Ο Γιάννης Η.Παππάς για την ποίηση του Τζιουζέππε Ουνγκαρέττι [1]
Ο Ουνγκαρέττι ξεκίνησε την περιπέτεια της ζωής και της τέχνης από την Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου έχοντας στις αποσκευές του, όπως και ο δικός μας Αλεξανδρινός ο Καβάφης την αρματωσιά τριών γλωσσών και τριών πολιτισμών. Ο Ουνγκαρέττι την Ιταλική, Γαλλική και Αραβική, ο Καβάφης την Ελληνική την Αγγλική και την Αραβική.
Ο Ουνγκαρέττι προσπάθησε ήδη από τις αρχές του εικοστού αιώνα να πάρει μέρος σε όλα τα πνευματικά κινήματα της εποχής του. Στο Παρίσι συνδέεται με τους Φουτουριστές, αργότερα με τους συμβολιστές και τον Έλιοτ, με τους σουρεαλιστές και τον δικό μας τον Οδυσσέα Ελύτη, με όλα σχεδόν τα παγκόσμια κινήματα της εποχής του και με τους εκπροσώπους τους, τόσο στην Γαλλία, την Ιταλία όσο και αλλού.
Οι Φουτουριστές, όπως είναι γνωστό, εισήγαγαν κάθε νέο μέσο στην καλλιτεχνική έκφραση και χαιρέτησαν τα νέα τεχνολογικά μέσα της εποχής ως ένα θρίαμβο του ανθρώπου απέναντι στη φύση. Αντιτάχθηκαν στο Ρομαντισμό, τις παλιές τεχνοτροπίες, την παράδοση, την ηθική, την αρχαιολογία, τα μουσεία, τις βιβλιοθήκες κλπ. και ύμνησαν την ταχύτητα και τις βιομηχανικές πόλεις. Όπως θα γράψει και ο ίδιος ο Μαρινέττι: «Ο Φουτουρισμός βασίζεται στην πλήρη ανανέωση της ανθρώπινης ευαισθησίας, που προκαλείται από τις μεγάλες επιστημονικές ανακαλύψεις. Οι άνθρωποι που χρησιμοποιούν τον τηλέγραφο, το τηλέφωνο, το φωνόγραφο, το ποδήλατο, τη μοτοσικλέτα, το αυτοκίνητο, το υπερωκεάνιο, το πηδαλιουχούμενο, το αεροπλάνο, τον κινηματογράφο, τη μεγάλη εφημερίδα δεν έχουν ανακαλύψει ακόμη πως αυτά τα μέσα επικοινωνίας, μεταφοράς και πληροφόρησης ασκούν αποφασιστική επίδραση στην ψυχή τους».
Ο Ουνγκαρέττι ζει σε μια περίοδο κατά την οποία οι ιδέες και οι στόχοι που είχαν οι άνθρωποι μέχρι εκείνη τη στιγμή αρχίζουν να διαταράσσονται και να μεταμορφώνονται. Υπάρχει μια μεγάλη επιθυμία για αλλαγή, μια επανάσταση απέναντι στην παράδοση και στο παρελθόν. Ο Ουνγκαρέττι απομακρύνεται από τον Φουτουρισμό, γιατί τα ποιήματα των Φουτουριστών, όπως του Μαρινέττι, δεν έχουν νόημα, παρά μονάχα στην ανάπτυξη της παραδοσιακής φόρμας. Αντίθετα για τον Ουνγκαρέττι αυτή η εξέλιξη της μορφής δεν εκφράζει μια ολοκληρωμένη αντίθεση εναντίον της παράδοσης, αλλά παρουσιάζει την σύγχυση και την ψυχική κατάσταση όλων των ανθρώπων εκείνη την περίοδο. Πράγματι ο Ουνγκαρέττι θέτει ερωτήματα στα ποιήματά του, δεν αδιαφορεί γι αυτή την αταξία. Αυτές οι ερωτήσεις είναι αυτές που προέρχονται από την καρδιά του κάθε ανθρώπου που δεν αποφεύγει, αλλά συναντά την πραγματικότητα.
