουν όσα πάθαμε εμείς στη ζωή μας. Το μυστικό εδώ, είτε πρόκειται για τις νεότερες γενιές είτε για τους λαούς, είναι πως ο άνθρωπος ξαναγεννά τον κόσμο όταν έρχεται στη ζωή και πρέπει εξαρχής να ανακαλύψει μόνος του – για άλλη μια φορά – την Αμερική.

Μιλώντας για την τέχνη όμως, ίσως εδώ είναι πιο εύκολο να διακρίνουμε μια συνέχεια, μια εξέλιξη των εκάστοτε σύγχρονων τάσεων σε σχέση με τις παλιότερες. Και αυτό επειδή κάθε μορφή τέχνης συνεχίζει ανατρέποντας την προηγούμενή της και πατώντας πάνω της – άλλοτε πάνω στο πτώμα της και άλλοτε στηριζόμενη στα θεμέλια που η προηγούμενη έχει βάλει – δημιουργεί τις νέες μορφές που έχει ανάγκη ο άνθρωπος για να δει τον εαυτό του και την ίδια τη ζωή μέσα από έναν πιο αναγνωρίσιμο, πιο οικείο γι’ αυτόν καθρέφτη.

Η προσωπική μου εντύπωση είναι πως στα διαστήματα μεταξύ δύο αιώνων, όπως και στα διαστήματα μεταξύ δύο γενιών, εκείνο που πραγματικά αλλάζει δεν είναι το ΤΙ αλλά το ΠΩΣ. Τα θέματα παραμένουν λίγο-πολύ τα ίδια. Είναι τα απαράλλαχτα, τα αιώνια θέματα που μας απασχολούν, τα βασικά ερωτήματα, τα γνώριμα προβλήματα που επαναλαμβάνονται διαρκώς από τότε που ο άνθρωπος άρχισε να καταγράφει την συνείδηση του εαυτού του και τη γνώση του κόσμου. Την εντύπωσή μου αυτή την υποστηρίζει και η άλλη μου πεποίθηση, που ανέφερα στην αρχή, μιλώντας για την Ιστορία και τα διδάγματά της, που ενώ λογικά θα έπρεπε να μας κάνουν τόσο διαφορετικούς από τις γενιές που προηγήθηκαν, δεν μας μαθαίνουν τίποτα παρά μας αφήνουν να δοκιμάσουμε κι εμείς με τη σειρά μας, για άλλη μια φορά την ίδια δύσκολη πορεία μας προς τον θάνατο, μέσα από πολέμους, από διαμάχες, από ανταγωνισμούς, από διαλείμματα ομορφιάς, χαράς, έρωτα, ειρήνης και δημιουργίας, που όμως παραμένουν διαλείμματα και που μαζί με τις δυστυχίες του είδους μας καταλήγουν εκεί όπου όλα καταλήγουν μια μέρα. Να λοιπόν γιατί συμβαίνει, όπως υποστηρίζω, μόνο το ΠΩΣ να αλλάζει και στην Τέχνη, και όχι το ΤΙ.

Ο 20ος αιώνας ξεκίνησε με τα πόδια ριζωμένα στον προηγούμενο και στην πορεία υπέστη δυο πολύ ισχυρά σοκ με τους Παγκόσμιους Πολέμους του 14-18 και του 39-45. Ο Πρώτος ΠΠ διέλυσε βίαια τις βεβαιότητες και την αισιοδοξία που μας προσπόρισε η βιομηχανική επανάσταση. Η Ευρώπη – κατά κύριο λόγο – γέμισε με ορφανεμένες οικογένειες, ο ανδρικός πληθυσμός της Αγγλίας, της Γαλλίας και της Γερμανίας αποδεκατίστηκε, όσοι επέστρεψαν στις εστίες τους ήταν αχρηστευμένοι από τις σωματικές και τις ψυχικές αναπηρίες, και ο παγκόσμιος χάρτης ξανασχεδιάστηκε ενώ παλιά, ακλόνητα ως τότε, καθεστώτα κατέρρευσαν. Η Ρωσική Επανάσταση το 1917, δύο χρόνια πριν από το τέλος του Πολέμου, είναι μια άλλη μεγάλη ανατροπή που συμπαρασύρει στα ορμητικά της κύματα τις παραδοσιακές αξίες και προβάλλει ταυτόχρονα μια απειλή και μια υπόσχεση. Απειλή για τα παραδοσιακά αστικά ή μοναρχικά καθεστώτα της Δύσης, υπόσχεση για τους απογοητευμένους ανθρώπους του μόχθου που έχουν συνειδητοποιήσει την ανάγκη ριζικών αλλαγών στη μοίρα του μη προνομιούχου πολίτη.

