Της Άννας Λυδάκη (*)
Το τελευταίο βιβλίο του Δημήτρη Φύσσα φανερώνει πολυετή δουλειά και μελέτη προκειμένου να ολοκληρωθεί η συλλογή Τραγουδιών της φυλακής. Τραγούδια που μιλούν για τη φυλακή και τους φυλακισμένους –κυριολεκτικά ή μεταφορικά- από τον 12ο αιώνα μέχρι το 2014, δηλαδή από τη βυζαντινή εποχή μέχρι τότε που γράφτηκε το τραγούδι για τον Ιλία Καρέλι, που τον σκότωσαν στις φυλακές της Νιγρίτας.
Τα τραγούδια της φυλακής οι περισσότεροι τα έχουμε συνδέσει με τα ρεμπέτικα, τους κουτσαβάκηδες και τους μάγκες, και με κάποια δημοτικά, ίσως, σαν εκείνα τα μανιάτικα μοιρολόγια που μιλούν για συλληφθέντες και καταδικασμένους άδικα, εφόσον είχαν διαπράξει κάποιο αδίκημα για γδικιωμό, σύμφωνα με το εθιμικό δίκαιο της Μάνης. Όμως, στη συλλογή του Φύσσα μπορεί κανείς να δει και λαϊκά, χιπ χοπ, εβραϊκά («Φουστάνι μαύρο πρέπει να βάλεις / και στη συναγωγή να στείλεις λάδι»), μικρασιάτικα, τραγούδια γυναικών και παιδιών, άλλα ανώνυμα και άλλα γνωστών συνθετών όπως του Θεοδωράκη, του Πλέσσα, του Πορτοκάλογλου, του Άσιμου, των ‘Ακτιβ Μέμπερ, τραγούδια σε στίχους του Κοεμτζή, κ.ά. Κι ανάμεσά τους στίχοι του Μανώλη Αναγνωστάκη («Μιλώ για τα προαύλια των φυλακών και για το δάκρυ των μελλοθανάτων») και μερικά του «Φυσσήτρη Δήμα», που προφανώς είναι ο ίδιος ο Φύσσας.
Στη συλλογή ο συγγραφέας δεν παραλείπει να καταγράψει και ερωτικά τραγούδια που άλλοτε τραγουδούν φυλακισμένοι και άλλοτε οι εκτός φυλακής αλλά εγκλωβισμένοι στα δίχτυα του έρωτα: «Τα σίδερα της φυλακής θα πάρω να ενώσω, / να κάνω σιδηρόδρομο, να ‘ρθω να σ’ ανταμώσω» και «Μια φυλακή ονειρεύτηκα / να ‘μαι φυλακισμένος / να ‘μαι μες στα χεράκια σου / διπλωμανταλωμένος».
Υπάρχουν φυλακίστικα μουρμουρίσματα, ρεμπέτικα της φυλακής, τραγούδια δηλαδή γραμμένα από τους κατάδικους που τα μουρμούριζαν με τη συνοδεία συνήθως μπαγλαμά (είναι μικρό όργανο και μπορούσαν να το κρύβουν στο μανίκι τους). Τραγούδια αδέσποτα, που ο τρόπος δημιουργίας τους θυμίζει τον τρόπο δημιουργίας των δημοτικών τραγουδιών, σύμφωνα με τον Ν. Πολίτη: Η ομαδική ποίηση είναι πράγμα αδύνατον, έλεγε. Ένας από τους πολλούς έχει το χάρισμα της στιχουργικής και το μουσικό αίσθημα ανεπτυγμένο και υπακούοντας σε μια εσωτερική ώθηση, σε μια στιγμή εξάρσεως, συνθέτει το άσμα. Το τραγούδι αυτό παραλαμβάνει κάποιος άλλος –που όμοια πάνω κάτω πάθη τον ταλανίζουν-, επιφέροντας πιθανώς και κάποιες αλλαγές για να εκφράσει το προσωπικό συναίσθημά του. Μ’ αυτόν τον τρόπο το τραγούδι περνά αδέσποτο από στόμα σε στόμα, διαμορφώνεται προοδευτικά και ανήκει σε όλους, γίνεται κοινό κτήμα. Ο ποιητικός αυτός λόγος με τη μελωδία του, γίνεται λόγος συλλογικός. Και μέσα από αυτόν τον λόγο και τις λέξεις αναδύονται εικόνες του κόσμου και της πραγματικότητας των ανθρώπων.
