της Έλενας Χουζούρη.
Όταν είχαν, κάποτε, ρωτήσει τον Γιώργο Ιωάννου γιατί είχε αφήσει την ποίηση για χάρη της πεζογραφίας, εκείνος είχε απαντήσει ότι αυτά που ήθελε να πει δεν χωρούσαν στη μικρή φόρμα της ποίησης. Έχω βάσιμες, και εκ πείρας, υποψίες πως αυτός είναι ένας από τους βασικούς λόγους που δοκιμασμένοι ποιητές, είτε αφήνουν για λίγο την ποίηση και εκδράμουν στις εξοχές της πεζογραφίας, ή την εγκαταλείπουν ολοσχερώς για να αφοσιωθούν στον πεζό λόγο, όπως έκανε ο Γιώργος Ιωάννου. Θα παρατηρήσω ακόμα, πως όταν συμβαίνει μια τέτοια μετακόμιση, αυτή, τις περισσότερες φορές –αν όχι πάντα- στέφεται με εμφανώς άρτια λογοτεχνικά εύσημα. Γεγονός που δεν παρατηρείται στην αντίθετη περίπτωση. Σπανιότατα πεζογράφος έχει αναμετρηθεί επαρκώς με την ποίηση. Οι σκέψεις αυτές μου γεννήθηκαν αβίαστα, όταν διάβασα τα τρία αφηγήματα που συμπεριλαμβάνονται στο καινούργιο βιβλίο του Τηλέμαχου Χυτήρη, υπό τον γενικό τίτλο Ημερολόγιο μιας επιστροφής [εκδ. Μελάνι] και με τα οποία ο δοκιμασμένος ποιητής της «Γενιάς του ‘70» μετά από οκτώ ποιητικές συλλογές, εισέρχεται και στον χώρο της πεζογραφίας. Τρία αφηγήματα, λοιπόν, τα οποία έχουν ένα κοινό άξονα: Τη μνήμη κα την ανακύκληση της. Ή όπως «ακούμε» τον αφηγητή του πρώτου αφηγήματος να λέει: «Ο χρόνος της μνήμης ήταν ο δικός μου χρόνος». Ο χρόνος της μνήμης του αφηγητή όμως είναι και δικός μας χρόνος, αφού μέσα από τις σελίδες που διαβάζουμε, ανακαλύπτουμε, τουλάχιστον οι γενιές που έζησαν τις περιόδους στις οποίες αναφέρονται τα αφηγήματα, την προσωπική και συλλογική μας μνήμη. Τα τρία αφηγήματα εμπεριέχουν πολλά βιωματικά στοιχεία, – ωστόσο σε καμιά περίπτωση δεν μπορούν να χαρακτηριστούν αβασάνιστα –όπως παρατηρείται τελευταία- αυτοβιογραφικά. Ο λόγος είναι η λοξή ματιά με την οποία ο Χυτήρης αντιμετωπίζει και επεξεργάζεται λογοτεχνικά το βιωμένο υλικό του, η οποία του επιτρέπει να υιοθετεί τον υπαινιγμό, την ειρωνεία, τον στοχασμό, τη σάτιρα. Στοιχεία τα οποία σαφώς ανιχνεύονται και στην ποίησή του. Με αυτούς τους λογοτεχνικούς όρους ο συγγραφέας απομυθοποιεί ένα μυθοποιημένο ηρωικά παρελθόν [1973- 1974] ενώ ταυτόχρονα το σέβεται.
