του Νίκου Βλαντή.
Στην Ελλάδα της κοινωνικής πόλωσης, της οικονομικής εξαθλίωσης και της πολιτικής απαξίωσης, τα τιτιβίσματα (tweets) έχουν αναχθεί σε κάτι σαν πιστοποιητικό πολιτικών φρονημάτων. Παλαιότερα, αθλήτρια αποκλείστηκε από την ολυμπιακή αποστολή επειδή «ανατιτίβισε» (retweet) μήνυμα που θεωρήθηκε ρατσιστικό. Πρόσφατα, συγγραφέας δέχτηκε ωμή λεκτική βία από πρώην διαδικτυακούς «φίλους» και «ακολούθους» (followers) επειδή τιτίβισε μήνυμα που χαρακτηρίστηκε βέβηλο. Είναι αλήθεια, τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης προσφέρουν ευρείες δυνατότητες επικοινωνίας ενός συγγραφέα με το κοινό. Ωστόσο, η επικοινωνία αυτή είναι αμφίδρομη και ενέχει κινδύνους, ειδικά όταν γίνεται με την ταχύτητα που προσδίδουν σήμερα οι τεχνολογίες επικοινωνίας και υπό το παραλήρημα που προκαλεί η σφοδρότητα και ο καταιγιστικός ρυθμός των εξελίξεων.
Συγγραφείς πολιτικοποιήθηκαν στην Ελλάδα της κρίσης, αν και ο κοινός παρανομαστής των συζητήσεων και της δημόσιας παρουσίας τους πριν από την κρίση συνήθως απείχε από τον σχολιασμό της πολιτικής επικαιρότητας. Και γιατί όχι; θα αναρωτιόταν κανείς. Εδώ πολιτικοποιήθηκαν αγρότες, κράδαναν ελληνικές σημαίες και κατέλαβαν έδρανα της βουλής ως αδέκαστοι τιμωροί. Τα πολιτικά έγιναν θέμα συζήτησης όλων, από τότε τουλάχιστον που έγινε κοινή συνείδηση πως «δεν υπάρχει σάλιο» (sic), ενώ η πολιτική αμφισβήτηση που γεννήθηκε από την –ομολογουμένως– εξοργιστική ανακολουθία της ως άνω διαπίστωσης διατυπωμένης από χείλη υπουργού με την προγενέστερη προεκλογική υπόσχεση υποψήφιου πρωθυπουργού της ιδίας παράταξης («λεφτά υπάρχουν»), οδήγησε πολλούς να καμωθούν τους πολιτικούς.
(Πιθανόν, ρόλο στην πολιτική αφύπνιση του έθνους να έπαιξε και η ισοπεδωτική ερμηνεία της ανακολουθίας αυτής –ανάμεσα στην προεκλογική εξαγγελία «λεφτά υπάρχουν» και την μετεκλογική διαπίστωση «δεν υπάρχει σάλιο»– μέσω του καινοτόμου εκδημοκρατισμού των πολιτικών ευθυνών, που επιχείρησε έτερο μεγαλοστέλεχος του ιδίου κόμματος και κυβερνήσεως, μέσω της –γνωστής πια σε όλους– ρήσης που ολοκληρώνει το τρίπτυχο του πολιτικού πολιτισμού που άφησε παρακαταθήκη εκείνη η κυβέρνηση: «μαζί τα φάγαμε». Αντίκτυπος αυτών των εξελίξεων, πέραν της γενίκευσης της πολιτικοποίησης προς τα άκρα του πολιτικού φάσματος ήτανε και η έκπτωση του επιπέδου του δημοσίου διαλόγου στην οποία συνεισέφεραν και οι εν λόγω πολιτικοί άρχοντες, με τα λόγια και τα πεπραγμένα τους).
