Μαζάουερ: στο τέλος κανείς δεν νικά στα αλήθεια(της Δήμητρας Ρουμπούλα)

0
951

 

της Δήμητρας Ρουμπούλα

 

Υπάρχουν πολλοί τρόποι για να εξιστορήσει κανείς μια ζωή. Σε μια εποχή «που τη σαγηνεύει η παντοδυναμία του ψυχικού τραύματος», ο Μαρκ Μαζάουερ, στοιχειοθετώντας τη βιογραφία της περίπλοκης οικογένειάς του,  επιλέγει να αναδείξει «το ψυχικό σθένος, την ανθεκτικότητα και τις αρετές της σιωπής» και κυρίως να προτάξει τούτο: «Οι χαμένοι της ιστορίας έχουν να μας διδάξουν περισσότερα από τους νικητές της. Καμία νίκη δεν διαρκεί εσαεί – σημασία έχει το πώς διαχειρίζεσαι την ήττα». Ο κορυφαίος ιστορικός, με το βιβλίο του «Όσα δεν είπες. Ένα ρωσικό παρελθόν και το ταξίδι προς την πατρίδα. Φόρος τιμής» (εκδ. Άγρα), δεν ακολουθεί τη συνήθη τάση να ταυτιστεί με τους νικητές της ιστορίας, γιατί απλούστατα «στο τέλος κανείς δεν νικά στα αλήθεια».

Ο Βρετανός ιστορικός, ο οποίος, εγκατεστημένος πια στη Νέα Υόρκη, διδάσκει στο Πανεπιστήμιο Κολούμπια και είναι ιδιαίτερα γνωστός στην Ελλάδα με τα βιβλία του για τη χώρα μας, τα Βαλκάνια και την Ευρώπη του 20ού αιώνα, μέσα από το πορτρέτο της οικογένειάς του, φωτίζει την περιπέτεια της ρωσο-εβραϊκής ιντελιγκέντσιας κατά τον 20ό αιώνα. Και, επίσης,  κάποιες πτυχές της Ιστορίας βυθισμένες στη λήθη, όπως η δράση και η κατάληξη του σοσιαλιστικού κινήματος του Μπούντ στην προεπαναστατική Ρωσία, ηγετικό στέλεχος του οποίου υπήρξε ο παππούς του. Κινούμενος αριστοτεχνικά στην υποφωτισμένη ζώνη ανάμεσα στο προσωπικό και το πολιτικό, ο Μαζάουερ «σπάει» τη σιωπή του πατέρα του Μπιλ και κυρίως του παππού του Μαξ για να ξεδιπλώσει, με συναρπαστικό και υποδειγματικό τρόπο, μια οικογενειακή οδύσσεια που αρχίζει από τη Ρωσία των αρχών του 20ού αιώνα, καταλήγει, μετά από φυλακίσεις, διωγμούς, αποδράσεις,  χωρισμούς και θανάτους, στο Λονδίνο του μεσοπολέμου και φτάνει έως τα πρόσφατα χρόνια. Τόσο ο Εβραίος σοσιαλιστής παππούς, όσο και ο πατέρας του που συνδέθηκε με το Εργατικό Κόμμα της Αγγλίας, σιωπούσαν για το παρελθόν τους, επιθυμώντας να εξασφαλίσουν μια ήρεμη ζωή για την οικογένειά τους. Ήθελαν τα τα παιδιά τους «να κοιτάξουν στο μέλλον και όχι στο παρελθόν της παλιάς πατρίδας».