Στο πρώτο αφήγημα-νουβέλα που δίνει και τον τίτλο αλλά και τον τόνο στο βιβλίο του Χυτήρη, παρακολουθούμε τον νεαρό ήρωα –αφηγηματική περσόνα του συγγραφέα- κατά τη διάρκεια οκτώ ημερολογιακών ημερών- από τη στιγμή που επιστρέφει στην Ελλάδα, μετά από αρκετά χρόνια διαμονής σε ιταλική πόλη για σπουδές, έως την ημέρα που πηγαίνει να καταταγεί στο στρατό για να υπηρετήσει τη θητεία του. Ο ακριβής χρόνος δεν δηλώνεται ρητά αλλά από τα ιστορικά συμφραζόμενα αντιλαμβανόμαστε ότι πρόκειται για τον, ιδιαίτερα φορτισμένο ιστορικά, Ιούλιο 1974. Δηλαδή έχουν προηγηθεί τα γεγονότα της Νομικής, τον Φεβρουάριο του 1973 και η εξέγερση στο Πολυτεχνείο το Νοέμβριο της ίδιας χρονιάς, που σημαίνει ότι τα, αναμφισβήτητα, ηρωικά εύσημα που έχουν ήδη πιστωθεί στο αντιδικτατορικό φοιτητικό κίνημα και την γενιά που το αποτελούσε, έχουν ήδη περάσει στη δικαιοδοσία των συλλογικών μας μύθων. Κάνω αυτή την επισήμανση γιατί δεν είναι εύκολο να αντιμετωπιστούν λογοτεχνικά οι βεβαιότητες που επιβάλλει μια μυθοποιημένη και εξαιρετικά φορτισμένη ιστορική περίοδος- όπως ήταν αυτή στην οποία αναφέρεται το αφήγημα του Χυτήρη. Ο κίνδυνος να υποπέσει ο συγγραφέας στις παγίδες της ρητορείας του ηρωισμού, της μεγαλοστομίας και της υπερβολής είναι μεγάλος. Το απέφυγε επιτυχώς η Μάρω Δούκα στην «Αρχαία Σκουριά», αλλά από τότε-1977- δεν θυμάμαι κάτι ανάλογο από συγγραφέα, εκπρόσωπο εκείνης της γενιάς. Ίσως γιατί δεν είχε έρθει ακόμα η ώρα. Ίσως έπρεπε να παρέλθει ο χρόνος για να χαμηλώσουν οι τόνοι και να αφήσει να διαφανούν άλλες πτυχές, ίσως λιγότερο ηρωικές αλλά πιο καθημερινές και αναγνωρίσιμες. Ο Τηλέμαχος Χυτήρης κατορθώνει να μην παγιδευτεί στην ηρωική ρητορεία της εποχής στην οποία αναφέρεται. Αντίθετα ο νεαρός ήρωας του είναι γεμάτος αντιφατικά συναισθήματα. Με λίγες βεβαιότητες και πολλά ερωτηματικά, τα οποία του γεννιούνται ήδη από την πρώτη ημέρα της επιστροφής του. Οι ραγδαίες αλλαγές που έγιναν στην χώρα κατά τη διάρκεια της επταετίες σε όλα τα επίπεδα, προκαλούν συναισθήματα ξενότητας στον ήρωα καθώς δεν αναγνωρίζεται σ’ αυτές. «Ένοιωθε ένας άλλος. Όχι αυτός που γύρισε, μα ούτε εκείνος που έφυγε πριν χρόνια». Οι περιπλανήσεις του ήρωα στη γενέθλια πόλη , που δεν κατονομάζεται μεν, αλλά οι χώροι, τα σημεία, οι άνθρωποι, οι αναφορές στο παρελθόν, δείχνουν ότι πρόκειται για την Κέρκυρα, προκαλούν την ανακύκληση της μνήμης. Μέσα από τις ραγδαίες αλλαγές που έχουν συντελεστεί, ο ήρωας προσπαθεί να ανασύρει κομμάτια μιας παλαιότερης εποχής, εκείνης της παιδικής και εφηβικής του ηλικίας. Ακόμα και η Ιστορία της πόλης, αναδεικνύεται αποσπασματικά, μέσα από αναπάντεχα, φαινομενικά ασήμαντα στιγμιότυπα, τα οποία συμβαίνουν καθώς ο ήρωας συνεχίζει την περιπλάνησή του στους δρόμους της πόλης. Όπως, λόγου