Η τέχνη του Μεσοπολέμου απεικόνισε με σκληρή ενάργεια αυτή τη νέα πραγματικότητα και αυτή τη νέα συνείδηση των ανθρώπων, την ξεριζωμένη τους πίστη στις αξίες του Ανθρωπισμού – ο Θεός των Χριστιανών ο οποίος συμβολίζει σε ύψιστο επίπεδο την αδιαμφισβήτητη θεοκρατική-βασιλική-ελέω-θεού πολιτική δομή των κοινωνιών μας – έχει εκπέσει στις ανθρώπινες συνειδήσεις ήδη από τα μέσα του 19ου αιώνα όσο και αν η καθεστηκυία τάξη (και η Ρώμη με τα αναρίθμητα πλήθη των πιστών της) συντηρούν το κύρος του μέσα στην φορμόλη.

Η ζωγραφική απαρνείται την προοπτική και τις φωτοσκιάσεις, υιοθετεί τις ταιριαστές στο γενικό κλίμα καταστροφής επίπεδες επιφάνειες μιας τέχνης πρωτόγονης, ο εξπρεσιονισμός κυριαρχεί, ο κυβισμός, ο ντανταϊσμός (που εκμεταλλεύεται την κατάρρευση των ζωγραφικών “θεμάτων” αξιών της παλιότερης τέχνης αντικαθιστώντας τα με αντικείμενα καθημερινής χρήσεως), η ρωσική πρωτοπορία και ο σουρεαλισμός (η υπέρβαση του ρεαλισμού – δηλαδή της λογοκρατούμενης πραγματικότητας) διαλύουν ό,τι υπήρξε ως τότε παραδοσιακό, ακόμα και πρωτοποριακό για την εποχή του – με πρώτην από όλες τις άλλες σχολές εκείνην που βρέθηκε πιο κοντά χρονικά στην έναρξη της Καταστροφής, την λεγόμενη Art Nouveau, περίτεχνη προσέγγιση της Φύσης από μια κοινωνία που είχε τελείως απομακρυνθεί από αυτήν μέσα από την Βιομηχανική Επανάσταση.

Η μουσική επαναστατεί και αυτή τρία χρόνια πριν από τον Πρώτο ΠΠ με την Ιεροτελεστία της Άνοιξης του Στραβίνσκι, που ενώ για κάποιους επαναπροσδιορίζει την τέχνη των ήχων και προαναγγέλλει την επέλαση της βαρβαρότητας – χωρίς βέβαια να απαρνείται την τρυφερότητα και την ομορφιά, όπως συμβαίνει με κάθε αριστούργημα – για άλλους αποτελεί την ανατολή μιας νέας μουσικής. Και εδώ οι παλιότερες φόρμες και οι κανόνες καταργούνται με μεγαλύτερη ή μικρότερη βιαιότητα, καθώς αναδεικνύονται τάσεις όπως η κατάργηση της τονικότητας, η εισαγωγή εξωτικών κλιμάκων πέρα από τον ορθολογισμό των δυτικοευρωπαϊκών, ο δωδεκαφθογγισμός και ο σειραϊσμός.

Όπως και η μουσική, η ποίηση – σαν πιο έντονα διαισθητικές τέχνες από τις άλλες – έχει αρχίσει να μεταβάλλεται πριν από τον Αρμαγεδώνα του 1914. Ο μοντερνισμός του Μπωντλαίρ και του Ρεμπώ ή του Μαλαρμέ απορρίπτει τους κανόνες του αστικού ρεαλισμού και κουρελιάζει τις αξίες του, προβάλλει τον ποιητή ως άτομο αντί να υμνεί τις αρετές του κοινωνικού ανθρώπου και ουσιαστικά οδηγεί τον Ρομαντισμό, αν και τον αρνείται κατηγορηματικά, στην έσχατη κορύφωσή του – και η έσχατη κορύφωση κάθε τεχνοτροπίας στην τέχνη είναι η διάλυση και η κατάργησή της.

