Τα τριακόσια εξήντα πέντε και το ένα για τα δίσεκτα χρόνια (του Ζαχαρία Σώκου)

0
672

 

 

 

Γράφει ο Ζαχαρίας Σώκος

    

Πρόκειται για 360 μικρά κι άλλοτε λίγο πιο μεγάλα ποιήματα – σπαράγματα ενίοτε, που διατηρούν τη φρεσκάδα τους,  έστω κι αν  ξεκίνησαν να γράφονται  πριν 40 χρόνια.

Αφορμή εφαλτήριο για αυτή τη συλλογή στάθηκε, όπως μας ενημερώνει εισαγωγικά ο ποιητής, ένα λεύκωμα – ημερολόγιο που του προσφέρθηκε , το 1976, από το Metropolitan Museum της Ν. Υόρκης και η ανά εβδομάδα λευκή σελίδα του, διαγραμμισμένη στις επτά ημέρες , τον οδήγησε σ’ αυτές τις ολιγόστιχες συνθέσεις.

Τίτλος της συλλογής:  Τα τριακόσια εξήντα πέντε και το ένα για τα δίσεκτα χρόνια

Που υπονοεί ευθέως ότι αντιστοιχεί ένα ποίημα για κάθε ημέρα του έτους και χαρίζει και ένα, με το χαρακτηριστικό ειρωνικό και σαρκαστικό τρόπο του, για τα δίσεκτα χρόνια.

 

Ο Χαρίτος εμφανίζεται στα γράμματα  σε ηλικία 25 ετών, το 1955. Επανέρχεται με  δεύτερη ποιητική συλλογή, έξι χρόνια  μετά, το 1961. Στη συνέχεια μεσολαβεί σιγή 19 ετών και το 1980   ξαναδηλώνει  παρών  με την τρίτη του ποιητική συλλογή, για να ξανασιγήσει, για 29 χρόνια αυτή τη φορά, μέχρι το 2009. Είναι τότε που μάλλον φαίνεται να αισθάνθηκε ότι δεν θα εγκαταλείψει ποτέ ξανά την πραγματική του αγαπημένη,  που είναι χωρίς αμφιβολία η ποίηση.

‘’Είναι η ποίηση που με νικάει πάντοτε / ποτέ μου δεν την νίκησα εγώ/

   Κι όμως, των νικημένων η ποίηση/ Δεν είναι κατ ανάγκη ποίηση νικημένη’’

Είναι ποίημα από την  τελευταία συλλογή.

Η νέα, έκτη κατά σειρά συλλογή, που στην ουσία εμπεριέχει ποιήματα 40 χρόνων, αναφέρεται σε ευρεία έκταση  και σε πολλούς τόνους στις κλίμακες της  χαρμολύπης και της φθοράς.  Όμως  εξίσου  μεγάλος αριθμός ποιημάτων αναφέρονται στους σταυραναστάσιμους ίμερους  και στην απορία που εξέφραζε το ρεμπέτικο τραγούδι του Παναγιώτη Τούντα, επιτυχία του 1936,  που απαγορεύτηκε από το καθεστώς του Μεταξά και έλεγε :

                                                 -2-

  ‘’Βρε Βαρβάρα στο Θεό σου/ Τι είναι αυτό που ΄χεις  εμπρός σου.’’

Γράφει λοιπόν ο Χαρίτος:

 ‘’Τότε τραγουδούσε/ Βρε Βαρβάρα στο Θεό σου/ Τι είναι αυτό που χεις εμπρός σου/

Και ξοδεύτηκαν μέρες , μήνες , χρόνια/ Βροχές , λιοπύρια, χιόνια…/Και μόλις τώρα κατάλαβε η Βαρβάρα/ Τι ήταν αυτό  που χε εμπρός της./

Όμως, αλίμονο , δεν ήξερε πως: / ‘’όλος ο χρόνος είναι ανεξαγόραστος’’ 

Και στο επόμενο ποίημα  που  περιέχει τον εξαιρετικό στίχο ‘’Δεύτε λάβετε τον σταυραναστάσιμο  ίμερο’’ γράφει.

   ‘’Χίλια εννιακόσια σαράντα πέντε/ Και στις ταβέρνες του Κολωνού/ Τα ‘’Περιστέρια’’ και του ‘’Σκρέκη’’/ Έφηβος μούστος βράζει/ Στα βαρέλια και στο κορμί μας/ Αλλά η Βάσω, /     με καμώματα και λιγώματα/ Δεν μ’ αφήνει/ Να μαλάξω τα άγουρα βυζιά της.

