Τιμαλφή

0
381

 

 

Της Νίκης Κώτσιου.

Τριάντα τρία καινούρια αραβουργήματα του θεσαλονικιού Γιώργου Σκαμπαρδώνη, τριάντα τρία καινούρια διηγήματα που αναπαράγουν ακόμη πιο λεπτουργημένο κι ευφρόσυνο το  αναγνωρίσιμο πια  πυκνό, περιεκτικό, δραστικό  ύφος του, τριάντα τρία διηγήματα γεμάτα από ονειρικά νήματα και  μαγικούς μίτους που μας κάνουν να λοξοδρομούμε σε ασυνήθιστες κι ανεπανάληπτες  διαδρομές. Εμβληματικές  φιγούρες από το ρεπερτόριο μιας κατά βάση λαϊκής μυθολογίας , τρυφεροί ενήλικες που νοσταλγούν την παιδική ηλικία, αναμνήσεις που καταπίνουν μέσ’ στη χοάνη τους τους νοσταλγούς, εκλάμψεις που καταυγάζουν την καρδιά με φως, πουλιά και ζώα που σηματοδοτούν κρυφές αλήθειες, ιστορίες που μοιάζουν με παραμύθια ή με παραβολές, ιστορίες που διασταυρώνονται με το μύθο, μύθοι που τέμνονται από αληθινά γεγονότα, τερπνές  αφηγήσεις μπολιασμένες με σουρεαλιστικά στοιχεία, όλα αυτά συναρμοσμένα με τρόπο ώστε να μην καταλύεται η εντύπωση ή επίφαση  μιας  ρεαλιστικής, κατά τα άλλα, εξεικόνισης που μόλις απέχει ένα βήμα από το να καταστεί εντελώς μαγική.

Καλοπροαίρετοι, ευγενείς και αθώοι στην καρδιά,  οι αφηγητές του Σκαμπαρδώνη, αυτοί που διηγούνται έχοντας προηγουμένως καταστεί αυτόπτες και αυτήκοοι μάρτυρες των ιστορούμενων, αφήνονται να γητευθούν από τα μάγια κόσμων παλιών που ακόμα επιβιώνουν ανύποπτα και αθόρυβα μές στις καρδιές των «γραφικών» και των λιγάκι αλαφροϊσκιωτων, των κοινωνών με άλλα λόγια  και των μυστών μιας πραγματικότητας διαφορετικής και «πέραν  του κόσμου τούτου» , που εξακολουθεί να ανθίσταται στην επέλαση μιας ψευδεπίγραφης ενίοτε προόδου.

Αισθηματίες, προσηνείς και δεκτικοί απέναντι στον άλλο, όσο παράταιρος κι αν φαίνεται, οι ίδιοι αυτοί αφηγητές  αφουγκράζονται με προσοχή και μεταφέρουν με ταπεινότητα και δέος τριγμούς και ψίθυρους από περιοχές και κόσμους αχαρτογράφητους και ξεχασμένους, κόσμους ανοίκειους και «παρωχημένους», που μπορούν όμως να αγγίζουν και να συγκινούν όσους (ευαίσθητους) προσέρχονται καλοπροαίρετα και ανοιχτόκαρδα. Έτσι λοιπόν το  αφηγηματικό ενδιαφέρον εστιάζεται προνομιακά πάνω σε τύπους που ζουν με τον τρόπο τους  λίγο-πολύ στο περιθώριο ή σ’ ένα είδος αυτοσχέδιου και ποιητικού περιθωρίου,  όπως είναι π.χ. ο  γέροντας-πρώην αντάρτης που εκμετρά τον βίο  ταϊζοντας μυρμήγκια (Ταϊζοντας τα μυρμήγκια), ο  κλαριτζής που με την κομπανία του σεργιανίζει στις γειτονιές(Ένα κλαρίνο σε ντο δίεση) , ο  συνταξιούχος χρυσοχόος που φτιάχνει στη σχόλη ποτηράκια από ασημόχαρτο(Ασημένια ποτηράκια στο ταβάνι), ο  παπάς που ψαρεύει συντροφιά με τα δελφίνια(Πάρε το τρανζίστορ στη βάρκα) αλλά και ο  αβρός κύριος που κατασκευάζει κόκαλα παπουτσιών(Ροζ κόκαλο παπουτσιών).

 

 

Αναζητώντας εξακολουθητικά το θαύμα και το θαυμαστό,  οι αφηγητές του Σκαμπαρδώνη, μένουν εκστατικοί και ενεοί καθώς διασταυρώνονται απροσδόκητα μ’ένα συμβάν που επέχει θέση  αποκάλυψης ή ενδεχομένως θεοφάνειας, συμβάν που «εκρήγνυται» μπροστά στα μάτια τους,  σαν συνταρακτικό σημείο μιας κρυμμένης αλήθειας ως τότε ανενεργής. Σαν τέτοιου είδους «σημεία» μπορούν να εκληφθούν π.χ.  μια απρόσμενα εξαγνιστική χαλαζόπτωση(Χαλάζι στην Επανομή), μία παρέα δελφινιών που απολαμβάνει τα τραγούδια και τις μουσικές των ανθρώπων(Πάρε το τρανζίστορ στη βάρκα ,-ίσως η συγκλονιστικότερη στιγμή της συλλογής…), το συναπάντημα και η συναναστροφή με αγιορείτες μοναχούς (Ο κυρ Μανουήλ δεσπόζει), αλλά κι αυτό ακόμα το βάμμα του ηλιοτροπίου(στο ομώνυμο διήγημα) που κατασκευάζει με ζέση μαθητευόμενου μάγου ο ερασιτέχνης πειραματιστής μένοντας έκθαμβος μπροστά στα αποτελέσματα των αυτοσχέδιων πειραμάτων του.

