Τζαζ στην ελληνική λογοτεχνία (του Σάκη Παπαδημητρίου)

0
845

 

Σάκης Παπαδημητρίου .(Τρεις περιπτώσεις).

 

Ένα σύντομο παιχνίδι συνειρμών. Ακούγοντας την Natalie Cole να τραγουδά την Mona Lisa θυμήθηκα, όπως είναι αναμενόμενο, τον πατέρα της Nat King Cole, αυτόν τον θαυμάσιο πιανίστα που υπήρξε πρότυπο λιτότητος και λεπτότητος και που δυστυχώς έγινε σταρ ως τραγουδιστής και όχι ως πιανίστας. Αυτές οι ανάλαφρες μελωδικές φράσεις από το δεξί του χέρι οι οποίες κυριολεκτικά τραγουδούν όπως και ο ίδιος, με πλήρη επίγνωση των στίχων και με υποδειγματική εκφορά κάθε λέξης ή νότας.

Mona Lisa: μουσική του Ray Evans, στίχοι του Jay Livingston, πρώτη ηχογράφηση το 1950, Όσκαρ τραγουδιού για την ταινία του Alan Ladd« Captain Carey U.S.A. ».

Η κόρη του Nat King Cole ομολογεί ότι μικρή νόμιζε ότι η Mona Lisa ήταν ένα υπαρκτό πρόσωπο, γιατί παρ’ όλο που όλοι ξέρουμε ότι είναι ένας πίνακας ζωγραφικής, οι στίχοι αναφέρονται σε μια μοναχική και απρόσιτη γυναίκα.

Το επόμενο βήμα: ένα ποίημα του Λεωνίδα Κακάρογλου από τη συλλογή ‘’Η συνήθεια των ημερολογίων’’, εκδόσεις Πλέθρον, 1995 με ένα μαγευτικό εξώφυλλο του Μιχάλη Μανουσάκη.

 

ΜΟΝΑ  ΛΙΖΑ

 

Πενήντα οκτώ χρονών η Κατερίνα

                                                     Μάτια παραμορφωμένα

                                                     Πρόσωπο χαρακωμένο

                                                     Βυθίζεται στο μεσημέρι του Ιουλίου 

                                                     Ακούγοντας από το ραδιοφωνάκι

                                                     Νατ Κινγκ Κόουλ

 

                                                  «Ήμαστε συμμαθητές στο Δημοτικό»

                                                     Μουρμουρίζει στα τζιτζίκια

 

â

 

Στη συνέχεια μια δεύτερη περίπτωση από την ελληνική λογοτεχνία. «Φάσματα φθοράς», έξι αφηγήματα του Αναστάση Βιστωνίτη, εκδόσεις Καστανιώτη, 1994. Ένα βιβλίο με ωραία ελληνικά, σκέψεις, αναμνήσεις και περιγραφές που αντιπαρατάσσονται στη φθορά και τη λήθη. Ένα από αυτά, με τίτλο May Coker, αρχίζει με το ταξίδι του συγγραφέα στη Νέα Ορλεάνη το 1984.

 