Στην παρούσα συλλογή κυρίαρχο θέμα των στίχων είναι φυσικά η φυλακή. Ένας τόπος όπου άνθρωποι ζουν αποκομμένοι από την ευρύτερη κοινωνία με βάση συγκεκριμένους κανόνες. Οι πόρτες είναι κλειδωμένες, γύρω υπάρχουν ψηλοί τοίχοι και συρματοπλέγματα, και παντού φύλακες που δεν επιτρέπουν επαφή με τον υπόλοιπο κόσμο. Όλες οι εκδηλώσεις της ζωής διεξάγονται στον ίδιο χώρο και κάτω από συνεχή επιτήρηση, γράφει ο Ε. Goffman (Τα άσυλα) και με τον δικό του τρόπο λέει τα ίδια ο φυλακισμένος: «Μην τραγουδάς και μη χορεύεις / μη μιλάς, μην αναπνέεις / μην πηδάς, μη φωνασκείς / και στον Πιούρι ακουστείς (Πιουριφόι – πρεσβευτής των ΗΠΑ)».
Μέσα σ’ αυτό το ζοφερό περιβάλλον, ανθεί η τέχνη, το τραγούδι, που περιγράφει εικόνες και καταστάσεις, εκφράζει σκέψεις και συναισθήματα.
Για τη φυλακή γενικά έχουν γίνει πολλές σημαντικές εργασίες από ερευνητές. Όμως, στη συλλογή του Δημήτρη Φύσσα «ακούγεται» η δική τους φωνή μέσα από τα αδέσποτα μουρμουρίσματα ή η φωνή δημιουργών που μπόρεσαν να εκφέρουν λόγο για τους φυλακισμένους με μια σπάνια εν-συναίσθηση. Και ένας ολόκληρος κόσμος αναδύεται μέσα από τους στίχους που μας καλούν να στοχαστούμε πάνω σ’ μια ιδιαίτερη ομάδα ανθρώπων.
Οι φυλακισμένοι αισθάνονται ότι η φυλακή είναι ό,τι χειρότερο μπορεί να συμβεί στον άνθρωπο: «Πικρός που είν’ ο θάνατος, βαρύ που ‘ναι το χώμα / της φυλακής τα σίδερα βαρύτερα είν’ ακόμα», καθώς «Η φυλακή κι η ξενιτιά / μ’ αφήσανε χωρίς παιδιά», «Έλα βαρκούλα πάρε με / και πέρα μπάντα βγάλε με». Και ονειρεύονται την αποφυλάκισή τους: «Μέσα στο Μπούρτζι μια φορά / και στην Ακροναυπλία / σε βρήκα που ζωγράφιζες / στο στήθος σου δυο πλοία»
Στη φυλακή συνήθως κυριαρχεί ο μάγκας. Ο μάγκας που θεωρείται «ωραίος τύπος» στον λαϊκό πολιτισμό: «Της φυλακής τα σίδερα είναι για τους λεβέντες / και τα ψηλά παράθυρα είναι για τις κοπέλες».
Ερωτικά πάθη, καημοί, αδικίες, ζήλειες, νοσταλγία… τραγουδιούνται, επίσης, και φαίνεται πως η γυναίκα, είτε ως Εύα (ερωτική σύντροφος) είτε ως Παναγία (μητέρα) παίζει κυρίαρχο ρόλο: «Η γυναίκα π’ αγαπούσα μ’ έκλεισε στη φυλακή… Ήταν γυναίκα άπιστη / κι έπρεπε να πεθάνει. / Τη μάνα μου την παίδευε / κι εμένα με κορόιδευε…»
Ο Φύσσας ως συγγραφέας βρίσκει ένα ωραίο τρόπο να παρουσιάσει τη συλλογή του συνδέοντάς την με μυθοπλασία: Μας αφηγείται πως τα τραγούδια βρέθηκαν σε ένα ντοσιέ της Λαοκρατία Σερβίδου, της αντικαθεστωτικής και αντικομμουνίστριας ηρωίδας προηγούμενου έργου. Οι περιπέτειες της καταγραφής των τραγουδιών και της πορείας τους μέχρι να φθάσουν στα χέρια του συγγραφέα αποτελούν μια πολύ ενδιαφέρουσα ιστορία που εξάπτει τη φαντασία του αναγνώστη.
Ιδιαίτερα σημαντικά είναι τα σχόλια στις σελίδες 203-291 και πραγματικά εντυπωσιάζει το πάθος του ερευνητή να μην αφήσει τίποτα ασχολίαστο, βοηθώντας τον αναγνώστη να κατανοήσει την ιστορία των τραγουδιών και μέσα από τους στίχους τους να δει έναν ολόκληρο κόσμο, εκείνο των κρατουμένων.
Δημήτρης Φύσσας, Τραγούδια της φυλακής, Gutenberg, Αθήνα 2017
(*) Η Άννα Λυδάκη είναι καθηγήτρια στο Πάντειο