χάριν, όταν στη θέα των φαστφουντάδικων που έχουν πάρει τη θέση του παλιού μαγαζιού του Εβραίου Σαμοΐλη , ανασύρει από τη μνήμη του μια φράση του τελευταίου: «Κάποτε είμαστε πολλοί». Οι περιπλανήσεις του ήρωα στην Αθήνα, τις επόμενες ημέρες γίνονται επίσης αφορμή για την ανακύκληση της μνήμης και τον λοξό φωτισμό ιστορικών γεγονότων της εποχής, στον ίδιο πάντα χαμηλόφωνο τόνο, πασπαλισμένου με μια αίσθηση μετεωρισμού και απορίας που υπονομεύει την βαρύτητα τους. Λόγου χάριν η επιστράτευση τον Ιούλιο του 1974, τα γεγονότα της Κύπρου, η πτώση της δικτατορίας και οι απορίες του ήρωα: «Πώς πέφτει έτσι μια δικτατορία; Οι τύραννοι έτσι πέφτουν; O λαός δεν ξεσηκώθηκε, πώς κατέρρευσαν όλα; Σε εικοσιτέσσερεις ώρες!» Μια αίσθηση χαρμολύπης αντιφέγγει κάτω από αυτές τις σελίδες. Εκεί όμως που η αντιηρωική και λοξή ματιά του Χυτήρη φτάνει στο απόγειό της είναι όταν εγκιβωτίζει τον παθιασμένο έρωτα του ήρωα με μια νεαρή που συμπτωματικά συναντά στις περιπλανήσεις του στην Αθήνα. Κι ενώ γύρω επικρατεί αναβρασμός λόγω των ραγδαίων γεγονότων, το μόνο που συναρπάζει αυτά τα δύο νεαρά παιδιά είναι ο έρωτάς τους!
Η τριτοπρόσωπη αφήγηση αυτού του αφηγήματος –στα όρια της νουβέλας- συντελεί στην χρονική απόσταση που παίρνει ο συγγραφέας από το βιωματικό του υλικό. Τον βοηθά να «βλέπει» τον νεανικό του εαυτό ως έναν άλλον, ως μια αφηγηματική περσόνα και να τον ακολουθεί/παρακολουθεί κατά τη διάρκεια των οκτώ ημερών που αποτελούν και το χρονικό πλαίσιο της νουβέλας. Μέσα σ’ αυτό δεν χωρούν μόνον καθημερινές σκηνές , πρόσωπα και συμπεριφορές παλαιότερων εποχών που ανασύρει μέσα από τη μνήμη του ο αφηγητής, αλλά και της εποχής στην οποία τοποθετούνται οι οκτώ ημέρες του αφηγηματικού χρόνου. Έτσι δίνεται και το στίγμα της περιόδου αυτής, πάντα όμως χαμηλόφωνα, χωρίς λεκτικές εξάρσεις, με σεβαστική ματιά, σαν σχεδιάσματα περισσότερο, με έντονες φωτοσκιάσεις.
Στο δεύτερο αφήγημα ο ήρωας μας παρουσιάζεται στο στρατό- στο μεταξύ στο προηγούμενο αφήγημα γλυτώνει την επιστράτευση του Ιουλίου 1974. Εδώ η ατμόσφαιρα αλλάζει εντελώς. Υιοθετώντας αυτή την φορά την πρωτοπρόσωπη αφήγηση , ο Χυτήρης στήνει μια απολαυστική παρωδία του στρατού εκείνης της εποχής- λίγο μετά το φιάσκο της επιστράτευσης, και κατά τη διάρκεια των πρώτων μεταπολιτευτικών ημερών. Το αφήγημα τιτλοφορείται Η συνταγή, η οποία δεν είναι παρά η «σοφή» συμβουλή του γιατρού που εξετάζει τους νεοσύλλεκτους, «κάνε τον μαλάκα»! Με βάση αυτήν τη «συνταγή» που δείχνει μια συγκεκριμένη νοοτροπία, και υποστασιοποιείται φραστικά από την, σχεδόν, εθνική μας λέξη, ο συγγραφέας στήνει σκηνές, σχεδιάζει στιγμιότυπα και διαλόγους, απείρου κάλλους και γέλιου, γελοιοποιώντας παντελώς το στρατό εκείνης της εποχής, και τις υποτιθέμενες αξίες του.
