Της Μαρίζας Ντεκάστρο.
Τα παιδιά διασκεδάζουν να ακούν/διαβάζουν ιστορίες από τη σχολική ζωή κι ακόμα περισσότερο όταν είναι οι δάσκαλοι που διηγούνται τις δικές τους. Αγαπημένο θέμα λοιπόν των συγγραφέων παιδικής λογοτεχνίας που τις γράφουν και τις μεταφέρουν σε ευφάνταστα περιβάλλοντα, σε σχολεία για μάγισσες, δεινόσαυρους, ψάρια, μέλισσες, κ.ά.
Στο Τικ-τακ, ρολόγια ώρα για μάθημα, των Αντώνη Παπαθεοδούλου – Μυρτώς Δεληβοριά, μαθητές είναι μικρά ρολόγια.
Βρισκόμαστε στο σχολείο των ρολογιών και ο ρολογοπαιδαγωγός τους, ένας παχουλούλης ηλικιωμένος με πουκάμισο σαν σελίδα τετραδίου αριθμητικής, μας διηγείται τι σκαρώνουν τα σκανταλιάρικα ρολογάκια του.
Σαν παιδιά που είναι τους αρέσει το χουζούρι, παίζουν, κυλιούνται στα χώματα, βραχυκυκλώνουν τον κύριό τους όταν γυρνούν τους δείκτες τους για να μακρύνουν το διάλειμμα και το παιχνίδι στην εκδρομή.
Οι γουστόζικες ατάκες και τα αστεία σ’ αυτή την τάξη διασκεδάζουν τους μικρούς αναγνώστες γιατί αναγνωρίζουν τον εαυτό τους στους ήρωες. Διασκεδάζουν κι εμάς που αναπολούμε τα δικά μας σχολικά χρόνια.
Αν διαβάσουμε προσεχτικότερα, θα διαπιστώσουμε ότι αυτή η χαριτωμένη ιστορία έχει ως αποδέκτες δυο διαφορετικά κοινά, το παιδικό και το ενήλικο, και πως δεν είναι διόλου απλοϊκή. Κυρίως για όσα λέει υπογείως στους ενήλικους αναγνώστες, πρώτα στους γονείς και τους εκπαιδευτικούς (οι οποίοι ούτως ή άλλως λειτουργούν ως μεσάζοντες μεταξύ βιβλίων και παιδιών) κι έπειτα σε συγγραφείς, επιμελητές και εκδότες παιδικών βιβλίων. Το ζήτημα δεν έχει σχέση μόνο την ενημέρωση για το τι εκδίδουν οι άλλοι, αλλά κατά τη γνώμη μου πώς γράφουν οι άλλοι.
Στις αμέτρητες κριτικές αναγνώσεις μου βρήκα ελάχιστα βιβλία για παιδιά που να διαθέτουν την απαραίτητη μαεστρία για να περάσουν ιδέες και προς τους ενήλικες χωρίς να διαταράσσεται ο ανάλαφρος παιδικός χαρακτήρας τους!
Θεωρώντας δεδομένο ότι οι μικροί αναγνώστες θα απολαύσουν το Τικ-Τακ…, θα αναφερθώ στην ‘ενήλικη’ ουσία που κρύβεται κάτω από τις γραμμές.
Η ιδέα ενός άντρα μέσης ηλικίας σε τάξη μικρών παιδιών, ας πούμε νηπιαγωγείου, Α’ ή Β΄ δημοτικού, δημιουργεί εξαρχής ένα ενδιαφέρον παραξένισμα αφού υποσκάπτει το στερεότυπο του φύλου, δηλαδή των δεκάδων λογοτεχνικών χαρακτήρων της ‘δασκάλας’ που από τη φύση της είναι καταλληλότερη να εργαστεί με μικρά παιδιά. Θέτει και ένα δεύτερο: την ηλικία σε συνδυασμό με το κατά πόσον οι νέοι δάσκαλοι, καλύτερα εκπαιδευμένοι από τους παλιούς, είναι πιο κοντά στα παιδιά (παρ΄ όλο που τα παιδιά δεν μετρούν τα χρόνια της διαφοράς στην ηλικία και βλέπουν όλους τους μεγάλους σαν γέρους). Οι νεαροί εκπαιδευτικοί διαθέτουν πράγματι γερή κατάρτιση, είναι ζωηροί, έχουν ιδέες, συχνά όμως τους λείπει η τρυφερότητα που εκπέμπουν άτομα μεγαλύτερης ηλικίας όπως η παππουδίστικη φιγούρα του βιβλίου, τρυφερότητα με ανακουφιστική επίδραση στα παιδιά.
Δεν είναι επίσης τυχαίο το γεγονός ότι ο εκπαιδευτικός δεν είναι ο κλασικός δάσκαλος, αλλά εύστοχα ονομάζεται παιδαγωγός, έστω και ρολογιών. Διαφέρει ο δάσκαλος από τον παιδαγωγό; Ναι, διαφέρει, γιατί ο δάσκαλος δεν είναι εξ ορισμού παιδαγωγός!
