Τι είναι συγγραφέας;

1
1669

της Κατερίνας Σχινά.

Πριν από χρόνια, η κοινωνιολόγος της τέχνης και ερευνήτρια στο γαλλικό Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών Nathalie Heinich εξέδωσε το βιβλίο “L’ epreuve de la grandeur”: θέμα του τα λογοτεχνικά βραβεία και η επίδρασή τους στους τιμηθέντες συγγραφείς. Μέσα από μια σειρά συνομιλιών με πολυβραβευμένους συγγραφείς – από τον νομπελίστα Κλωντ Σιμόν ως τον Μισέλ Τουρνιέ, και από την Ανί Ερνό ως τον Αντρέι Μακίν –  η ερευνήτρια διαπίστωνε ότι πίσω από το χαμόγελο της αφίσας ή του τηλεοπτικού παραθύρου κρυβόταν είτε ένα ‘αδικαιολόγητο αίσθημα μεγαλείου’ , είτε μια ‘μεθεόρτια μελαγχολία’, συνέπεια ενός αισθήματος «αποπροσωποποίησης», που οι περισσότεροι συγγραφείς ομολογούσαν ότι τους βάραινε μετά την βράβευση. Ίσως γιατί, καθώς έγραψε ο Καμύ, κάθε εκπλήρωση, έτσι καθώς υποχρεώνει σε μια υψηλότερη εκπλήρωση, είναι δουλεία. Ίσως γιατί η ικανοποίηση στη λογοτεχνία δεν έρχεται ποτέ: δεν υπάρχει μεγάλος συγγραφέας που να μη νιώθει ότι τον πρόδωσαν οι λέξεις του.  Ενδεχομένως γι’ αυτό σημειώνει η Heinich στο βιβλίο της, όσο δικαιωμένοι, αποδεκτοί, σεβαστοί και αν είναι οι ερωτώμενΈοι, στην ερώτηση «με τι ασχολείστε;» οι περισσότεροι διστάζουν να δηλώσουν ως επαγγελματική ιδιότητα: «συγγραφέας».

Έχει περάσει μια δεκαετία από τότε που η ερευνήτρια επανήλθε στο ίδιο πεδίο με ένα ακόμη βιβλίο (τίτλος του “Etre ecrivain”). Αυτή τη φορά, αποσκοπούσε να κατανοήσει τη διαδικασία μέσω της οποίας παγιώνεται η συγγραφική ιδιότητα, μιλώντας με δεκάδες  δημιουργών, την ανωνυμία των οποίων διαφύλαξε σχολαστικά. Βέβαια, όπως ομολογούσε και η ίδια, ένα ερωτηματολόγιο δεν αρκεί για να διεισδύσει κανείς στο μυστήριο της δημιουργίας· και παρά την φιλοδοξία της «να αναλύσει τα συστατικά αυτής της τόσο ιδιαίτερης ενασχόλησης» τα συμπεράσματά της δεν ήταν ιδιαιτέρως πρωτότυπα. Η συγγραφική ιδιότητα, έγραφε, αποκτάται μέσω μιας διπλής κίνησης που αρχίζει ως «αναρρίχηση στην μοναδικότητα» για να ολοκληρωθεί ως «αναρρίχηση στην αντικειμενικότητα». Ο συγγραφέας επιδιώκει να ξεχωρίσει, όχι μόνο απ’ όλους τους άλλους, αλλά κυρίως από τους ομότεχνούς του: «Ο δημιουργός πρέπει να είναι όχι μόνο πρωτότυπος και ανανεωτής, αλλά και ‘ο μόνος’», σημείωνε· κι ακόμη: «Η μοναξιά του συγγραφέα πρέπει να έρθει αντιμέτωπη με την αναγνώριση του κοινού, με τη δημοσίευση, τη φήμη ή την υστεροφημία – τότε επέρχεται ό, τι ονομάζω ‘αναρρίχηση στην αντικειμενικότητα’».