Ο έρωτας λοιπόν που αντιστέκεται και αναιρεί  την επικράτεια του θανάτου είναι εξίσου κυρίαρχος στα ποιήματα του Χαρίτου. Ο ίδιος δεν το κρύβει , το αντίθετο μάλιστα, το ομολογεί με πολλούς τρόπους, όπως :

‘’Έρωτας είναι μάνα μου/ που με χειραγωγεί/ και με πειθαναγκάζει/

    Μη με περιμένεις για φαγητό.’’

Ή το ποίημα που εμπεριέχεται στην τέταρτη ενότητα που αντιστοιχεί στον Χειμώνα:

  ‘’Τόσοι σαρκοβόροι έρωτες/ Τόσα ολονύκτια ξοδέματα/ Σε τόσους αποθεωτικούς οργασμούς/  Κι ούτε ένα ένσημο για σύνταξη / Δεν μου απόφεραν’’

 

Ανέφερα ήδη τα μεγάλα κενά ή τις αποσιωπήσεις ή σιωπές του Χαρίτου  στην πορεία του, από τότε που πρωτοεμφανίστηκε στα ελληνικά γράμματα. Ο ίδιος δίνει εκκωφαντική απάντηση στην συγκεκριμένη απορία :

    ‘’Με γαμήσατε κουφάλες ανάγκες και υποχρεώσεις/  Με στύψατε στη μέγγενη του καθημερινού/ Σταγόνα –σταγόνα με κατάκαψε το οξύ της βιοπάλης/ Όμως, από τούτο εδώ, το αλλιώτικο μεδούλι μου/ Το ψυχανέμισμά μου με τις λέξεις / Είδηση δεν πήρατε ποτέ –έμεινε ανέγγιχτο/

 Έμεινε. Δεν ξέμεινε’’/      

Αυτό λοιπόν επιθυμεί ο ποιητής, το ψυχανέμισμά του με τις λέξεις να έμεινε ανέγγιχτο, από τη μέγγενη των καθημερινών αναγκών και υποχρεώσεων.  ‘’όμως, ενώ το λέει με σιγουριά, ότι  έμεινε ανέγγιχτο, κλείνει το ποίημα διερωτώμενος  ‘’έμεινε. Δεν ξέμεινε  ‘’ . Ή  μάλλον για να είμαι απολύτως ακριβής, ο Χαρίτος γράφει ότι’’ έμεινε ανέγγιχτο . δεν ξέμεινε’’, εγώ κάνω την ερώτηση!      

-3-

Και βεβαίως μπορεί  να επιθυμούσε το ‘’ψυχανέμισμά του με τις  λέξεις να έμεινε ανέγγιχτο’’ , από τις καθημερινές ανάγκες , όμως μόνο ένας εργαζόμενος με καθημερινή σχέση εργασίας, που είναι και ποιητής μπορεί να αισθανθεί  την βαρβαρότητα της Δευτέρας και να μας χαρίσει την εξαιρετική και ρεαλιστική μεταφορά:

‘’Και το ξημέρωμα της Δευτέρας ερχόταν/ Σαν τη σταγόνα το αίμα / Που σημαδεύει την υποτροπή της αρρώστιας’’/                    

Και σε άλλο ποίημα:

’Ποιανού το χέρι βαστάει μαχαίρι/Που κάθε Δευτέρα μας χωρίζει στα δυό?’’

     Η καθημερινότητα  και η μη δημιουργική εργασία είναι ιδιαίτερα εξουθενωτικές διαδικασίες για μια ποιητική φύση. Παρακολουθείστε την μεταφορική και βαθιά ρεαλιστική εικόνα που μας παρουσιάζει:

  ‘’ Τα’ απομεσήμερο επιστρέφω  στο σπίτι/ Κουβαλώντας  το κορμί μου καθώς σακούλα πλαστική’’/

    Και συνεχίζει στο ίδιο ποίημα πιο κάτω:

‘’Τα κόκκαλά μου σωλήνες που μέσα τους / Αντί  μεδούλι ελπίδας/ Πήζει γλοιώδες έκκριμα υπαλληλίας./’’

Δεν γνωρίζω πόσο ο Χαρίτος είχε στο μυαλό του το γνωστό ποίημα του Κώστα Καρυωτάκη :