Τι διδάσκει ο ρολογοπαιδαγωγός; Την ώρα, όπως θα περιμέναν οι βιαστικοί; Όχι ακριβώς! Διδάσκει την πολυσημία της λέξης ‘ώρα’ και την έννοια του χρόνου στην ευρύτητά της, καθώς επίσης και το πώς εσωτερικεύει καθένας την αίσθηση του χρόνου που περνάει γρήγορα ή αργά ανάλογα με τη διάθεσή του.. Διδάσκει επίσης κοινωνικές δεξιότητες, δηλαδή κανόνες συμπεριφοράς και κοινωνικοποίησης, όπως γίνεται και στα σχολεία των ανθρώπων σύμφωνα με το πρόγραμμα σπουδών του νηπιαγωγείου και των δυο πρώτων τάξεων του δημοτικού.
Επιπλέον εισάγει με εξαιρετικό μέτρο! αυτά που οι ενήλικοι ονομάζουν ‘γνωστικά αντικείμενα’. Βάζει δηλαδή τα λιθαράκια των πρώτων γνώσεων που μελλοντικά θα χτίσουν τη γνωστική σκευή των μαθητών του. Διδάσκει γεωγραφία, με το χάρτη να συνδέει το εδώ με το αλλού και να δίνει νόημα στην ώρα μέσα από την καθημερινή ροή του χρόνου όπως τη γνωρίζουν εμπειρικά τα παιδιά (πρωί, μεσημέρι, απόγευμα, βράδυ) και η οποία δεν είναι ίδια σε άλλους τόπους. Διδάσκει μουσική και ρυθμό, που εκτός όλων των άλλων προϋποθέτουν συνεργασία και ομαδικό πνεύμα, και ελάχιστη Ιστορία. Τόση ιστορία της Ιστορίας όση χρειάζεται για να εξάψει την περιέργεια τους. Τα ρολογάκια μαθαίνουν λοιπόν ότι δεν εμφανίστηκαν έτσι από μόνα τους και πως παλιά οι άνθρωποι μετρούσαν το χρόνο με το νερό και την άμμο και ακόμα πιο παλιά με τον ήλιο και είχαν το φεγγάρι για ημερολόγιο, ένα ακόμα μέσο που διαθέτουμε για να μετράμε το χρόνο.
Υπάρχουν ακόμα γλωσσικά παιχνιδίσματα που τόσο αρέσουν στα παιδιά (έξιμισηπαρατέταρτο, οχτώ και σαρανταδώδεκα), εκφράσεις που αλλάζουν επί το ‘ρολογότερο’ ( …όταν παίζουν δεν κουνάνε (ρούπι) δείκτη…, …να σέβονται την ώρα (χρόνο) του άλλου…), μεταφορές (οι δείκτες γίνονται στο παιχνίδι έλικας ελικοπτέρου), φιλοσοφικές σκέψεις (ο χρόνος δεν γυρίζει πίσω…), λεξιλόγιο των ρολογιών (εξαρτήματα και ρήματα), και άλλα θέματα που, αν το θελήσουν οι αναγνώστες, ανοίγουν νέα. Για παράδειγμα, στη σελίδα της ταυτότητας του βιβλίου εμφανίζεται η Πίπη Φακιδομύτη που παίζει με το ‘τικ’ και το ‘τακ’, ένα ‘τακ ‘ όμως που σημαίνει ευχαριστώ στα σουηδικά και να αποκτά νέα σημασία ξεφεύγοντας από το γνωστό -ήχο και το ρυθμό. Στην πίσω ταπετσαρία εμφανίζεται, ως αναφορά σε διάσημα ρολόγια, ο (Μπιγκ) Μπεν, παλιός μαθητής κι αυτός του ρολογοπαιδαγωγού…
Καθετί στο βιβλίο υποστηρίζεται εικονογραφικά από τη Μυρτώ Δεληβοριά που ζωγράφισε τα ρολόγια ήρωες με χαρακτηριστικά και χαρακτήρα ώστε να ταιριάζουν κάθε φορά με τα γραφόμενα. Το σημαντικότερο όμως είναι πως ακολούθησε τα διαφορετικά επίπεδα της ιστορίας και, όπου χρειάστηκε, άφησε το παιχνιδιάρικο ύφος και απέδωσε με ακρίβεια όσα έχουν σχέση με τα γνωστικά στοιχεία του βιβλίου.
Με δυο λόγια, ένα εξαιρετικό βιβλίο!
INFO
Αντώνης Παπαθεοδούλου- Μυρτώ Δεληβοριά
Τικ-Τακ, Ρολόγια, ώρα για μάθημα
Eκδ. Ίκαρος, 2016