Λειτουργώντας ως ιστορικός και ως μέλος της οικογένειας, ο συγγραφέας ξεψάχνισε αρχεία, δημοσιεύματα, ημερολόγια, αλληλογραφία, μαρτυρίες, φωτογραφίες κλπ, και με μια αναστοχαστική ματιά, απλώνει κυκλικά το πραγματολογικό υλικό του, στο οποίο ξεχωρίζει περίτρανα το πόσο και πώς η Ιστορία διαμορφώνει καταλυτικά τις ζωές των ανθρώπων και ειδικά περιπτώσεων σαν αυτή του αινιγματικού παππού. Ο Μαξ Μαζάουρ (1874-1952), από το Γκρόντνο στην Οριοθετημένη Ζώνη Εγκατάστασης του εβραϊκού πληθυσμού της Ρωσίας (εξοντώθηκαν ολοκληρωτικά στον πόλεμο), υπήρξε επαναστάτης σοσιαλιστής στην τσαρική Ρωσία και οι δρόμοι του διασταυρώθηκαν με του Λένιν και όχι μόνο.  Ήταν από τα ηγετικά στελέχη του Μπουντ (Γενική Ένωση των Εβραίων Εργατών στη Λιθουανία, Πολωνία και Ρωσία), ενός κινήματος που έπαιξε καθοριστικό ρόλο στη γέννηση της αριστερής κομματικής πολιτικής, αλλά ως το 1920 με την επικράτηση των μπολσεβίκων διαλύθηκε. Παρότι όλοι αντλούσαν την έμπνευσή τους από τον Μαρξ, τόσο οι μπολσεβίκοι όσο και οι μενσεβίκοι διαφωνούσαν με τους μπουντιστές, γιατί οι τελευταίοι, χωρίς να είναι εθνικιστές, θεωρούσαν ότι το κίνημά τους εκπροσωπούσε ειδικά τους Ρωσοεβραίους, προκειμένου να αναγνωρίζονται οι γλωσσικές (γίντις) και πολιτισμικές διαφορές. Η ρήξη με τον Λένιν, που απέρριπτε κάθετα ένα ξεχωριστό εβραϊκό κίνημα, αν και αναγνώριζε τα αγωνιστικά κατορθώματα των μπουντιστών, δεν γεφυρώθηκε ποτέ, εις βάρος βέβαια των τελευταίων. Θεωρώντας το Μπουντ μια από τις μεγαλύτερες απειλές κατά της ενότητας του Κόμματος, ο ηγέτης των μπολσεβίκων επιτέθηκε σκληρά εναντίον του, μέσα από τα άρθρα του, όπως το «Χρειάζεται το εβραϊκό προλεταριάτο ένα ανεξάρτητο πολιτικό κόμμα;»  Δεν άλλαξε γνώμη ούτε με τα πογκρόμ που εξαπέλυε συχνά ο τσάρος. Η οριστική ρήξη με τους μπουντιστές συνεχίστηκε και επί σοβιετικής εξουσίας, μέχρι την περίοδο των μεγάλων εκκαθαρίσεων (η κατηγορία για «εξιδανίκευση του Μπουντ» οδηγούσε κατευθείαν στα γκουλάγκ) και κατά τη διάρκεια του Δεύτερου Παγκοσμίου Πολέμου. Οι πολυσέλιδες αναφορές του συγγραφέα στο Μπουντ και την ολέθρια σχέση του με τους μπολσεβίκους, παρά την αποδεδειγμένη αφοσίωσή του στο μαρξιστικό σοσιαλισμό, φωτίζουν μια σημαντική αλλά ξεχασμένη σελίδα της Ιστορίας της προεπαναστατικής Ρωσίας και της Επανάστασης, με πρωταγωνιστές πολλά γνωστά ιστορικά πρόσωπα.

Με το ψευδώνυμο Δανιήλ και παράνομη δράση, ο παππούς Μαξ εκτοπίστηκε από την τσαρική εξουσία δύο φορές στη Σιβηρία, απέδρασε και αυτοεξορίστηκε στη Γερμανία και στην Ελβετία, μέχρι να καταλήξει μετά το 1909 στο Βορειοδυτικό Λονδίνο, όπου έζησε  μέχρι το τέλος της ζωής του, διατηρώντας αναλλοίωτα τα υψηλά ιδανικά του. Τον συναντούμε σε μια διαδρομή, γεμάτη δοκιμασίες, από το Γκρόντνο, τη Βίλντα, την Αγία Πετρούπολη, το Λοτζ κι αλλού μέχρι το Λονδίνο, εργαζόμενος με επιτυχία σε διάφορες εμπορικές δουλειές. Για όλα αυτά ελάχιστα γνώριζε η  σύζυγός του Φρούμα, η οποία τον αποκαλούσε «zhivotik», δηλαδή «κοιλίτσα», επειδή «κρατούσε τα λόγια μέσα του». Αντιθέτως, ο Μαξ γνώριζε τα της οικογενείας της Φρούμα Τουμάρκιν, από το Σμόλενσκ, που επίσης αντανακλούν πολλές αλλόκοτες καταστάσεις της τότε ΕΣΣΔ: Τα αδέλφια της υπέστησαν από τις σοβιετικές αρχές όλες της συνέπειες της επιλογής τους να εγκαταλείψουν τους μπολσεβίκους κατά τη διάρκεια του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου και να συστρατευτούν με τους μενσεβίκους. ΄ Η ο πρώτος σύζυγός της, στρατιωτικός γιατρός του τσαρικού στρατού, τον οποίο, παρότι δήλωνε υπέρμαχος της επανάστασης, τον συνόδευε η υποψία ότι είχε προσχωρήσει στους Λευκούς. Όμως,  κόρη τους, Ίρα, τον περιέγραφε περισσότερο ως «τζογαδόρο, άνθρωπο για τον οποίο η επανάσταση δεν ήταν παρά ακόμα μια ζαριά». Όλα αυτά καθιστούσαν αδύνατη την παραμονή της Φρούμα και της κόρης της στη Μόσχα. Τότε, γύρω στα 1922, εποχή της Νέας Οικονομικής Πολιτικής του Λένιν, γνώρισε τον Μαξ, οποίος βρισκόταν στη Μόσχα με μια βρετανική εμπορική αποστολή. Δύο χρόνια μετά, μάνα και κόρη ταξίδεψαν στο Λονδίνο. Στυλοβάτης του σπιτιού, η τρυφερή Φρούμα ήταν εκείνη που διατήρησε ζωντανή την επαφή με την πατρίδα, αλλά πέρασαν πάνω από τριάντα χρόνια για να μπορέσει να επιστρέψει το 1959 στη Μόσχα, αντίθετα με τον Μαξ που δεν επέστρεψε ποτέ στη Ρωσία.

