της Βαρβάρας Ρούσσου(*)
Η Μαρία Κουλούρη, επιχειρώντας να μορφώσει την προσωπική της ποιητική περιοχή και φωνή, καταθέτει τη δεύτερη συλλογή της ως συνέχεια και ταυτόχρονα επέκταση της πρώτης που είχε κυκλοφορήσει δύο χρόνια πριν (Μουσείο άδειο 2013). Ο συνδετικός ιστός των δύο βιβλίων είναι ορατός ήδη πριν την ανάγνωση: η πρώτη συλλογή ήταν αφιερωμένη «στους ποιητές» ενώ η δεύτερη «στους ζωντανούς». Στους ποιητές, (ίσως κατηγορία ανθρώπων διαφορετική από τους ζωντανούς, μετεωριζόμενους σε ένα πεδίο μεταιχμιακό, μεταξύ αυτής και μιας άλλης ζωής), αφιερώθηκαν ποιήματα που επιχείρησαν να ψηλαφίσουν το παρελθόν ως χρονότοπο (με τη μπαχτινική έννοια τηρουμένων των αναλογιών εφόσον πρόκειται για ποίηση). Το παρελθόν αυτό κρυσταλλώθηκε σε ένα «μουσείο άδειο» στο οποίο οι ποιητές, και η ίδια, θα στρέφονταν αναζητώντας στήριξη για το παρόν. Με τη δεύτερη συλλογή και την αφιέρωσή της το δυνητικό ακροατήριο της ποιήτριας ανοίγει στο ευρύτατο σύνολο των ζωντανών.
Ο τίτλος ήδη αναδεικνύει το χρόνο ως βασική συντεταγμένη συνεκδοχικά: το «εργαλείο» αντί της έννοιας, δηλαδή ρολόγια ως μονάδα μέτρησης του χρόνου. Οι χτύποι δεν υποδηλώνουν μόνον τις ρυθμικές κανονικότητες αλλά την αδυσώπητη («χτύποι»=χτυπήματα υπό την έννοια του τραύματος) μέτρηση που οδηγεί στο θάνατο ως «τέλος χρόνου», ως διαρκή υπενθύμισή του αναπόδραστου τέλους. Ο τίτλος Ρολόγια και άλλοι χτύποι ανακαλεί το σαχτουρικό Ανάποδα γυρίσαν τα ρολόγια αν και η ποίηση της Κουλούρη δεν έχει επιρροές από τον Σαχτούρη. Παρόλ’ αυτά οι στίχοι της Emily Dickinson ως μότο στη συγκεκριμένη συλλογή του Σαχτούρη («This dust was Gentlemen and Ladies») δημιουργεί ένα διακειμενικό ποιητικό πλαίσιο που ενεργοποιεί ερμηνευτική οδηγία για την ανάγνωση της συλλογής της Κουλούρη.
Εντούτοις, το Ρολόγια και άλλοι χτύποι δεν αρθρώνεται μόνον γύρω από το θάνατο αλλά αφουγκράζεται και κάθε συστατικό στοιχείο που συνθέτει την ίδια τη ζωή: χρόνος, τόπος, έρωτας, ανάμνηση, φόβος, και βέβαια θάνατος. Εξ ου και η αρχική αφιέρωση «στους ζωντανούς», αφού αυτούς αφορά εξάλλου τόσο η ζωή όσο, και κυρίως, το φάσμα του θανάτου: «Δε θα μιλήσουμε για ζωή/ούτε για ουρανό/ο θάνατος είναι το θέμα». («Ποντοπόρος»). Στο τέλος της πορείας τους οι άνθρωποι (το πέμπτο ησιόδειο γένος, το εκπεπτοκός, σημειώνω συσχετίζοντας με τον τίτλο του ποιήματος «Έργα και ημέρες») μετρούν τον άμετρο χρόνο όπως το χρήμα και η ποιήτρια ειρωνικά σημειώνει: «Στάθηκαν στις πέτρες/ Κοιτάζοντας μύθους και αλλαγές/Μετρώντας τα ρολόγια/Ίσως φτάνουν τα χρήματα/Για μια κοσμογονία» («Έργα και ημέρες»).