Ωστόσο, παρά την ρευστότητα του βιβλίου και την αδυναμία του να απαντήσει στο ερώτημα «τι σημαίνει να είσαι συγγραφέας» η ‘περιγραφική κοινωνιολογία’ της Heinich, προσφέρει ένα ενδιαφέρον πορτρέτο του σύγχρονου λογοτέχνη. Από τον «επιτυχημένο μυθιστοριογράφο» που δηλώνει «η ποίηση; μα με τους όρους της αγοράς είναι καταστροφή!» ως τον «ρομαντικό» ( «οι συγγραφείς είναι πλάσματα θαυμαστά»), τον «μυστικιστή» («το να είσαι συγγραφέας είναι για μένα μια πνευματική συνθήκη, ανεξάρτητα από τα βιβλία που παράγεις») και τον «πολυγράφο» («ένας συγγραφέας δεν μπορεί να αρκείται στην αόριστη, την ιδανική ιδιότητα του ‘καλλιτέχνη’: πρέπει να είναι ένας επαγγελματίας της γραφής. Η συγγραφή είναι επάγγελμα») οι λογοτέχνες που απάντησαν στις ερωτήσεις της Heinich εμφανίζουν τα πιο διαφορετικά πρόσωπα, τις πιο διαφορετικές απόψεις. Σε ένα σημείο μονάχα συγκλίνουν: στο ότι με δυσκολία θα αυτοπροσδιορίζονταν ως συγγραφείς. Ίσως (για να επισφραγίσουμε με την τελευταία αυτή φράση την διαδοχή των υποθέσεων με την οποία ξεκίνησε αυτό το σημείωμα) γιατί η θλίψη (και η αυτοαμφισβήτηση) αρχίζει, όταν στο λογοτεχνικό έργο μπει η τελευταία τελεία.

 

ΚΑΤΕΡΙΝΑ ΣΧΙΝΑ

 

Προηγούμενο άρθροΕυρώπη,Θριαμβευτική υστερία
Επόμενο άρθροO François Cavanna δεν υπάρχει πια

1 ΣΧΟΛΙΟ

  1. Βαδίζω χρόνια με άποψη αιρετική, μα δεν αντέχω τον πειρασμό της αναπαραγωγής της – ίσως γιατί η σημερινή κατάσταση της λογοτεχνίας στην Ελλάδα νοιώθω πως την επιβεβαιώνει. Αργά, μα σταθερά. Ανεπαισθήτως, μα με τρόπο αντικειμενικά μετρήσιμο.

    Κατά την ταπεινή μου γνώμη, συγγραφέας και λογοτέχνης είναι έννοιες διάφορες και όσο διατηρούν την αξιολογική τους διαφορά αποτυπώνουν μια αναγνωστική κοινωνία με κριτήριο, άποψη και ενεργητική ανάγνωση. Λυπούμαι να πω, πως η κρίση ολοκλήρωσε την ταύτιση των δύο εννοιών και σήμερα λογοτέχνης θεωρείται οποιοσδήποτε μπορεί να αφηγηθεί μια καλή ιστορία ή να αραδιάσει στη σειρά σκηνές και διαλόγους, έντονα επηρεασμένους από την ταχύτητα και την επιφάνεια ενός κινηματογραφικού σεναρίου.

    Δεν θα επεκταθώ, γιατί είναι συζήτηση μεγάλη και διχαστική. Μα όσο κι αν πληθαίνουν στα βιβλιοπωλικά ράφια οι ιστορίες, τόσο πιο δύσκολη γίνεται η αναζήτηση εκείνης της αράδας που αποτυπώνει μόχθο επί των λέξεων βασανιστικό και χαρακτήρες που υπερβαίνουν την χάρτινη ανάγνωση μιας εξωτερικής συμπεριφοράς.

    Δεν απαξιώνω κανέναν – και η απλή αφήγηση απαιτεί ταλέντο γνήσιο και προσπάθεια σημαντική. Μα η λογοτεχνία εκείνη που θα επηρεάσει συμπεριφορές, θα αλλάξει ζωές, θα ερμηνεύσει την κίνηση του κόσμου, έχει απαιτήσεις άλλες, που πια έχουν μαραζώσει, συρρικνωθεί, μέσα σε ένα τοπίο χλευαστικό για την ποιότητα, το βάθος και τον πλούτο της γλώσσας.

    Ακούγομαι σαν δεινόσαυρος, μα θαρρώ πως αυτή είναι η πραγματική συζήτηση που πρέπει να γίνει, μα διαρκώς αναβάλλεται. Λίγο από ανία και περισσότερο από βεβαιότητα πως είμαστε ανίκανοι να βάλουμε μια νέα ατζέντα επάνω στο τραπέζι…

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