Η σιωπή του Μαξ έκρυβε πολλών ειδών μυστικά, όχι μόνο πολιτικής φύσεως. Ο Μπιλ, πατέρας του συγγραφέα, γεννημένος το 1925, είχε κι έναν ετεροθαλή αδελφό, τον Αντρέ, καρπός του νεανικού γάμου του Μαξ με μια «αμετανόητη επαναστάτρια». Από όλα τα μυστικά του παππού, η ιστορία της μητέρας του Αντρέ, της Σοφίας Κρυλένκο, ήταν ίσως το πιο καλά κρυμμένο. Η γυναίκα αυτή ήταν αδελφή του περιβόητου Νικολάι Κρυλένκο, ενός ανθρώπου που ανήλθε ταχέως στα ανώτατα κλιμάκια της εξουσίας στο Κρεμλίνο ως λαϊκός κομισάριος δικαιοσύνης, και αργότερα γενικός εισαγγελέας της ΕΣΣΔ (το 1931, ο Στάλιν του εμπιστεύτηκε τη δίκη-παρωδία των μενσεβίκων συνωμοτών), προτού πέσει κι αυτός θύμα των Μεγάλων Εκκαθαρίσεων και του συστήματος εικονικών δικών που ο ίδιος είχε προωθήσει. Αποθανατίστηκε, εν τέλει, ως ένας από τους βασικούς «κακούς» του «Αρχιπελάγους Γκουλάγκ» του Σολζενίτσιν, σχολιάζει ο συγγραφέας. Η Σοφία Κρυλένκο κατέληξε σε φρενοκομείο της Μόσχας, όπου την έκλεισε ο αδελφός της, γιατί ενοχλούσε η δράση  και οι αντιδράσεις της, όπως εκείνη για την βίαιη αντιμετώπιση της εξέγερσης στη Κροστάνδη, που μίλησε για δεσποτισμό εκ μέρους των νέων ηγετών της χώρας. Οι ενέργειες της Σοφίας, της αδελφής της Ελένας, η οποία εργαζόταν στην υπηρεσία του Μαξίμ Λιτβίτοφ στο κομισαριάτο Εξωτερικών Υποθέσεων, κι άλλων μελών της οικογένειας Κρυλένκο, όλοι με θέσεις δίπλα σε κυβερνητικούς αξιωματούχους,  ήταν όπλα στα χέρια των μυστικών υπηρεσιών εναντίον του Νικολάι που θα χρησιμοποιούσαν όταν ο Στάλιν θα έδινε το πράσινο φως. Αυτό δόθηκε το 1938, με την συνήθη κατηγορία για σαμποτάζ, δημιουργία ανατρεπτικής οργάνωσης, δολοπλοκία σε συνεργασία με τον Νικολάι Μπουχάριν με στόχο τη δολοφονία της ηγεσίας του Κόμματος.