Οι υπάλληλοι  όλοι  λιώνουν και τελειώνουν/ σαν στήλες  δύο-δύο μέσα στα γραφεία/     Ηλεκτρολόγοι θα ‘ ναι η πολιτεία/ κι ο θάνατος που τους ανανεώνουν…/

Είναι όμως βέβαιο ότι η ίδια διάθεση, η ίδια στάση, απέναντι στην  υπαλληλία, υπάλληλοι και οι δύο άλλωστε,  οδήγησε στην δημιουργία τέτοιων ποιημάτων. Ακούστε όμως και αυτό το μικρό σπάραγμα του Χαρίτου:

 ‘’Χέστες είναι οι αυτόχειρες./ Εγώ και η σύφιλη που λέγεται ζώη/ Είμαστε οι γενναίοι/.

Το αφήνω ασχολίαστο. Απλώς έκανα την επισήμανση.

 

Ο ποιητής Οδυσσέας Ελύτης  σε μια γνωστή του κατηγοριοποίηση των ποιητών είχε γράψει.: ‘’Οι κακοί ποιητές τρέφονται από τα γεγονότα, οι μέτριοι από τα αισθήματα και οι καλοί από τη μετατροπή του τίποτα σε κάτι’’.  Μετατροπές του σχεδόν τίποτα σε ποιήματα βρίθουν στο βιβλίο του Χαρίτου. Ένα βιβλίο που θα μπορούσε να το χαρακτηρίσει κάποιος και ως ημερολογιακού χαρακτήρα, οπότε πολλές καθημερινές αφορμές που σε έναν άνθρωπο που δεν είναι του είδους του Χαρίτου, τα ίδια γεγονότα δεν θα σήμαιναν τίποτα, εδώ έχουμε ποιητικές δημιουργίες.

 

-4-

‘’Το τσιγάρο περιέχει/ Βενζόλιο, νιτροζαμίνες/ Φορμαλδεύδη και υδροκυάνιο /                     Η μοναξιά δεν περιέχει τίποτα από αυτά / Για αυτό και την καπνίζω άφοβα ολημερίς/.’’

Πόσο πιο τίποτα απ αυτό το ποίημα που στα επιτήδεια χέρια και στο νου του ποιητή μετατρέπεται σε ένα ευρηματικό κάτι που μας μεταφέρει το αίσθημα της μοναξιάς.   Αυτό είναι ποίηση, να καταφέρνεις να μετουσιώνεις  από το τίποτα, εκ του μη όντος, απ το πουθενά που λένε σήμερα σε κάτι. Πάντα βέβαια με τη βοήθεια της μούσας γιατί χωρίς αυτήν  δεν γίνεται τίποτα.

Ο Χαρίτος το καταφέρνει αυτό με επιτηδειότητα , μεθοδικότητα και μαεστρία. Η ποίησή του δεν είναι ούτε δύσκολη, ούτε κρυπτική.  Με ευκολία βρίσκουμε αυτό που θέλει να πει ο ποιητής. Είναι μια ποίηση ευρηματική, εύστοχη, έξυπνη με πλούσιες και πρωτογενείς μεταφορές, παρομοιώσεις και αλληγορίες. Με τις αισθήσεις του λαμβάνει τα  ερεθίσματα του αισθητού κόσμου, και με το  νοητό, αλλά και την γνώση στοιχείων της λόγιας παράδοσης ελληνικής και ξένης και την μεγάλη εμπειρία ως  κριτικός κινηματογράφου ( για πάνω από 50 χρόνια κάλυπτε ανελλιπώς τα θέματα του κινηματογράφου στο περιοδικό Νέα Εστία, και όχι μόνο), και βεβαίως το ποιητικό του αισθητήριο και ταλέντο μας δίνει ενδιαφέροντα αποτελέσματα.  Ας παρακολουθήσουμε πως  αξιοποιεί το σύνολο των αισθήσεων του και ιδιαίτερα τις όχι τόσο εύκολες για την ποίηση αισθήσεις της οσμής, της αφής και της γεύσης και τί εύστοχα σχήματα λόγου διαμορφώνει:

‘’Η Αγκαλιά σου μύριζε φούλι και κιτρολέμονο’’.