        «Στο πιο τουριστικό μέρος της πόλης, το λεγόμενο Φρεντς Κουώρτερ, ανάκατα εστιατόρια πολυτελείας, μπαρ με γυμνά νούμερα, παλαιοβιβλιοπωλεία και μαγαζιά με συγκροτήματα τζαζ, που παραμένει παραδοσιακά πιστή στην αρχική της μορφή… Στη λεωφόρο Σαιν Τσαρλς τα τεράστια προαύλια των αρχοντικών ήταν σκεπασμένα με κιτρινοκόκκινα φύλλα. Ο ήλιος φώτιζε τα μεγάλα αίθρια και μες στη γαλήνη του δρόμου, που τη διέκοπτε το τρίξιμο του παλιού τραμ, ο αέρας στροβίλιζε φύλλα και χαρτιά με φόντο τις ψηλές κολόνες των σπιτιών, όπου τον καιρό της αποικιοκρατίας και της δουλείας ζούσαν οι γαιοκτήμονες και οι έμποροι της περιοχής. Το βράδυ επισκεφτήκαμε το Πρεζερβέϊσον Χωλ, όπου, σύμφωνα με την παράδοση, γεννήθηκε η τζαζ. Ήταν ένα μικρό βρώμικο δωμάτιο σε κάποιο παλιό οίκημα με ξεφτισμένους τοίχους και στενή είσοδο. Απ’ έξω πουλούσαν σε λογικές τιμές δίσκους του συγκροτήματος που έπαιζε μέσα. Το αποτελούσαν πέντε γέροι μαύροι κι ένας νεαρός λευκός. Πριν από δύο χρόνια είχε πεθάνει η ψυχή του συγκροτήματος, η πιανίστα Σουήτ Έμα, στα ενενήντα της χρόνια. Τα τραγούδια ήταν παλιές συνθέσεις της περιοχής κι ανάμεσά τους το πασίγνωστο When Τhe Saints Go Marchin’ Ιn. Η Η είσοδος στοίχιζε μόνο ένα δολάριο και δεν επιτρέπονταν τρόφιμα, ποτά ή ομιλίες την ώρα που έπαιζαν οι μουσικοί. Όλοι τους θα πρέπει να είχαν περάσει τα εβδομήντα. Αυτός που έπαιζε τρομπόνι είχε σίδερα στα πόδια και περπατούσε με μεγάλη δυσκολία, όμως ήταν από τους βιρτουόζους εκείνους που η φυσική δύναμη ελάχιστα τους επηρεάζει την ώρα που παίζουν. Υπέγραφε δίσκους για τους τουρίστες με κάτι παιδικά γράμματα, σαν μόλις πριν από μερικές μέρες να είχε μάθει να γράφει το όνομα τους».

 

â

 

Και ένα τρίτο θέμα από την ελληνική λογοτεχνία: το πεζογράφημα του Νίκου Μπακόλα (1927 – 1999) «Μην κλαίς αγαπημένη», Θεσσαλονίκη 1958 που επανεκδόθηκε από τα ‘’Ελληνικά γράμματα’’ το 2000. Το εξώφυλλο του Δημήτρη Θ. Αρβανίτη, ατμόσφαιρα κινηματογραφικού αμερικανικού Νότου. Αυτή άλλωστε είναι και η ιδιαιτερότητα του πρώτου βιβλίου του Νίκου Μπακόλα, δηλαδή ότι δεν προέρχεται από την λεγόμενη ‘’Σχολή Θεσσαλονίκης’’ ούτε από κάποια άλλη σχολή νεοελληνικής λογοτεχνίας αλλά πηγάζει αβίαστα από το αμερικανικό μυθιστόρημα και το φιλμ νουάρ. Αν και γραμμένο το 1958, το ύφος του αποφεύγει τους μελοδραματισμούς, τις άσκοπες και διεξοδικές περιγραφές καθώς και τις ηθικολογίες και μάλλον ακολουθεί μια ρεαλιστική γραμμή στην αφήγηση, όπως στα αστυνομικά.

Πρόκειται για μια ερωτική ιστορία με πρωταγωνιστές τον Μπίλλυ και την Φαίη. Ο Μπίλλυ, μαύρος ναυτικός που έχει μπλεξίματα με τον υπόκοσμο και η Φαίη, το αιώνιο κορίτσι του καμπαρέ. Με τα λόγια του συγγραφέα, ο Μπίλλυ είναι ο «κυνηγημένος» ο οποίος «δεν είναι δυνατό να βρει καλό τέλος». Και η Φαίη στην τελευταία σελίδα παραμένει «ένα κορίτσι με στοιχειώδεις φιλοδοξίες δύο στραπατσαρισμένων δολλαρίων, ενθύμια μιας αποτυχημένης ιστορίας αναστάσεως». Δύο άνθρωποι που θέλουν να αλλάξουν ζωή, που ελπίζουν σε ένα θαύμα για να γλυτώσουν από το αδιέξοδο ενώ ταυτοχρόνως φαίνεται ότι γνωρίζουν πως κάποιο τυχαίο γεγονός, ή και μοιραίο, θα τους εμποδίσει να πραγματοποιήσουν το όνειρό τους. Και φυσικά το τέλος είναι προδιαγεγραμμένο.

