του Γρηγόρη Αζαριάδη (*).
O Federico Axat γεννημένος το 1975 στο Μπουένος Άυρες είναι πολιτικός μηχανικός και δηλωμένος θαυμαστής του Κινγκ και της Χάισμιθ. Ισχυρίζεται ότι ξεκίνησε να γράφει από πλήξη … Η «Τελευταία έξοδος» είναι το τρίτο του μυθιστόρημα
Η ιστορία του Axat ξεκινάει με πολύ ιντριγκαδόρικο τρόπο. Ο Τεντ Μακέι είναι έτοιμος να αυτοπυροβοληθεί, όταν κάποιος χτυπά το κουδούνι της πόρτας, επίμονα … Ο Τεντ είναι πλούσιος και έχει την τέλεια οικογένεια: μια σύζυγο και δύο αξιολάτρευτες κόρες. Κανείς δεν θα μπορούσε ποτέ να φανταστεί ότι θα έπαιρνε την απόφαση να αυτοκτονήσει. Όταν αρχίζει να χτυπάει το κουδούνι της πόρτας, ασταμάτητα, αρχικά θέλει να το αγνοήσει και να τραβήξει τη σκανδάλη μια και καλή. Ωστόσο, τότε βλέπει ένα σημείωμα στα χαρτιά του, ένα σημείωμα με τα δικά του γράμματα, το οποίο αναγνωρίζει ως δικό του, μα δεν θυμάται να έχει γράψει:
ΑΝΟΙΞΕ ΤΗΝ ΠΟΡΤΑ
ΑΥΤΗ ΕΙΝΑΙ Η ΜΟΝΗ ΕΞΟΔΟΣ
Αυτό το σημείωμα θα σηματοδοτήσει έναν κυκεώνα γεγονότων στη ζωή του Τεντ, ανατρέποντας όλα όσα γνώριζε και θεωρούσε δεδομένα μέχρι εκείνη τη στιγμή. Το πρότυπο της τέλειας οικογένειάς του καταρρέει, ενώ έρχονται στο φως σκοτεινές πτυχές μιας πραγματικότητας που θυμίζει εφιάλτη. Ο Τεντ βρίσκεται παγιδευμένος, τόσο σωματικά όσο και πνευματικά, και θα πρέπει να αγωνιστεί με όλες του τις δυνάμεις, προκειμένου να βγει από το ομιχλώδες τούνελ όπου κινείται. Θα πρέπει να παλέψει για να κατανοήσει το ποιος είναι, τις πράξεις του, το πού τον οδήγησαν αυτές, αλλά και για να φτάσει στην τελική κάθαρση …
Το πρώτο μέρος της πλοκής αποτελεί κλασικό παράδειγμα παραπλάνησης. Εξελίσσεται με ένα μάλλον συνηθισμένο, παραδοσιακό θα τον χαρακτήριζα τρόπο. Ο αναγνώστης βρίσκεται μπροστά σε ένα καλοδουλεμένο θρίλερ, όπου κυρίαρχο ρόλο έχει η «αστυνομική» πλευρά του μύθου. Τα ερωτήματα που δημιουργούνται αφορούν βασικά στην λογική ή αληθοφανή ερμηνεία των «εγκληματικών» πράξεων του Τεντ Μακέι.
Όμως στην συνέχεια, όταν ο Τεντ βρεθεί από την κλίνη της ψυχολόγου στην ψυχιατρική κλινική, ο αναγνώστης υφίσταται το πρώτο σοκ. Αντιλαμβάνεται με σκληρό τρόπο ότι η «πραγματικότητα» του πρωταγωνιστή δεν αποτελεί παρά μιά «παράλληλη πραγματικότητα», η οποία μάλιστα στην συνέχεια ανατρέπεται κατά συρροή, αλλάζοντας πρόσωπο σε πολύ συχνά διαστήματα. Το πρώτο επίπεδο ολοκληρώνεται όταν ο Μακέι δείχνει να αποδέχεται με την βοήθεια της ψυχολόγου την «νέα πραγματικότητα» και να προσαρμόζεται απόλυτα σ’αυτήν. Κι στο αρχίζει να συνεργάζεται σκληρά μαζί της, προσπαθώντας να ανακαλύψει κρυμένα μυστικά και πληροφορίες στον εγκέφαλο του και να ρίξει άπλετο φως πάνω τους (εξαιρετική η σύλληψη των κύκλων στο μυαλό του Μακέι).
Όσο ο Μακέι δείχνει να προοδεύει στην επίπονη διαδικασία της θεραπείας, η διαστροφική φαντασία του συγγραφέα αρχίζει την τρελή πορεία της στον διάδρομο απογείωσης. Κάθε νέο στοιχείο που έρχεται στην επιφάνεια διαθλάται κάτω από ένα παραμορφωτικό πρίσμα. Τίποτε δεν αυτό που φαίνεται να είναι στην πρώτη του εμφάνιση. Τα πάντα αλλάζουν …Που όμως ; Στην πραγματική ροή των γεγονότων ή στον μπλοκαρισμένο εγκέφαλο του πρωταγωνιστή ;
O Axat οδηγεί με αληθινή μαεστρία τον αναγνώστη σε μιά αέναη περιπλάνηση στους σκοτεινούς λαβυρίνθους του διαταραγμένου μυαλού του Μακέι, κλείνοντας πονηρά το μάτι στην αγωνιώδη πάλη τους (μαζί με τον ίδιο τον ήρωα) να βρουν την έξοδο και να αντικρίσουν επιτέλους τη λύση του αινίγματος. Μόνο που, κάθε φορά, που πιστεύουν πως έχουν βρουν την αλήθεια, έρχεται μιά νέα έκπληξη, ανατρέποντας εντελώς την θεωρία τους. Και ξεκινούν πάλι από την αρχή γιά να εμπλακούν σ’ένα ντόμινο αναμνήσεων, θαμένων βαθειά στο υποσυνείδητο που γιά να αποκαλυφθούν θα πρέπει να ακολουθήσουν μιά οδυνηρή, επίπονη διαδικασία.