Αλλού : ‘’Οι οσμές σου οι ερωτικές σαν από δάκρυ που στάζει πληγωμένο μαστιχόδενδρο’’

Αλλού: ‘’Φούλι διπλό μυρίζει ο κόρφος σου/ κι ο σκοτεινός σου θάμνος λεμονανθό’’

Ακόμα: ‘’Αποθέωση μπαχαρικών η αγκαλιά σου’’

Κι αλλού , με αρκετή δόση αυτοσαρκασμού, που βρίσκουμε συχνά στα ποιήματα του Χαρίτου : ‘’ Το περιβόλι του κόρφου σου/ είναι η μόνη αναστάτωση που διαρκεί  /             από τότε που είχα αφή και γεύση/.’’

    Όλα αυτά τα συναισθήματα , η διάθεση εξιδανίκευσης και η αυτοαναφορικότητα υποδηλώνουν τις συνάφειες   του Χαρίτου, όπως και όλης της νεώτερης ποίησης  των τελευταίων  δυο αιώνων, με τον Ρομαντισμό. Όμως ο Χαρίτος χαρακτηρίζεται από έντονα μοντερνιστικά και ρεαλιστικά στοιχεία .Έχει επιρροές  από πολλά από τα αισθητικά ρεύματα που επηρέασαν την τέχνη τον 20ο αιώνα. Τα μόνα που δεν διέκρινα  είναι σουρεαλιστικά στοιχεία , μεταμοντέρνα και αποδόμησης.  Εάν η παρατήρησή μου ευσταθεί δίνει και την απάντηση στην απορία που εκφράζει ο ποιητής στο ποίημα του, που θα σας διαβάσω:

     Κύρτωσα και σκέβρωσα/ Επιμένοντας στα γραφτά του κυρ Αλέξανδρου/ Στα ‘’Τραγούδια  για τα νεκρά παιδιά’’/ Και τα πολιτικά κείμενα το Gramsci/ Ποια διαβάσματα και ποια ακούσματα/ Έχουν τώρα το πάνω χέρι, δεν ξέρω./ ‘’ Γραφικό και παλιομοδίτη’’, ΄έτσι με αποκαλούν. / Παρόλο που έπαψα από καιρό πολύ  να διαβάζω Καβάφη./

                                                  -5-

  Οι δικοί μου χαρακτηρισμοί, που προκύπτουν από την ανάγνωση των ποιημάτων του, και χαρακτηρίζουν την ποίησή του είναι: Ρεαλιστής, συναισθηματικός, διεισδυτικός, ερωτικός, ηδονικός, κυνικός, ειρωνικός, πεσιμιστής, σαρκαστικός, ρομαντικός, ευφυολόγος, τραγικός, απρόβλεπτος, πικρόχολος, ευρυμαθής, οξυδερκής, σινεφίλ και γενικά ετοιμόλογος  και οξύς.

Αυτά τα επίθετα αφορούν στην ποίηση του Χαρίτου γιατί από την προσωπική επαφή μαζί του θα προσέθετα και τα ευγενής, γλυκός , χαριτωμένος και τυπικός.

Όλες οι συλλογές του Χαρίτου, όπως και αυτή για την οποία γίνεται λόγος είναι σε πολυτονική γραφή. Να και το ποίημα του που το επιβεβαιώνει:

’Είμαστε κάτι λίγοι που ξεμείναμε/ Να πολεμάμε ακόμα με ψιλές , δασείες και περισπωμένες/’’. Και συνεχίζει πιο κάτω στο ίδιο ποιήμα:

‘’Η πλουμισμένη γραφή , λέγανε, είναι σαν την γυναίκα την όμορφη/ Πού όταν στολίζεται φαντάζει πιότερο η ομορφιά της /Και τα’ απομέσα της γίνεται ακόμα πιο επιθυμητό’’

    Το κύριο πιάτο σ’ αυτή τη συλλογή , είναι η μελαγχολία, η φθορά , ο θάνατος.  Ο ποιητής μετέρχεται όλους τους τρόπους προκειμένου να μιλήσει για το αναπόφευκτο και μοιραίο ταξίδι του κάθε ανθρώπου. Άλλοτε με κυνισμό:

  ’‘Και σε παρακαλώ πολύ/ Μόλις τελειώσει η μεταμεσονύχτια προβολή/ Η νεκροφόρα να βρίσκεται έξω από το σινεμά/ Εκείνη την ώρα δεν θα είμαι σε θέση/ Να βρω οποιοδήποτε άλλο κατάλληλο / Για την περίσταση μεταφορικό μέσο.    Ή το,

 ‘’Δεν έχω καιρό να σε περιμένω άλλο/ Μόλις που προλαβαίνω να πεθάνω.’’