Η πεζογραφία αντιστέκεται και δεν καταργεί τόσο άμεσα τον ρεαλισμό σαν εργαλείο της, γιατί από την φύση της θέλει να μιλήσει για τον κόσμο αντικειμενικά όσο γίνεται, υιοθετώντας ωστόσο μια πολύ σαφέστερα ιδεολογική θέση ενάντια στον Πόλεμο. Αντιπολεμικά έργα όπως του Έριχ-Μαρία Ρεμάρκ, του Γιαροσλάβ Χάσεκ, του Άλντους Χάξλεϊ, υπαρξιακές αγωνίες όπως του Κάφκα και του Πιραντέλο, η αμφισβήτηση του χρόνου από τον Προυστ και τον Τζόις, και οι Ρώσοι φουτουριστές στην νεαρή Σοβιετική Ένωση, συνθέτουν ήδη από τότε ένα σκηνικό απίστευτης ποικιλίας και επηρεάζουν σε μικρό ή μεγαλύτερο βαθμό και τις μικρότερες, περιφερειακές γλώσσες και την τέχνη των υπόλοιπων κρατών.

Όταν η εκτεταμένη καταστροφή του Πρώτου ΠΠ παρέρχεται, έχουν ήδη αναδυθεί νέα καθεστώτα, αυταρχικά, συγκαλυμμένα ή ασυγκάλυπτα, και ο κόσμος οδεύει με ταχύτητα προς μια νέα καταστροφή.

Οι γυναίκες τις οποίες η λειψανδρία που δημιούργησε ο Πρώτος ΠΠ τις έβγαλε στην παραγωγή, απελευθερώνονται οριστικά στο διάστημα αυτό και η παρουσία τους σε όλες τις τέχνες γίνεται ακόμα πιο αισθητή κατά την διάρκεια του 20ου αιώνα.

Όταν τελειώνει και ο Δεύτερος ΠΠ το τοπίο έχει πια αλλάξει ολοσχερώς. Οι τάσεις και οι σχολές στην τέχνη ουσιαστικά συνυπάρχουν σε παράλληλες τροχιές, ενώ η τεχνολογία προσθέτει και άλλες δυνατότητες στο οπλοστάσιο των δημιουργών. Ο κινηματογράφος και η τηλεόραση, το διαδίκτυο και η ψηφιακή τεχνολογία διεισδύουν στην καλλιτεχνική δημιουργία και δημιουργούν νέες ποικιλίες που αν δεν μπορούν να χαρακτηριστούν σαν αυθύπαρκτες τέχνες, αλλάζουν το τοπίο και παρεμβαίνουν και στην πρόσληψη των τεχνών από το κοινό τους. Η ζωγραφική και η γλυπτική συχνά παντρεύονται άλλοτε με τα παραδοσιακά εργαλεία τους και άλλοτε μέσω της ψηφιακής τεχνολογίας και εισάγεται σύντομα ο όρος “εικαστικό” για να περιγράψει έργα και τάσεις που δεν χωρούν στο καλούπι των παλιών κατηγοριών “ζωγραφική” – “γλυπτική”. Το θέατρο, ο χορός και η κίνηση μπλέκουν και αυτά συχνά στα εικαστικά δημιουργήματα και η ευκολία που προσφέρει στο κοινό η τεχνολογία της εικόνας και το διαδίκτυο επιτρέπει σε πολύ περισσότερους ανθρώπους να “δημιουργήσουν” και αυτοί, κάτι που παλιότερα δεν θα μπορούσε να συμβεί.

Στη λογοτεχνία τα πράγματα βαδίζουν πιο αργά, νομίζω, μιας και η γραφή και ο λόγος κρατούν σε σημαντικό βαθμό τα πρωτεία τους ως εργαλεία για τη δημιουργία έργων. Και στη μουσική παρατηρείται η έξοδος των συγκροτημάτων που την εκτελούν από τις αίθουσες συναυλιών σε χώρους ευρύτερους, ακόμα και μέσα στα σπίτια του κόσμου, χάρη στο διαδίκτυο και την ψηφιακή τεχνολογία. Η έξοδος αυτή διευκολύνει τις αλληλεπιδράσεις των μουσικών ειδών, της συμφωνικής ή της μουσικής δωματίου με την τζαζ ή το ροκ, τα “ποπ” συγκροτήματα και οι τραγουδιστές τους πολλαπλασιάζονται με ρυθμούς ιλιγγιώδεις, το ραπ και η αφροαμερικάνικη ποπ επιτρέπουν την προβολή της καλλιτεχνικής έκφρασης πληθυσμιακών ομάδων που άλλοτε παρέμεναν αποκλεισμένες στα γκέτο τους και με τη σειρά τους επηρεάζουν και παρεισφρήουν στην έκφραση του συνόλου της μουσικής βιομηχανίας, ανεξάρτητα από εθνότητα και φυλή.