Η θρυαλλίδα που προκαλεί την έκρηξη της συγκίνησης, τη νοσταλγία και την αναπόληση ή απλώς τους συνειρμούς  είναι συνήθως ένα στιγμιότυπο, μια παρουσία, κάποια σκηνή στη φύση ή την πόλη, κάτι που επεμβαίνει και αλλάζει το ρυθμό επιβάλλοντας ένα άλλο τέμπο, μια άλλου είδους εγρήγορση και ένα άλλο όραμα του κόσμου. Μία λατέρνα που γεμίζει το φρεάτιο του ασανσέρ με μουσικές νοσταλγικές κι ονειρεμένες και μετά περιδιαβαίνει την πόλη πάνω στο όχημα της Πυροσβεστικής(Λατέρνα στο ασανσέρ), ένα κλαρίνο ντο δίεση(στο ομώνυμο διήγημα), οι πελεκάνοι που έχουν βαλθεί να προστατέψουν τα μικρά τους(Ώσπερ πελεκάν), το αγόρι που πενθεί το σκύλο του και βγάζει βόλτα το λουρί του(Το λουρί που πάει βόλτα),  στιγμιότυπα πυκνά σε σημασίες και συναισθήματα  που φωτίζουν τη ζωή με άλλες αποχρώσεις και τη συντονίζουν σε συχνότητες διαφορετικές.

Σε κάποιες άλλες περιπτώσεις, ξύνοντας και ξεφλουδίζοντας την επιφάνεια της πραγματικότητας, ο εκάστοτε αφηγητής εισδύει σε όλο και βαθύτερες στρώσεις, που σιγά-σιγά τον παρασύρουν  και τον οδηγούν στα έγκατα και στον πυρήνα μιας αλήθειας όχι μόνο ανθρώπινης αλλά και ιστορικής.  Στα διηγήματα ιστορικής μνήμης και (πικρού) αναστοχασμού όπου συνήθως το συλλογικό διαπλέκεται αριστοτεχνικά με το ατομικό  και το προσωπικό, πρωταγωνιστούν πρόσωπα γηραιά που είχαν κάποτε ενεργό συμμετοχή στα ιστορικά δρώμενα και τώρα τείνουν πια να γίνουν μυθικές φιγούρες μιας λαϊκής μυθολογίας, όπως π.χ ο  αιωνόβιος μακεδονομάχος Σταύρος Τσιούμας  αλλά και ο πρόσφυγας σμυρνιός παπούς που σώθηκε χάρη στη φιλανθρωπία ενός τούρκου(Διακοσμητής όπλων) ή ο  γερο-αντάρτης που κρατήθηκε ζωντανός χάρη στα μυρμήγκια και νιώθει τώρα να τους χρωστά ευγνωμοσύνη(Ταϊζοντας τα μυρμήγκια). Εικονογραφούνται επίσης με τρόπο υπαινικτικό αμφιλεγόμενες φυσιογνωμίες, όπως ο ραβίνος που συναναστρέφεται τους ναζί (Στη Σκάλα του Μόλχο) αλλά κι επίγονοι που καλούνται να διαχειριστούν την απώλεια των ηρωικά πεσόντων προγόνων τους μέσα σε θολές και πάντως δυσμενείς συγκυρίες που μοιάζουν να ακυρώνουν τη θυσία(Τα στεφάνια στο ηρώο).  Μέσα σ’ αυτό το πλαίσιο, χαράσσεται ένας άλλος κόσμος όπου παρόν και παρελθόν είναι συγκοινωνούντα δοχεία και αλληλοπεριχωρούνται αδιαλείπτως παράγοντας έναν άλλο χρόνο, πέρα και πάνω από τον συμβατικό.

Όπως και να ‘χει, τα διηγήματα του «Νοέμβριου» (όπως τιτλοφορείται η συλλογή) μας παρέχουν εφόδια και αντιστάσεις για να αντιμετωπίσουμε τις παντοειδείς όψεις ενός χειμώνα, που έχει έλθει ή είναι ίσως καθ’οδόν. Φτιαγμένα από «πικρασήμι, μαργαρόστρακο, φίλντισι, κοράλι, σαβάτι, ξύλο περγαμόντου μαλαμοκαπνισμένο και παλαιά αποτρόπαια, δηλαδή φυλαχτά» μας θωρακίζουν απέναντι στους βάσκανους καιρούς και μας στηρίζουν. Χάρη στην ομορφιά τους, πράγματι «νιώθω να περνώ κάτι σαν κάθαρση, ξαναβρίσκω κάποιο αγνοημένο νόημα-αγαλλιούν τα οστά μου, χαίρονται οι ενδοσυνδέσεις μου». Έτσι ακριβώς.

INFO: Γιώργος Σκαμπαρδώνης: Νοέμβριος, σελ. 160, εκδ. Πατάκης, 2014

Προηγούμενο άρθροΖουργός, βουτιά στον 17ο αιώνα
Επόμενο άρθροΟι εκπλήξεις των αναγνωστών

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