Ο Αντρέ υπήρξε κι αυτός ένα «μυστήριο», αφενός αμφισβητούσε τους οικογενειακούς δεσμούς,  αφετέρου κινήθηκε σε αντίθετες επιλογές από εκείνες των προγόνων: προσηλυτίστηκε τον καθολικισμό, επηρεασμένος ίσως από τον Έλιοτ τον οποίον συνάντησε στο κολέγιο όπου φοιτούσε – ένα «φυτώριο του συντηρητικού Αγγλικανισμού», υποστήριξε τον Φράνκο και αντισημιτικές απόψεις. Προς το τέλος της ζωής του,  περιέγραφε τον εαυτό του ως «παραδαρμένο απομεινάρι από το παλιό ναυάγιο της αυτοκρατορικής Ρωσίας».

Με καλλιτεχνικό ταμπεραμέντο, η Ίρα επέλεξε την κοσμική ζωή και τη συγγραφή ιστορικών ρομάντζων με ήρωες αριστοκράτες και μπαλαρίνες της τσαρικής αυλής. Αντίθετα από τα δύο ετεροθαλή αδέλφια του, που ήθελαν να αποτινάξουν κάθε κομμάτι από τη ζωή των γονιών τους, ο Μπιλ μεγάλωσε ανάμεσα σε δύο κόσμους, αυτόν του Μπουντ και εκείνο της μεσαίας μεσοπολεμικής τάξης της Βρετανίας, ωρίμασε με τα ιδανικά τους, σπούδασε στην Οξφόρδη και δεν άργησε να ακολουθήσει τον  προσανατολισμό των γεννητόρων του, στο πλαίσιο των συνθηκών της Αγγλίας.

Με το οικογενειακό αφήγημα των Μαζάουρ εμπλέκονται πάρα πολλά πρόσωπα, που έζησαν στο τεντωμένο σχοινί της Ρωσικής Επανάστασης και γενικότερα της Ιστορίας. Αυτά, άλλοτε αφορούν τη δράση και τη μοίρα του παράνομου Μπουντ και της εβραϊκής ιντελιγκέντσια της Ρωσίας, άλλοτε τους μηχανισμούς στην εξουσία της ΕΣΣΔ ή το διεθνές σοσιαλιστικό κίνημα. Ανάμεσά τους, ο Φέλιξ Ντερζίνσκι, εβραϊκής καταγωγής από τη Βίλνα με πολλούς φίλους μπουντιστές, ιδρυτής της μυστικής αστυνομίας Τσεκά, υπήρξε ο πρώτος σύζυγος της αδελφής της Φρούμα. Ο Μαξίμ Λιτβίνοφ, πρώην προμηθευτής όπλων του Λένιν, μετά το 1917 ανέβηκε ταχέως τα αξιώματα και μέχρι να τον απομακρύνει ο Στάλιν από τα καθήκοντά του στις παραμονές του Δεύτερου Παγκοσμίου Πολέμου, υπήρξε ο μακροβιότερος υπουργός Εξωτερικών της Ευρώπης. Η πρωτοπόρα του προλεταριακού θεάτρου και μοντερνίστρια Άσια Λάτσις, από τη Λετονία, φίλη της Σοφίας Κρυλένκο και του Μπρεχτ, την οποία ερωτεύτηκε παράφορα ο Βάλτερ Μπένγιαμιν και θεωρείται ότι μεταμόρφωσε το πνεύμα του στρέφοντάς το προς το μαρξισμό και το σοβιετικό πείραμα. Αλλά και η Αμερικανίδα αναρχική Έμα Γκόλντμαν, με την οποία συνδέθηκαν οι Μαζάουερ στο Λονδίνο πια.

«Για τον Μαξ και την Φρούμα  οι φίλοι είχαν σχεδόν υπαρξιακή σημασία». Το σπίτι τους στο Χάιγκεητ του ΒΔ Λονδίνου (εκεί μεγάλωσε και ο συγγραφέας), μια περιοχή όπου από τα τέλη του 19ου αιώνα ζούσαν Εβραίοι και Ρώσοι εμιγκρέδες, ανάμεσά τους και ο αναρχικός πρίγκιπας Κροπότκιν, και γενικώς θιασώτες της Αριστεράς, τους οποίους γοήτευε η εγγύτητα με το μνήμα του Καρλ Μαρξ,  υπήρξε ένας φιλόξενος τόπος συνάντησης αυτοεξόριστων συντρόφων και μπουντιστών που συχνά εκτελούσαν σημαντικές αποστολές αλληλεγγύης σε Εβραίους. Όταν ο συγγραφέας ρώτησε κάποια στιγμή τον πατέρα του τι σήμαινε για τους Μαζάουερ η εβραϊκή ταυτότητα, δεδομένου ότι οι μπουντιστές αντιμετώπιζαν με καχυποψία κάθε οργανωμένη θρησκεία, του απάντησε ότι ήταν «κυρίως το αίσθημα αλληλεγγύης προς τους πρόσφυγες που προσπαθούσαν να αποδράσουν από τη Γερμανία και την Αυστρία, μετά την άνοδο των Ναζί στην εξουσία». Αξίζει να υπογραμμίσουμε ότι ο θρίαμβος του σιωνισμού στη Μέση Ανατολή και η δημιουργία εβραϊκού κράτους (με πρώτο πρωθυπουργό έναν παλιό μπουντιστή), ήταν ένα γεγονός που ερχόταν σε πλήρη αντίθεση με τις πεποιθήσεις του Μαξ και των συντρόφων του.