Ο κινηματογράφος που αρχικά εμφανίζεται σαν μια λαϊκή διασκέδαση που προσφέρει στις μάζες την αίσθηση της εξόδου από τις κλειστές πόλεις, τις εξοντωτικές ώρες εργασίας και της λιγοστής ανάπαυσης, που τις αποτρέπει όλο και περισσότερο από πιο αριστοκρατικές οδούς διασκέδασης όπως το διάβασμα ή το ταξίδι σε ξένους τόπους, μεταβάλλεται στην διάρκεια του 20ου αιώνα σε αυτό που ονομάζουν οι μελετητές του “έβδομη τέχνη” και προσεταιρίζεται όλο και περισσότερα στοιχεία από τις πιο ποιοτικές τέχνες, το μυθιστόρημα αλλά και τη ζωγραφική ή την παράγωγή της “ποιοτική φωτογραφία”. Φτάνει μάλιστα από τα μέσα και έπειτα του αιώνα να συναγωνίζεται σε δάφνες και δόξα το ίδιο της το πρότυπο (την λογοτεχνία) και οι σκηνοθέτες διεκδικούν το στάτους του “δημιουργού” προβάλλοντας το δικό τους “ύφος” και τη δική τους “θεματική” όπως ακριβώς οι συγγραφείς μυθιστορημάτων ή θεατρικών έργων.

Η πορεία του κινηματογράφου, όπως ακριβώς και της ποίησης ή της πεζογραφίας που γοητεύονται από την τάση του “μοντερνισμού”, οδηγεί σε  μια έντονη διαφοροποίηση των αφηγηματικών αυτών τεχνών. Ένα μεγάλο μέρος τους δείχνει να στρέφει την πλάτη στο ευρύ κοινό και να ικανοποιείται με τις δάφνες των ειδικών, των μυημένων της τέχνης, ενώ το κοινό με τη σειρά του και αυτό, στρέφει την πλάτη στον μοντερνισμό όταν αυτός εγγίζει τα άκρα του και τότε αναπτύσσονται παράλληλες μορφές πιο προσιτές στον κόσμο και πιο καταδεκτικές απέναντι και στα προβλήματά του αλλά και στην ιερή ανάγκη του για διασκέδαση (εδώ ο όρος χρησιμοποιείται βέβαια με την πιο υψηλή έννοια).

Το φαινόμενο του μεταμοντερνισμού είναι ακριβώς μια τέτοια αντίδραση. Και οι απαιτήσεις του κοινού για προσιτές μορφές τέχνης και οι ανάγκες των δημιουργών να επικοινωνήσουν πάλι με ένα κοινό, φέρνουν μια ισχυρή στροφή ενάντια στα κάποτε ακατανόητα και κρυπτικά μηνύματα των ακραίων μοντερνιστών και επαναφέρουν την αφήγηση και το ευρύτερο βλέμμα του καλλιτέχνη στον κόσμο που τον περιβάλλει. Επειδή όμως η εποχή της αθωότητας έχει παρέλθει, φαίνεται, χωρίς επιστροφή τουλάχιστον για τις πιο παραδοσιακές μορφές τέχνης, ο μεταμοντερνισμός δεν ξεχνά τα διδάγματα των ανατροπών που έχουν προηγηθεί και συχνά τα έργα του αν και φαίνονται πιο προσιτά σε πρώτη ανάγνωση, κρύβουν πολλαπλές αναγνώσεις – έτσι ώστε, κατά κάποιο τρόπο, να μένουν ευχαριστημένοι και οι καλλιτέχνες για την πονηριά τους και το κοινό να μπορεί να αντλεί από τα έργα τους την απαραίτητη αναψυχή.

Στη σημερινή πραγματικότητα είναι σχεδόν αδύνατο να απαριθμήσει κανείς τις διάφορες τάσεις της τέχνης, καθώς συνυπάρχουν οι νεότερες με τις πιο παλιές, αλληλεπιδρώντας κάποτε και κάποτε αρνούμενες τελείως η μία την άλλη, πολλές από τις οποίες συνάπτονται με φιλοσοφικές ή ψυχαναλυτικές θεωρίες και επίσης με τις τεχνολογικές εξελίξεις που τρέχουν με ρυθμό ιλιγγιώδη.