Ο Axat γράφει με ένα πολύ ιδιαίτερο τρόπο. Το στυλ του απλό και λιτό. Αποφεύγει την χρήση μιάς πλούσιας, βαρειάς λογοτεχνικής γλώσσας, προφανώς γιά να βγάλει στην επιφάνεια την ένταση της πλοκής. Χρησιμοποιεί με μοναδικό τρόπο τα βιώματα του Μακέι από την παιδική του ηλικία. Κυρίαρχο ρόλο διαδραματίζουν η αγάπη του γιά το σκάκι και κατ’επέκταση ο πολύ ιδιαίτερος τρόπος σκακιστικής σκέψης και αντίληψης. Τα αντικείμενα που προσφέρουν ασφάλεια στον ήρωα (το πέταλο) κι αυτά που αποτελούν μιά απροσδιόριστη απειλή (το οπόσουμ).
Ο Axat χρησιμοποιεί με μοναδικό τρόπο την ανατροπή δεδομένων την τελευταία στιγμή και την ανάπλαση γεγονότων από το μακρινό παρελθόν με αποτέλεσμα να κατορθώσει να δημιουργήσει, σε κάθε σκηνή, μια καινούρια πλεκτάνη που περιπλέκει τα πράγματα ακόμα περισσότερο.
Κάποια κενά, που παρατηρούνται στην αρχή περισσότερο της εξέλιξης της ιστορίας δεν πρέπει να αποπροσανατολίσουν τον αναγνώστη. Ο ευφυής συγγραφέας τα παρεμβάλλει εντελώς συνειδητά με στόχο να «χαλάσει» το μυαλό μας και να μας εισάγει στην «παράλληλη πραγματικότητα» του Μακέι …Εκεί, όπου τίποτε δεν είναι σίγουρο και τα πάντα μπορούν να ανατραπούν ανά πάσα στιγμή.
Η αφήγηση στο τελευταίο μέρος του μυθιστορήματος εξελίσσεται σε δύο χρόνους κι έχει στόχο να οδηγήσει στην κορύφωση της ιστορίας και στην σταδιακή αποκάλυψη των μυστικών, που υποτίθεται ότι θα δώσουν τις απαντήσεις που επιζητούν ο ήρωας και η επίμονη ψυχολόγος του. Τα σκόρπια κομμάτια του τεράστιου παζλ, που έχει πετάξει ατάκτως ο συγγραφέας, θα έρθουν σιγά σιγά να πάρουν την θέση τους. Ο προβολέας θα φωτίσει την σκηνή, οι καλοί θα δικαιωθούν κι οι κακοί θα πουν την τελευταία αβανταδόρικη ατάκα και θα υποστούν την τιμωρία που τους αξίζει. Είναι όμως έτσι τελικά ή μήπως όχι ;
Η πλοκή της «ΤΕΛΕΥΤΑΙΑΣ ΕΞΟΔΟΥ» αποτελεί μιά εξαιρετική ολοκληρωμένη σύλληψη. Ένα αριστοτεχνικά δομημένο ψυχολογικό, που παραπέμπει στο «Το νησί των καταραμένων» του Dennis Lehan και στο «Μεμέντο» του Christopher Nolan) και αξίζει να διαβαστεί από τους θιασώτες του είδους.
Κύρια στοιχεία η εφιαλτική περιγραφή των συνεχόμενων σκοτεινών λαβυρίνθων του εγκεφάλου του πρωταγωνιστή, που διαχέονται ως συγκοινωνούντα δοχεία στο μυαλό του αναγνώστη και η αίσθηση ότι όλη η πλοκή έχει χτιστεί, από την πρώτη στιγμή, σε κινούμενη άμμο (λίαν εύστοχη η επισήμανση των New York Times «Ένας υπνωτιστικός συγγραφέας που θα αγαπήσετε»).
Προσοχή…Ανήκει στην κατηγορία ΜΥΕΑ (Μυθιστορήματα Υψηλής Έντασης κατά την Ανάγνωση).
Μοναδική ένσταση οι υπερβολικές ανατροπές και το αιώνιο πρόβλημα των πολύ καλών έργων (και το συγκεκριμένο αναμφίβολα κατατάσσεται σ’αυτά) το τέλος, το οποίο και δεν ανταποκρίνεται στις υπερβολικές απαιτήσεις, που έχουν δημιουργήσει όσα έχουν προηγηθεί.
(*) Ο Γρηγόρης Αζαριάδης είναι συγγραφέας αστυνομικών ιστοριών. Τελευταίο μυθιστόρημά του “Το μοτίβο του δολοφόνου” (2015)
(Federico Axat, Τελευταία έξοδος, μετάφραση Αγγελικής Βασιλάκου και επιμέλεια Βάλιας Μπράβου, Μεταίχμιο).