Μέσα από όλα αυτά, το βιβλίο αναδεικνύει πόσο και πώς οι Μαζάουερ και οι σύντροφοί τους χειρίστηκαν την ήττα με ψυχικό σθένος, αξιοπρέπεια, αλληλεγγύη και αφοσίωση στις ιδέες τους, παρόλο που οι ελπίδες τους ματαιώθηκαν. «Αυτό που παρέμεινε αόρατο στα προάστια του ΒΔ Λονδίνου, κληροδοτημένο από την προηγούμενη γενιά στην επόμενη ήταν η αντίληψη που, ενώ δεν πίστευε πια ότι μπορούσε να διαμορφώσει το μέλλον, εξακολουθούσε να είναι στρατευμένη, άκρως ενημερωμένη και πιστή στις αρχικές αξίες της». Κι εδώ ο Μάρκ Μαζάουρ κάνει μια σύγκριση με τη σημερινή «κυνική εποχή, με τους δημαγωγούς, τον χυδαίο πλούτο της και την ακόμα πιο έντονη εσωστρέφεια». Γράφει: «Σήμερα ο σκεπτικισμός απέναντι στις κοινωνικές ουτοπίες, ακόμα και τις πιο πρακτικές, έχει προκαλέσει υπερβολική απογοήτευση και έχει παροπλίσει πολλούς ανθρώπους, με αποτέλεσμα να μην επιθυμούν να αγωνιστούν πλέον παρά μόνο για την τελειοποίηση της ψυχής τους».

Αποτίνοντας φόρο τιμής στον πατέρα του, όπως αναφέρεται και στον τίτλο, ο Μαρκ Μαζάουρ, ως γνήσιος μεθοδικός ερευνητής, αλλά και στοχαστής, ξετύλιξε το κουβάρι του χαμένου κόσμου των Ρωσοεβραίων εμιγκρέδων, φώτισε τα σαρωτικά παιχνίδια της ζωής και της Ιστορίας, εντόπισε τις διασταυρώσεις στους βίους ανθρώπων μέσα σε θυελλώδεις ιστορικές εξελίξεις, στάθηκε στο θέμα των μεταναστευτικών ροών και της εγκατάστασης σε ξένο περιβάλλον, ανέδειξε την βαθειά πίστη στις μεγάλες αξίες και τις έφερε στο σήμερα. Η συναρμολόγηση τόσων πληροφοριών σε ένα βιβλίο, το οποίο παρά την πολυεπίπεδη αφήγησή του δεν κουράζει, αντιθέτως συγκινεί με την ανθρωπιά και την ευαισθησία του, επιπλέον προσφέρει απόλαυση και γνώση, σίγουρα αποτελεί άθλο που μόνο ένας συγγραφέας και ιστορικός του διαμετρήματος του Μαρκ Μαζάουερ μπορεί να επιτύχει.

Το «Όσα δεν είπες», με την εξαιρετική μεταφραστική απόδοση της Παλμύρας Ισμυρίδου, είναι ένα συναρπαστικό βιβλίο, το οποίο εγγυάται αναγνωστική τέρψη που σπάνια βρίσκει κανείς στα όρια μιας οικογενειακής βιογραφίας, ενταγμένης σε ένα χαώδες ιστορικό πλαίσιο.

 

 

info: «Όσα δεν είπες» Μαρκ Μαζάουερ, εκδόσεις «Άγρα», μετάφραση Παλμύρα Ισμυρίδου, σελίδες 434

Προηγούμενο άρθροΌταν έχει φως δεν με αγαπάει (διήγημα της Κωνσταντίας Σωτηρίου)
Επόμενο άρθροΣήμερα 19 συγγραφείς στον Ευριπίδη για το Ανθολόγιο, έκθεση φωτογραφίας, ποτό, μουσική

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