Εκείνο, πιστεύω εν κατακλείδι, το οποίο μας έμαθε ο 20ος αιώνας στην μακρά και ταραχώδη διαδρομή του, για την τέχνη, είναι πως αυτή διαρκώς επεκτείνεται και αναπτύσσεται έτσι που να μας επιτρέπεται να πούμε πως σήμερα, αρχές ήδη του 21ου (που κανείς δεν ξέρει τι θα γεννήσει αργότερα), έχει από όλα για όλους. Υπάρχει, για να το πούμε διαφορετικά, ένας εκδημοκρατισμός τέχνης – όχι πολύ μακριά από τον εκχυδαϊσμό της σε πάμπολλες περιπτώσεις – που την καθιστά ευρύτατα προσιτή, χωρίς όμως να αλλάζει ένα πολύ βασικό της γνώρισμα. Ότι δηλαδή η μεγάλη τέχνη, που εξακολουθεί να δημιουργείται, είναι, όπως ήταν πάντα, η εξαίρεση και όχι ο κανόνας.

 

 

Προηγούμενο άρθροΒραβείο Ποίησης του Αναγνώστη: “Θαμπή πατίνα” του Γιάννη Τζανετάκη (γράφει ο Ένο Αγκόλλι)
Επόμενο άρθροΔραμάιλο, ο δρόμος προς τη Δράμα του Κ.Συφιλτζόγλου (του Γιώργου Λίλλη)

1 ΣΧΟΛΙΟ

  1. Όσον αφορά στη μουσική, μετά από πολλά βήματα προς τα “πίσω” με avant garde συνθέσεις και πειραματική μουσική (Stockhausen, John Cage, Berio – αναφέρω ένα δείγμα μόνο), βλέπουμε ευτυχώς μία στροφή προς την πιο ουσιαστική μουσική, με στοιχεία μελωδίας ή τονικότητας, από συνθέτες από όλο τον κόσμο. Αρκεί να αναφέρω τον Schnittke, την Gubaidulina, τον Abrahamsen, τον Arvo Part, τον Rautavaara, Sallinen, Vask και πολλούς άλλους.

    Στη λογοτεχνία, δυστυχώς, τα πράγματα δεν είναι τόσο ρόδινα. To Amazon KDP, άνοιξε από τη μία την πύλη σε όλους να μπορούν να εκδίδουν τα βιβλία τους σε όλον τον κόσμο μέσω της ηλεκτρονικής αυτοέκδοσης. Από την άλλη όμως η ποιότητα έπεσε κατακόρυφα. Με αποτέλεσμα να βλέπουμε ξένα περιοδικά και εφημερίδες (από τα πιο αξιόλογα) να εκθειάζουν βιβλία τα οποία πριν κάποια χρόνια δεν θα μπορούσαν να είχαν εκδοθεί καν (λόγω ποιότητας).

    Στον κινηματογράφο τα πράγματα είναι νομίζω ακόμα χειρότερα. Όταν πλέον βραβεύονται ταινίες που στο παρελθόν θα περνούσαν απαρατήρητες τότε συνειδητοποιούμε ότι υπάρχει σοβαρό πρόβλημα: πλέον οι ηθοποιοί παίζουν μεγαλύτερο ρόλο αλλά και οι “γνωριμίες” του κάθε σκηνοθέτη, για να μην αναφέρω τον ρόλο του παραγωγού που πλέον πάει να αντικαταστήσει τον σκηνοθέτη κυρίως στο Χόλυγουντ. Ευτυχώς, υπάρχουν κάποιες ιδιαίτερες “φωνές” οι οποίες χάνονται όμως εν όψει των μεγάλων παραγωγών (να σημειώσω ότι ο Weerasethakul και ο Sokurov δεν προβάλλονταν καν στις ελληνικές αίθουσες πριν βραβευτούν σε φεστιβάλ, για να μην αναφέρω πιο γνωστά ονόματα όπως τον Ταρ). Άραγε ποιον θα θυμόμαστε σε 50 χρόνια από τώρα, όπως θυμόμαστε π.χ. τον Αντονιόνι, τον Μπέργκμαν ή τον Ταρκόφσκι;

    Για τη ζωγραφική δυστυχώς δεν μπορώ να μιλήσω γιατί δεν είμαι ειδήμων.

    Βρίσκω όμως το άρθρο εξαιρετικό και σωστό από πολλές απόψεις, κυρίως όσον αφορά στον εκδημοκρατισμό της τέχνης. Από τη μία έχουμε την εύκολη πρόσβαση (streaming ταινιών και μουσικής, ebooks), από την άλλη όλη αυτή τη μαζική παραγωγή που μας κάνει να αναζητούμε διαμάντια ανάμεσα σε κόκκους άμμου.

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