της Νάσιας Διονυσίου (*)
Φως, πάντα το ίδιο φως.
Εκείνου του φάνηκε πως είχε ακούσει το μωρό να κλαίει. Εκείνη δεν κουνήθηκε, κοιμάται βαθιά. Εκείνος σηκώθηκε προσεκτικά, όμως γρήγορα σκόνταψε σε ένα ζευγάρι πεταμένες παντόφλες (πάλι οι δικές του είναι), ευτυχώς δεν την ξύπνησε. Διασχίζει τώρα τον διάδρομο, δύο βήματα, τρία, μόλις τέσσερα (κάποτε ήταν καμιά δεκαριά), φτάνει στο δωμάτιο του μωρού.
Φως, φως κι εδώ. Κάθε νύχτα το ίδιο φως· διανύει όλη την απόσταση από το βουνό απέναντι μέχρι το σπίτι κι όσο πλησιάζει συμπυκνώνεται, παίρνει το σχήμα λαμπερού βέλους ή φωτοδέσμης (δεν είναι βέβαιος ποιο ακριβώς σχήμα παίρνει), στριμώχνεται όσο για να χωρέσει στο παράθυρο του διαδρόμου· έπειτα εντελώς αθόρυβα λύνεται, ορμά στα δωμάτια, πέφτει με λαχτάρα πάνω στα έπιπλα, στις κορνίζες, στα μαξιλάρια, τα ψηλαφίζει και τα χαϊδεύει όπως χαϊδεύουμε κάποιον που μας έλειψε, μετά ξεκουράζεται. Εκείνος ξέρει – δεν είναι τα φανάρια της τροχαίας, οι ηλεκτρικοί στύλοι ή τα φωταγωγημένα κτίρια· είναι τα φωτάκια των αυτοκινήτων που κατηφορίζουν.
Πλησιάζει στην κούνια, το μωρό είναι ξαπλωμένο ανάσκελα, λυγίζει τα χέρια και τα πόδια του, όλο τα λυγίζει κι όλο τα τεντώνει (μήπως πονάει; όχι, πουθενά δεν πονάει)· είναι ακόμα μωρό, τέλειο σαν κάθε μωρό, ένα μωρό που μπουσουλά στον αέρα. Εκείνος μένει και το κοιτά, καθώς το μωρό συνεχίζει να βλέπει αόριστα, κάπου ψηλά, στο ταβάνι, με την απόλαυση, θαρρείς, θεατή σε παράσταση ταχυδακτυλουργού. Στρέφει κι εκείνος τη ματιά στο ταβάνι, δεν διακρίνει τίποτε. Κι ούτε πίστεψε ποτέ πως τα μωρά βρίσκονται δήθεν στο μεταίχμιο του κόσμου μας και του αόρατου κόσμου των ψυχών και πως κάτι τέτοιες στιγμές αντικρίζουν γνώριμα –ξεχασμένα- πλάσματα του αόρατου κόσμου. Εκείνος δεν βλέπει τίποτε (είναι σίγουρος πως δεν υπάρχει τίποτε), ξέρει μονάχα τα φωτάκια, αλλά ακόμη κι αυτά δεν είναι τίποτε – μερικά αυτοκίνητα που ανεβοκατεβαίνουν απλώς το βουνό.
Σκύβει και με τη ράχη της παλάμης του αγγίζει το μάγουλο του μωρού. «Είσαι ο γιος μου κι είμαι ο πατέρας σου», λέει.
Καθώς τα βλέμματά τους συναντήθηκαν, σε μια απειροελάχιστη διαίρεση του χρόνου, εκείνος ένιωσε τις κόρες των ματιών του να διαστέλλονται, από μέσα τους να ξεσηκώνεται σαν αφρισμένο κύμα μία λάμψη, μια ηλεκτρική εκκένωση σε σχήμα ευθείας γραμμής, ένα ολοφώτεινο ρεύμα, που κινήθηκε με ασύλληπτη ταχύτητα προς τις κόρες των ματιών του μωρού, διείσδυσε γλιστρώντας μέσα τους, κλείδωσε πέρα ως πέρα, αφού κι εκείνες είχαν στο μεταξύ διασταλεί, λες και περίμεναν από πάντα αυτή τη συνάντηση. Έτσι τώρα τα βλέμματα, οι παλμοί, οι αισθήσεις, οι σκέψεις ενώθηκαν. Κοιτάζουν πια, οι δυο τους, προς την ίδια ακριβώς κατεύθυνση.