Αν και είμαστε συνεχώς θλιμμένοι και καταπιεσμένοι, κυρίως γιατί δεν είμαστε πλασμένοι για τον πόνο, πρέπει να ζητήσουμε μια απάντηση, να αναζητήσουμε ένα νόημα. Πρέπει να ελπίζουμε, να είμαστε αφοσιωμένοι στη ζωή, γιατί ο άνθρωπος έχει μια πεινασμένη καρδιά, διψασμένη για το άπειρο. Για το λόγο αυτό, για να εκφράσει την προσκόλλησή του στη ζωή, για να εξωτερικεύσει αυτό το ερώτημα για το νόημα της ζωής έγραψε ποίηση ο Ουνγκαρέττι. Αυτή είναι η διαφορά του Ουνγκαρέττι από τους Φουτουριστές. Όποιος είναι προσκολλημένος στη ζωή, πράγματι, ρωτάει, ενώ όποιος είναι αδιάφορος, όποιος εκφράζει μόνο τα λεκτικά του παιχνίδια, όπως οι Φουτουριστές, είναι γιατί δεν ψάχνει ένα νόημα στην ζωή του και στην ζωή των άλλων.
Η πρώτη περίοδος της ποίησης του Ουνγκαρέττι χαρακτηρίζεται από την επίδραση του γαλλικού συμβολισμού και ιδιαίτερα του Μαλαρμέ. Η δύναμή του είναι να απομονώσει και να προσαρμόσει την ενιαία λέξη, στις δικές του ηχητικές και ρυθμικές αξίες, και σ’ αυτές της συναισθηματικής έντασης. Οι παραδοσιακές μετρικές φόρμες σπάνε για να αφήσει χώρο στην παύση, στην σιωπή. Πρόκειται σχεδόν πάντοτε για σύντομα ποιήματα, συχνά ακόμη και μιας λέξης. Σ’ αυτήν την περίοδο η γλώσσα είναι «η ομιλούμενη», χαμηλόφωνη, καθίσταται εκφραστική και δονούμενη από την ένταση με την οποία προφέρεται. Το ίδιο ισχύει και για τις εικόνες των οποίων η γοητεία προκύπτει κυρίως από την ηθελημένη και εκλεπτυσμένη φτώχεια τους.
Η διαμόρφωση του Ουνγκαρέττι γίνεται αρχικά στην Αίγυπτο, σε ένα περιβάλλον ζωτικής σημασίας και πολύ υποβλητικό. Στη συνέχεια έρχεται σε επαφή με το φλογερό πρωτοποριακό πολιτιστικό και καλλιτεχνικό περιβάλλον του Παρισιού, όπου συγκλίνουν οι καινοτόμες εμπειρίες πολλών από τους μεγαλύτερους διανοούμενους της εποχής, που έμελλε να γίνουν σημείο αναφοράς ολόκληρου του ευρωπαϊκού πολιτισμού. Στη διάρκεια των πρώτων χρόνων του αιώνα ο Ουνγκαρέττι διαβάζει και μελετά τα έργα του Μπωντλαίρ και του Μαλαρμέ: στις σελίδες τους ωριμάζει το νεανικό του ποιητικό ιδανικό ως μια απόλυτη μορφή της γραφής και της επικοινωνίας. Από τον Μπωντλαίρ και τον Μαλαρμέ και από τον φίλο του Απολιναίρ, ο Ουνγκαρέττι μαθαίνει την τέχνη της συνθετικής στιχουργίας, η οποία επικεντρώνεται γύρω από μερικές συμβολικές εικόνες, σε λίγες υπαινικτικές λέξεις.
Υπό αυτό το πρίσμα η ποίηση του Ουνγκαρέττι μπορεί να θεωρηθεί γνήσιο προϊόν δύο λογοτεχνικών κινημάτων τα οποία συμφωνούν στο να κρίνουν τον παραδοσιακό ποιητικό λόγο φτάνοντάς τον στα εκφραστικά του όρια. Από τη μια υπάρχει η αντικλασική παρότρυνση των Φουτουριστών, η οποία υποχρεώνει τον λόγο στο να δημιουργεί εικόνες, ήχο, χώρο, χειρονομίες. Από την άλλη, αντίθετα, χάρη στον πειραματισμό των Συμβολιστών και ειδικά του Μαλαρμέ, η γραφή αναπτύσσεται ως «αυτόνομο γλωσσικό έργο» κάτω από τη «ξένη επίδραση» της μουσικής. Η γραπτή σελίδα καθίσταται μια «παρτιτούρα» για να «διαβαστεί δυνατά» και η λέξη, μετασχηματίζεται σε «καθαρή και διανοητική φαντασίωση», αφηρημένη, αποστερημένη σχεδόν από την άμεση σημασία.