        «Σιγά σιγά μαζεύεται κόσμος. Αρχίζει η ορχήστρα. Κείνη η κοπελάρα με τα δυνατά πόδια τον σέρνει στο χορό και του φορτώνει το μαλακό της στήθος. Ο Μπίλλυ δεν λέει τίποτε, μήτε και τραβιέται. Όμως, έχει αποφασίσει άλλο δολλάριο να μη βγει απ’ την τσέπη του, εκτός κι αν είναι στη μέση η Φαίη. Ο σαξοφωνίστας έχει τα κακά του χάλια, φαλάκρα κι ελάχιστη γλύκα στη μελωδία του. Κάποια στιγμή παρατάνε τα παθητικά ταγκό, ανάβουνε όλα τα φώτα φουλ λυσσάζουνε στο μπούκι. Ο Μπίλλυ στην αρχή χορεύει ανόρεχτα, παρ’ όλα τα κουνήματα της ξανθής. Ύστερα το βάζει πείσμα να της κόψει την ανάσα κι αρχίζει τον πιο παλαβό χορό που έχει γίνει στη ζωή του και σίγουρα μέσα σ’ αυτό το μπαρ με τις μυγοφτυσμένες ελληνοαμερικανικές σημαίες. Ο ιδρώτας του περιχάει, αισθάνεται τα πόδια του να πετάνε φωτιές κι όλα, σημαίες, φώτα , πρόσωπα έχουν πιαστεί το ένα δίπλα στο άλλο και στριφογυρίζουν πάνω από το κεφάλι του, όμως όλο και πιο γρήγορα, όλο και πιο τρελά. Το ξανθό κορίτσι βρίσκεται σε λίγο καθισμένο σε μια καρέκλα και φυσιέται με μια εφημερίδα, κατεβάζοντας σόδα με βερμούτ, ενώ εκείνος, σκλάβος μιας μέθης που μοναχός του τη νιώθει, τραβάει το χορό μέχρι το τελευταίο άκρο της αντοχής του. Μήτε μουσική ακούγεται πια, κι ένας λόγος παραπάνω, ούτε κείνο το αξιοδάκρυτο φύσημα του σαξοφωνίστα. Φωνές, γέλια και παλαμάκια βιτσίζουν τα’ αυτιά του και λες και τον πιάνουν από μέση, χέρια και πόδια και τον στριφογυρνούν όλο και πιο γρήγορα, πιο γρήγορα, γρήγορα, γρήγορα! Θε μου… Ύστερα ξεθεωμένος πέφτει σε ξένες αγκαλιές, σπρώχνεται από άγνωστα χέρια και τελικά απιθώνεται στα γόνατα της Φαίη, που του γεμίζει φιλιά τα μάγουλα και το στόμα. Τα ποτά πάνε κι έρχονται, όλοι είναι χαρούμενοι, ο Μπίλλυ, ο μπάρμαν, η ορχήστρα, ακόμα κι εκείνη η κοπελάρα που χάρηκε τις πρώτες στιγμές της τρέλας του. Ύστερα σβήνουν τα μεγάλα φώτα κι ανάβουν στις γωνιές μικρά πρασινοκίτρινα λαμπιονάκια που έχουν, φαίνεται, μια ιδιαίτερη αδυναμία στα παθητικά ταγκό, μια κι η ορχήστρα δεν αφήνει σκοπό που να μην τον παίξει».

 

 

 

 

Προηγούμενο άρθροΑϋπνία (διήγημα της Κωνσταντίας Σωτηρίου)
Επόμενο άρθροΓια ένα αυγό  ή ο φανταστικός κόσμος του Β.Παπαθεοδώρου (της Ελένης Σβορώνου)

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