Κι άλλοτε με μεταφυσικά ευφυολογήματα και πονηρές μα απεγνωσμένες ερωτήσεις ,όπως το τελευταίο ποίημα της συλλογής :

 ‘’Έστω και μάταια/ Εν τούτοις τ’ αναρωτιέμαι./   Είναι τουλάχιστον /Ο θάνατος αθάνατος.’’

Ή το: ‘’Με την καθοδήγηση του έμπειρου σκηνοθέτη/ ολολύζω πάνω από το ίδιο μου το πτώμα/ Με την ματαιόδοξη ελπίδα να διασώσω / Ότι προλάβω από την υστεροφημία μου.’’

Η ποιητική συλλογή, ιδιωτική μυθολογία την αποκαλεί ο ίδιος, ‘’Τα τριακόσια εξήντα πέντε και το ένα για τα δίσεκτα χρόνια’’ του Δημήτρη Χαρίτου, είναι ένα χορταστικό βιβλίο, και περιέχει ποιήματα για όλα τα γούστα. Εκτός από τα ερωτικά ποιήματα και τα ποιήματα του θανάτου σ’ αυτό το ποιητικό περιβόλι υπάρχει μεγάλη ποικιλία από ποιήματα της αξόδευτης μοναξιάς όπως τη γράφει. Ακούστε:

   ‘’Φυτοζωώ στη χούφτα της μιζέριας/ Χωρίς κανένα παράπονο’’

Η το: ‘’ Και τελικά καταστάλαξα εδώ/ ξερό κατακάθι καφέ στο φλιτζάνι σου’’

Ή το ‘’ Μόνο στη θλίψη δεν λιγοστεύει το μερίδιό μου’’

 

-6-

Επίσης ποιήματα με αναφορές σε πρόσωπα όπως ο Πιέρ Πάολο Παζολίνι, ο Χρήστος Βακαλόπουλος, ο Ιάπωνας σκηνοθέτης Κέντζι Μιζογκούτσι,  ο Φράνκ Σινάτρα, αλλά και  ο Στράτος Διονυσίου και η Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου.  Επίσης ποιήματα με πολιτικά αντανακλαστικά όπως:

‘’Σαν βγείς στον πηγεμό για την αλήθεια/ Να εύχεσαι ο δρόμος να είναι σύντομος/ Και τα γραφεία του κόμματος κλειστά/

Κι ακόμα ποιήματα  όπου κυριαρχούν οι γεύσεις και μάλιστα των νησιών του Αιγαίου:

‘’Τ’ αμπελάκια και τ’ αλωνάκια της Σαντορίνης / Μήνυμα στείλανε στους αμπελωνες τους μακεδονίτικους / Με ταχυδρόμο την αλισάχνη των μελτεμιών: / Πείτε τους, είπανε , χαιρετίσματα από την κυρά – Ειρήνη τη Δαρζέντα / Και πείτε τους ακόμα για σαφρίδια τηγανητά , για καππαρόφυλλα ξιδάτα / Ντομάτα μεστωμένη και νυχτέρι βαρελίσιο/ Δίχως να γίνει κουβέντα για το πώς πέρασε ο χρόνος./   Αυτό είναι δική του δουλειά./

Επέλεξα να τερματίσω την φλυαρία μου για το βιβλίο του Δημήτρη Χαρίτου με αυτό το ιδιαίτερο ποίημα  όπου συνομιλούν τα αμπέλια της Σαντορίνης με τους αμπελώνες της Μακεδονίας. Ο Χαρίτος μας έδειξε μ’ αυτή τη συλλογή ότι είναι ένας ποιητής με ισχυρό ένστικτο που  τροφοδοτεί την ανήσυχη ποιητική του φύση, και δεν έχει κλείσει ακόμα τους λογαριασμούς του ,με την επίσημη αγαπημένη του, την ποίηση..!

 

Δημήτρης Χαρίτος, ‘’Τα τριακόσια εξήντα πέντε και το ένα για τα δίσεκτα χρόνια’’, Κίχλη 

Προηγούμενο άρθροΧασέπ : Ο σαρκοβόρος κόσμος του Αρτέμη Μαυρομμάτη (της Ελένης Τσαντίλη)
Επόμενο άρθροΣτο τικ τακ του ρολογιού (της Ελένης Σβορώνου)

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