Η ανθρώπινη και ποιητική του ωρίμανση σημειώνεται κυρίως στον Α΄ Παγκόσμιο πόλεμο, σε άμεση επαφή με την βία, τον πόνο και τον θάνατο. Από αυτή την εμπειρία πηγάζει ο βασικός πυρήνας της ποίησής του: ο πόνος και ο θάνατος δεν ακυρώνουν την χαρά της ζωής, την ελπίδα και την ικανότητα του να ξαναρχίσεις. Η ποίηση του Ουνγκαρέττι έχει ως άξονα την διαλεκτική ανάμεσα στην ζωή και τον θάνατο, ανάμεσα στον πόνο και την χαρά. Οι βιωμένες εμπειρίες του ποιητή αποκτούν οικουμενικό χαρακτήρα, αφορούν δηλαδή όλους τους ανθρώπους.
«Είναι κοινά αποδεκτό ότι το πιο σημαντικό μέρος της “ανακάλυψης” και του καθορισμού ορισμένων βασικών θέσεων της ποίησης μας του εικοστού αιώνα το είχε Ουνγκαρέττι, ο οποίος υπήρξε ο πρώτος που έφτασε σε ένα έδαφος στο οποίο οι άλλοι τον ακολούθησαν αργότερα»: με αυτόν τον τρόπο επεσήμανε ο Αντρέα Ζανζότο, ένας από τους μεγαλύτερους Ιταλούς ποιητές του δεύτερου μισού του αιώνα, τον καινοτόμο και ανανεωτικό ρόλο του Ουνγκαρέττι, ο οποίος οδήγησε την ιταλική ποίηση σε ανεξερεύνητες περιοχές, μια ιδέα που επιβεβαιώθηκε από τα μικρά αλληγορικά πορτρέτα που ο ποιητής επιφύλαξε για τον εαυτό του, παρουσιαζόμενος αρχικά ως ο «επιζών θαλασσόλυκος» που «ξαναπαίρνει το ταξίδι» μετά το ναυάγιο και στη συνέχεια ως «ήρεμος καπετάνιος» και «έτοιμος για όλες τις αναχωρήσεις».
Αλλά ο Ουνγκαρέττι θεωρείται ένας δάσκαλος και εμπνευστής για δύο ακόμη λόγους, πολύ πιο αυθεντικούς και σημαντικούς, έναν θεματικό και έναν μορφικό.
Πρώτα απ’ όλα οφείλεται σε αυτόν, ιδίως στα κείμενα της συλλογής Το βυθισμένο λιμάνι, μία από τις πρώτες ποιητικές εκφράσεις ενός τυπικού μοτίβου του φιλοσοφικού και λογοτεχνικού υπαρξισμού του εικοστού αιώνα: εκείνη του «ανθρώπου που μαστίζεται από ένα βαθύ και μεγάλο τραύμα και που νιώθει ότι ναυάγησε στη θάλασσα της ύπαρξης, «ανέκφραστος καθρέφτης» μεταξύ των πραγμάτων. Είναι ό,τι συμβαίνει στην εμπειρία των χαρακωμάτων: ο πόλεμος γίνεται μ’ αυτόν τον τρόπο σύμβολο του ναυαγίου ολόκληρης της ανθρωπότητας, η οποία επιδιώκοντας τη βία και το κέρδος, χάνει τον εαυτό της. Από εδώ πηγάζουν οι βασικές εικόνες του πρώτου βιβλίου του Ουνγκαρέττι: ο στρατιώτης που «μισο-κοιμάται» στα χαρακώματα, που κατεβαίνει στην κόλαση και που, «εγκαταλειμμένος στο αιώνιο», γίνεται σχεδόν συγκαιρινός του δικού του θανάτου, ή ίσως ήδη νεκρός χωρίς να το γνωρίζει, «εστιάζοντας σε ένα μεμονωμένο χρονικό σημείο σαν να ’ταν αιώνας». Σε αυτόν τον στρατιώτη, ο Ουνγκαρέττι βρίσκει ένα ανθρωπολογικό και ψυχολογικό, «πρότυπο» που συνοψίζει την ανθρώπινη εμπειρία της «εκμηδένισης» και της απώλειας του εαυτού, όπως συμβαίνει, για να δώσουμε ένα παράδειγμα, με τον άνθρωπο-έντομο στην Μεταμόρφωση του Φραντς Κάφκα.
Κατά δεύτερο λόγο ο Ουνγκαρέττι αντιπροσωπεύει μια στιγμή ριζικής ανανέωσης στην μακρά ιστορία των μορφών της ιταλικής ποίησης.