Ενώπιον του πολιτικού αδιεξόδου της χώρας, συγγραφείς βάλθηκαν λοιπόν κι αυτοί να δοκιμαστούν στην πολιτική κονίστρα, στον στρόβιλο του σχολιασμού της επικαιρότητας. Η ιδιότητα του συγγραφέα ωστόσο, δεν ταυτίζεται κατ’ ανάγκη με αυτήν του διανοούμενου. Το να είναι κάποιος μυθιστοριογράφος δεν αποτελεί εχέγγυο για να μιλήσει εις βάθος επί παντός του επιστητού. Οι συγγραφείς που συμμετέχουν δημόσια στα πολιτικά τεκταινόμενα της χώρας, κατά κανόνα διυλίζουν τα γεγονότα, όχι με το θεωρητικό και φιλοσοφικό υπόβαθρο διανοητή αλλά μέσα από μια οπτική ιδεολογική, στην οποία ωστόσο κυριαρχεί η ιδιοσυγκρασία και το πνεύμα τους, που χαρακτηρίζει και το έργο τους. Δεν γίνονται πάντα αρεστοί από τις μάζες που δεν θα διάβαζαν τα βιβλία τους, ούτε και είναι δυνατόν ή και θεμιτό να αρέσουν σε όλους. Συμβάλλουν όμως ως άνθρωποι του λόγου στο να αναβαθμιστεί το επίπεδο του δημόσιου διαλόγου;
Την περασμένη άνοιξη, βρέθηκα στην Γκρανβίλ, λουτρόπολη της Νορμανδίας, για να συμμετάσχω σε μια βραδιά αφιερωμένη στην ελληνική κρίση, στο πλαίσιο του πολιτιστικού φεστιβάλ «Balkan transit». Μετά από την προβολή ενός ντοκιμαντέρ γαλλικής παραγωγής για την κατάσταση της Ελλάδας, άρχισε η συζήτηση με το κοινό. Ένας νεαρός πήρε το μικρόφωνο, παρουσιάστηκε ως κατ’ ιδεολογία καταληψίας εγκαταλελειμμένων κτισμάτων και ρώτησε επιτακτικά εμάς τους συμμετέχοντες Έλληνες συγγραφείς ποιες είναι οι λύσεις για το ξεπέρασμα της ελληνικής κρίσης. Δεν προλάβαμε καν να κοιταχτούμε αμήχανοι. Η βιβλιοπώλης που συντόνιζε τον διάλογο του απάντησε: «Κύριε, αγαπάμε την λογοτεχνία επειδή θέτει ερωτήματα, αναδεικνύει θέματα για τον δημόσιο διάλογο. Απόψε στρεφόμαστε στην ελληνική λογοτεχνία γι’ αυτόν τον σκοπό. Δεν περιμένουμε από τους παριστάμενους συγγραφείς να αρθρώσουν λόγο σαν να ήτανε πολιτικοί».
Πριν κάποιο καιρό, μιλούσα στο τηλέφωνο με τον συγγραφέα Μάκη Πανώριο. Αφότου μου περιέγραψε την εικόνα της εγκατάλειψης και της απαξίωσης του κέντρου της Αθήνας όπου μένει, μου μετέφερε ένα περιστατικό. Περπατούσε ένα απόγευμα στην γειτονιά του, με τα σκουπίδια ξέχειλα στους κάδους, τα μαγαζιά κλειστά, τους άστεγους στους δρόμους. Τον σταμάτησε ένας συντοπίτης του.
«Βλέπεις αυτό το χάλι; Βλέπεις πού έχει καταντήσει η Αθήνα;» τον ρώτησε. Ένευσε καταφατικά.
«Αναρωτιέμαι: εσείς οι πνευματικοί άνθρωποι, τι κάνετε για όλα αυτά;»
Ο Πανώριος τον κοίταξε σιωπηλός για λίγα δευτερόλεπτα.
«Γράφουμε. Τι άλλο να κάνουμε; Αυτό που κάναμε πάντα» του απάντησε, και συνέχισε τον δρόμο του.