Στο τρίτο αφήγημα ο αφηγηματικός χρόνος έρχεται πιο κοντά στο σήμερα. Θα μπορούσε μάλιστα να πώ ότι η αφηγηματική περσόνα, που εδώ ανήκει σ’ έναν εξηντάχρονο επιτυχημένο δικηγόρο, της γενιάς της δικτατορίας, έρχεται σαν συνέχεια εκείνης των δύο προηγούμενων αφηγημάτων, συνδέοντας έτσι τότε με το σήμερα. Στο τρίτο αφήγημα, ο εξηντάχρονος δικηγόρος δέχεται στο γραφείο του την επίσκεψη ενός εικοσιπεντάχρονου νεαρού, μεγαλωμένου στο νησί, – η Κέρκυρα και πάλι, χωρίς να κατονομάζεται- με τον οποίο τον συνδέει μια παλιά οικογενειακή φιλία. Η συνάντηση αυτή όμως κρύβει ένα σκοτεινό μυστικό, που έρχεται από τα χρόνια της δικτατορίας, και το οποίο αρχίζει να αποκαλύπτεται όταν ο δικηγόρος πηγαίνει, μετά από πολλά χρόνια απουσίας, στο νησί και συναντάει τη γιαγιά του νεαρού. Κεντρικά πρόσωπα αυτής της σκοτεινής αλλά και τραγικής ταυτόχρονα ιστορίας, είναι οι γονείς του νεαρού και προπαντός ο πατέρας του. Ένας από τους πρωτεργάτες της δικτατορίας και επί πλέον βασανιστής του παππού του εικοσιπεντάχρονου. Τον βασανιστή του πατέρα της ερωτεύεται η κόρη του, όταν πηγαίνει να μεσολαβήσει για την απελευθέρωσή του, τον παντρεύεται και φέρνει στον κόσμο τον νεαρό Ιάσονα. Σε προχωρημένη ηλικία πια και με σκοτεινιασμένο νου, ο πρώην βασανιστής και αξιωματούχος της χούντας, φυτοζωεί μέσα στην εξαθλίωση και καταρράκωση. Αυτόν ακριβώς τον άνθρωπο- «αυτό το άθυρμα του πεπρωμένου», ή το «υπόλοιπο παλιών λογαριασμών», πηγαίνει να επισκεφτεί ο εξηντάχρονος δικηγόρος. Στη θέση του άλλοτε πανίσχυρου της χούντας, βρίσκει ένα ανθρωπάκι βουτηγμένο μεν στις φαντασιώσεις και στις φοβίες, ότι τάχα τον κυνηγούν να τον σκοτώσουν, αμετανόητο όμως ως προς τα παλιά του πιστεύω και προπαντός για τον πόνο που ο ίδιος είχε προκαλέσει στο παρελθόν σε πολλούς ανθρώπους. Όπως και στο πρώτο αφήγημα, πολύ περισσότερο εδώ, η ματιά του Χυτήρη πηγαίνει βαθύτερα από τα επιφανειακά και εύκολα συμφραζόμενα. Δεν είναι αυστηρή και κατεδαφιστική. Αντίθετα είναι ανθρωποκεντρική και στοχαστική. Εγείρει μια σειρά ερωτήματα για το πώς μπορεί να φτάσει ο άνθρωπος σε ακραίες συμπεριφορές, κατεχόμενος ολοκληρωτικά από ιδεολογίες και φανατισμούς κάθε είδους. Η ρήση αυτού του αφηγήματος «ο άνθρωπος, αυτός ο άγνωστος», θεωρώ ότι αποτελεί το βαθύτερο νόημά του. Μήπως όμως και των τριών αφηγημάτων του, καλοδεχούμενου στην πεζογραφία, ποιητή Τηλέμαχου Χυτήρη;
Info: Τηλέμαχος Χυτήρης «Ημερολόγιο μιας επιστροφής [εκδ. Μελάνι] σελ. 146.