Είναι η στιγμή που ο γιος δοκιμάζει να κάνει το πρώτο του βήμα, σηκώνει αργά το γόνατό του, έπειτα το ρίχνει με φόρα μπροστά –μικρό κορμί που γέρνει, χεράκια που ανεμίζουν– όμως προλαβαίνει κι αρπάζεται από το τεράστιο δάχτυλο του πατέρα, που θα τον κρατήσει χωρίς να μιλά και σε λίγο του αγοράζει παγωτό φράουλα, την πρώτη του μπάλα, ένα σετ τριγωνομετρίας, κι όταν ο γιος γυρίζει σπίτι με γρατσουνισμένους τους αγκώνες, ο πατέρας τους πλένει με αντισηπτικό μα και πάλι δεν μιλά κι ας τον βλέπει να σουφρώνει τα βλέφαρα απ’ το τσούξιμο, όπως δεν μιλά εκείνη τη φορά που τον ακούει να χτυπά την πόρτα βρίζοντας και βάζοντας ένα τραγούδι να παίζει και να ξαναπαίζει, «γελάς γιατί σε θέλω…», όχι, το ξέρει, δεν είναι αυτό το τραγούδι, μα κάποιο άλλο με ίδια λόγια (πάντα τα ίδια λόγια γι’ αυτή την αναστάτωση που την είπαν «έρωτα»), ούτε μιλά καθώς του δείχνει πώς να φρενάρει το ποδήλατο στην κατηφόρα ή πώς να κρατά το ξυραφάκι, πώς να δένει τον κόμπο της γραβάτας, πώς να κλείνει τη βαλίτσα –μόνο μην ξεχνάς να τηλεφωνείς στη μαμά σου κι αυτή τη φωτογραφική μηχανή εγώ δεν την χρειάζομαι άλλο–, ενώ ολοένα κουράζεται πιο εύκολα, ξαπλώνει πιο νωρίς, μένει για ώρες να παρατηρεί πώς αλλάζουν οι σκιές στο ταβάνι (απειλητικές σκιές, απόκοσμες), αλλά ο γιος του!, ο γιος του ψηλώνει ίδιος με τα κυπαρίσσια στο διπλανό πάρκο, κι έτσι ξέρει, ας ατονούν οι δυνάμεις του (ελπίδες, μνήμες, η αγάπη), ξέρει, ξέρει τα σκιρτήματα του νερού και τα παράφωνα τιτιβίσματα στις φυλλωσιές, τα ξέρει – έτσι πρέπει η ζωή.
Ένα χαμόγελο σχηματίστηκε στο πρόσωπό του, πρόλαβε να το φανταστεί σαν χαμόγελο αγάλματος –χαραγμένο, βαθύ, αιώνιο (ακόμα και με σπασμένα πόδια, σπασμένα χέρια, δίχως στέμμα, τα αγάλματα χαμογελούν)–, όμως, ξαφνικά, μια παρεμβολή (απότομο φρενάρισμα στον δρόμο) απειλεί να διακόψει τη φωτεινή γραμμή που τον κρατούσε ενωμένο με το μωρό. Είδε τότε τη γραμμή να τρεμοπαίζει (σαν το σήμα στις παλιές τηλεοράσεις με το γκρίζο χιόνι και τις οριζόντιες ρίγες), ένιωσε το βουητό, τους κραδασμούς, τα ακανόνιστα σκιρτήματα· όχι, ας μη σβήσει ακόμα, όχι, ας μην αποσυντονιστούν οι κοινές τους πραγματικότητες, ας μη διασπαστούν σε σκορπισμένα φωτάκια, σε τυχαία βαριεστημένα φωτάκια που απλώς κατρακυλούν από το βουνό. Έσφιξε τα βλέφαρά του, ένιωσε την πίεση στους βολβούς των ματιών, στους κροτάφους, στα δόντια. Ευτυχώς η λάμψη τώρα δυναμώνει, ισορροπεί, σταθεροποιείται. Οι δυο τους –πατέρας και γιος– δεμένοι και πάλι, στραμμένοι ξανά προς την ίδια κατεύθυνση.