Η μετάβαση από ένα τέτοιο μνημονικό ιμπρεσιονισμό στα ποιήματα του πολέμου στη συλλογή το βυθισμένο λιμάνι συμβαίνει όχι λόγω της χρονικής γειτνίασης. Απλά η βιογραφική εμπειρία του πολέμου, στην πραγματικότητα, από τη μία πλευρά παράγει το κλείσιμο του λυρικού εγώ στον εαυτό του, αμέθεκτη στον κόσμο απόκρυφο, από την άλλη βάζει το θέμα στο κέντρο ενός τόπου και την πραγματική εμπειρία και ακόμη σχεδόν απερίγραπτη. Όταν, τον Δεκέμβριο του 1915, ο Ουνγκαρέττι φθάνει στο Κάρσο, δεν αποτελεί έκπληξη που αρχίζει να γράφει ποιήματα με τη μορφή ενός ημερολογίου ή μιας επιστολής, σε χαρτάκια και σε κουτιά από σφαίρες.
Αυτό το κομματιασμένο ημερολόγιο, κατακερματισμένο και πολύπλοκο, συνέλαβε στην έρημη γη των γραμμών των μαχών, βρίσκει σταδιακά τον ρυθμό του γυμνό και έρημο, σε αρμονία με την ακραία εμπειρία του μετώπου. Εν τω μεταξύ, το 1919, με τη λήξη του πολέμου, ο Ουνγκαρέττι εκδίδει ένα από τα πιο σημαντικά ποιητικά του μανιφέστα, με τον προγραμματικό τίτλο Προς μια νέα κλασική τέχνη. Σε αυτό το δοκίμιο, που αρχικά προορίζεται ως εισαγωγή στη συλλογή η Ευθυμία των ναυαγών, ο ποιητής αναφέρεται στα Άσματα και Τα μικρά ηθικά έργα του Λεοπάρντι, καθώς και τον αισθησιασμό του Μπωντλαίρ. Στην ανάγνωσή του βλέπει το βαθύ πρότυπο της δικής του ποιητικής έμπνευσης, η οποία έχει ως στόχο να συνδυάσει το παρελθόν και το μέλλον, την παράδοση με τις νέες ανακαλύψεις.
Η ποίηση του Ουνγκαρέττι κάλυψε την πιο τραγική περίοδο του αιώνα μας, η οποία περικλείεται στην εμπειρία που έζησε κατά τους δύο παγκόσμιους πολέμους. Ωστόσο, το τραγούδι του, έμαθε να φιλτράρει την τραγωδία μέσα από την ελαφρότητα των ουράνιων χώρων, και η ψυχή θα αναπνεύσει μια κοσμική ανάσα.
Το ύφος του, απόλυτα μοναδικό και προσωπικό, εξαιρετικά λιτό, απογυμνωμένο μέχρι πλήρους ένδειας από οποιοδήποτε καλολογικό ή διακοσμητικό στοιχείο, ισορροπεί με θαυμαστό τρόπο ανάμεσα στον κλασικισμό και τον μοντερνισμό με αποτέλεσμα να γίνει το γενικό σύμβολο μιας εποχής. Ο λόγος του, απαλλαγμένος από κάθε μορφική συμβατικότητα και αισθητική εκζήτηση, με μοναδική μέριμνα την έκφραση της ποιητικής αλήθειας, διερευνά τη μυστηριακή υπόσταση των πραγμάτων και ξαναδίνει στις λέξεις το χαμένο, κρυφό τους νόημα. Μερικοί χαρακτήρισαν τον Ουνγκαρέττι ως έναν από τους μεγαλύτερους λυρικούς ποιητές της Ιταλίας και μίλησαν για το λυρικό πρωτογονισμό του, την κομψότητα και την αμεσότητα της ποίησής του. Άλλοι μίλησαν για την αντιποιητική πραγματικότητα, την πεζότητα που διακρίνει την τελευταία κυρίως συγγραφική του περίοδο.
Με το θάνατο του ποιητή, το 1970, ο Τζιακίντο Σπανιολέτι σχολίασε ότι έκλεισε «μια εποχή όπου πίστευαν στην ποίηση ως ζωτική ανάγκη». Και όπως επεσήμανε με ευαισθησία η Τζιάννα Μαντσίνι, η ποίησή του «προσθέτει στη ζωή… αυτό που της λείπει, και για το οποίο είμαστε ασυναίσθητα διψασμένοι».
[1] Εισαγωγή στο βιβλίο: Τζιουζέππε Ουνγκαρέττι, Ποιήματα, το οποίο θα εκδοθεί προσεχώς από τις εκδόσεις Διαπολιτισμός, σε επιλογή, μετάφραση και σχόλια του Γιάννη Η.Παππά. Στο βιβλίο συμπεριλαμβάνεται και το ανέκδοτο στην Ελλάδα δοκίμιο του Ουνγκαρέττι για την ποίηση με τίτλο: Οι αιτίες ενός ποιήματος.