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει η αντιστροφή με την οποίαν ξεκινά η συλλογή. Το ποίημα «Επίλογος» σηματοδοτεί την έναρξη με μια παραλλαγή της κλασικής στη λογοτεχνία συνθήκης του άλεκτου που πάντα την ανατρέπει άμεσα το ίδιο το κείμενο, εν προκειμένω το ποίημα και ολόκληρη η συλλογή. Έτσι κλείνει η Κουλούρη το πρώτο ποίημα: «Είπαμε πολλά και φτάνει». Εντούτοις ακολουθούν άλλα εικοσιτέσσερα ποιήματα. Η συλλογή τελειώνει με ένα ποίημα-επιστολή-απολογία ή «Αναφορά προόδου», όπως τιτλοφορείται, σε πρόσωπο του παρελθόντος, τη δασκάλα ή καθηγήτρια των εφηβικών χρόνων. Εδώ η δραστικότητα της γραφής, του ποιητικού λόγου, τίθεται σε αμφισβήτηση: «Όπως μου προτείνατε πήρα γραφομηχανή/όμως ποιήματα δεν έμαθα να γράφω/».
Αν και το υλικό της ποιήτριας προέρχεται από το ατομικό πεδίο και αποτελεί επεξεργασμένο προσωπικό βίωμα, από τη χρήση πρώτου πληθυντικού προσώπου διαφαίνεται η τάση μετατόπισης προς το συλλογικό (προς τους ζωντανούς κατά την αφιέρωση) ενώ άλλοτε η ποιητική φωνή μετατρέπεται σε παρατηρητή συμβάντων τα οποία μεταφέρει διαθλασμένα και απογυμνωμένα από τις ρεαλιστικές τους λεπτομέρειες. (π.χ. «Ποιμενικό», «Άπνοια», «Οιμωγή») επικυρώνοντας την τάση για συλλογικότητα και επιβεβαιώνοντας την αφιέρωση «στους ζωντανούς». Η αίσθηση συλλογικότητας ή κοινότητας του βιώματος δεν απαλείφει την έμφυλη διάσταση των ποιημάτων. Ποιήματα όπως το «Απολίθωμα», το «Κατοπτρικό», «Ένας άντρας», «Ιφιγένειες», αν και διάσπαρτα στη συλλογή, διαμορφώνουν μια ενότητα όπου η γυναικεία φωνή με τρόπο έκδηλο μεταφέρει την εμπειρία του φύλου.
Μορφικά η Κουλούρη μένει πιστή στη σύντομη φόρμα των ποιημάτων και σε στίχους μάλλον ολιγοσύλλαβους αποφεύγοντας συστηματικά το ιδεολογικό φορτίο επιθέτων τα οποία χρησιμοποιεί με φειδώ μετατοπίζοντας το κέντρο βάρους σε ρήματα και ουσιαστικά και πυκνώνοντας έτσι την φόρτιση των στίχων που εντείνεται με την αστιξία.
Η δεύτερη αυτή συλλογή της Κουλούρη αποκαλύπτει την άσκηση της ποιητικής ματιάς της και την προσήλωση σε ένα ποιητικό όραμα με διάθεση να κατακτηθεί μια ιδιόλεκτος που παρά την ιδιαιτερότητά της θα βρίσκει αντίκρυσμα στους αναγνώστες. Η καλλιέργεια της ποίησης απαιτεί εξάλλου επίμονους κηπουρούς.
Η Βαρβάρα Ρούσου είναι δρ. φιλολογίας, εκπαιδευτικός
info: Μαρία Κουλούρη, Ρολόγια και άλλοι χτύποι Μελάνι 2015