Αλλά αυτή τη φορά είναι μόνος ο γιος περιμένοντας τη μαμά, μόνος του μέσα στο σταθμευμένο αμάξι έξω από το κοιμητήριο (γιατί το λένε κοιμητήριο; όσοι κοιμούνται ξυπνούν), κάθεται στο θρανίο της γωνιάς δίπλα στον τοίχο, χαζεύει ένα σημάδι από υγρασία στο ταβάνι, αναρωτιέται πώς μπορεί να γίνει κανείς αόρατος (ούτε Πίτερ Παν, ούτε Μπάτμαν – αόρατος!), δεν του αρέσει να παίζει μπάλα (αλήθεια, εκείνος ήξερε μπάλα;), όχι δεν θα ρωτήσει τη μαμά, δεν πρέπει ποτέ να στεναχωρήσει τη μαμά του, γι αυτό και δεν της λέει πως ο πατέρας μπορεί να ξαναγυρίσει, αφού αυτός τον έχει δει, αλήθεια τον έχει δει, τον βλέπει από το παράθυρο του διαδρόμου κάθε νύχτα να ψάχνει τον δρόμο (να εκεί, στο βουνό, τα φωτάκια!), όμως οι μέρες περνούν (γιατί στο καλό το λένε κοιμητήριο;), ύστερα η μαμά του παντρεύεται, αυτός είναι παράνυφος (ποιο άλλο παιδί ήταν παράνυφος στον γάμο της μαμάς του;), και καμιά φορά σουφρώνει τα βλέφαρα (όπως όταν μας τσούζει το αντισηπτικό), σαν εκείνη τη φορά, ας πούμε, που ο θείος του μπροστά σ’ όλο τον κόσμο του βάζει τις φωνές επειδή άφησε και τους έπιασαν τις θέσεις δύο Κινέζοι (μα πώς να τους έλεγε πώς ήταν κρατημένες οι θέσεις, αφού εκείνοι ήταν κινέζοι κι αυτός ένα παιδί), τριγυρνά διαρκώς με μια φωτογραφική μηχανή κρεμασμένη στον λαιμό του, δεν ξέρει τι ψάχνει, μπαίνει και βγαίνει σε παλαιοπωλεία (κάτι του είχε χαρίσει εκείνος τα τελευταία Χριστούγεννα, τι όμως;), δεν ξέρει (ακόμα δεν μπορεί να θυμηθεί) και τηλεφωνεί κάθε μέρα στη μαμά του, όχι, δεν θα τη ρωτήσει, της λέει γρήγορα «είμαι καλά», πιο γρήγορα «μια χαρά μην ανησυχείς», εκείνη τον παρακαλάει «μείνε μια στιγμή ακίνητος», αλλά αυτός δεν μπορεί ακίνητος, είναι μόλις τεσσάρων χρονών, πώς να μείνει ακίνητο ένα παιδί τεσσάρων χρονών (πώς να καταλάβει τον θάνατο);
«Πού είσαι μπαμπά;», φωνάζει, «ο γιος σου είμαι», φωνάζει, «δεν πρέπει έτσι η ζωή», φωνάζει, «όχι έτσι ξανά», φωνάζει, «γιε μου, γιε μου», φωνάζει, φωνάζει.
Κάποιος φώναξε… εκείνος ή το μωρό… ποιος κλαίει;
Άνοιξε τα μάτια του, διάφανες υγρές κορδέλες ξετυλίχθηκαν, κύλησαν στα μάγουλα, στα χείλη, έτρεξαν στο πηγούνι, στον λαιμό, έφτασαν στο στήθος – πάνω κάτω το στήθος του, πάνω κάτω γρήγορα. Έπειτα σήκωσε το βλέμμα του ψηλά, πιο ψηλά από την κούνια του μωρού, έξω από την πόρτα του δωματίου, πίσω από το παράθυρο του διαδρόμου – εκεί, στο βουνό, τα φωτάκια· κάποιο θολό αυτοκίνητο κατηφόριζε τρέμοντας.
Αμέσως, αυτή τη στιγμή, τώρα, αισθάνεται κάποιον να στέκεται πίσω του (όχι ακριβώς πίσω, ολόγυρα, ναι, ολόγυρά του), μια ρευστή μορφή –ξεχασμένη- που τον αγκαλιάζει σαν κουκούλι μεταξοσκώληκα· κι ας μη μιλά· του δείχνει πώς να ισιώνει το σώμα, πώς να τεντώνει τους ώμους, πώς να αναπνέει αργά – αναπνέει.
Σιγά σιγά οι αναπνοές τους συγχρονίζονται, πια αναπνέουν μαζί, το μωρό στην κούνια μπουσουλά στον αέρα – ένα σκίρτημα η ανάσα του, ένα δροσερό τιτίβισμα· κανένας δεν κλαίει. Βρίσκονται οι τρεις μέσα στην ίδια κούνια, πέρα-δώθε, λες και δεν έλειψε κανείς τους ποτέ από εδώ, πέρα-δώθε, λες κι η ζωή έτσι πάντα, πέρα-δώθε, κι αυτή εδώ η στιγμή μια απλή, απλή αναπόληση. Ο γιος του (ποιος είναι ο γιος, ποιος ο πατέρας;) θα μπορεί πια να θυμάται· θα ξέρει.
Εκείνος επιστρέφει σιγοπατώντας (τρία βήματα, τέσσερα, οχτώ, εννιά, δέκα)· φως· εκείνη κοιμάται βαθιά· ξαπλώνει δίπλα της και μένει ακίνητος, μην τη στεναχωρήσει.
*Η συλλογή διηγημάτων της Νάσιας Διονυσίου, με τίτλο «Περιττή Ομορφιά» (Το Ροδακιό, 2017) ήταν στη Μικρή Λίστα των Βραβείων του Αναγνώστη 2018, στην κατηγορία «Πρωτοεμφανιζόμενοι στην Πεζογραφία».