Τα πραγματικά αίτια της αποτυχίας του “Υπαρκτού” (μ΄αφορμή μια παράσταση-του Ελ. Μακεδόνα)

0
1138

του Ελευθέριου Μακεδόνα.

 

Αγαπητή Ελένα (1980) της Λουντμίλα Ραζουμόβσκαγια ή  Τα πραγματικά αίτια της αποτυχίας του ‘Υπαρκτού Σοσιαλισμού’.  Σκέψεις με αφορμή την παράσταση του θεατρικού έργου της Λουντμίλα Ραζουμόβσκαγια, από την Ομάδα Νάμα (Επί Κολωνώ) – Θεσσαλονίκη 28.4.2017-7.5.2017

 

Η πλοκή

Σε κάποια πόλη της πρώην Σοβιετικής Ένωσης, τέσσερις μαθητές επισκέπτονται την καθηγήτριά τους Ελένα Σεργκέγιεβνα στο μικρό της διαμέρισμα, ώστε να της ευχηθούν χρόνια πολλά για τα γενέθλιά της. Αρχικά, το κλίμα είναι φαινομενικά εγκάρδιο. Σταδιακά, ωστόσο, αποδεικνύεται ότι ο πραγματικός λόγος της επίσκεψης των μαθητών είναι να αποσπάσουν από την Ελένα το κλειδί του χρηματοκιβωτίου, όπου φυλάσσονται τα γραπτά τους, μέχρι να διορθωθούν. Στην αρχή με ήπιο ύφος και, καθώς προχωρά η νύχτα, με ολοένα και πιο έντονο, καταλήγοντας στον ψυχολογικό εκβιασμό και την ωμή βία, οι νέοι επιχειρούν να λυγίσουν ψυχολογικά την Ελένα, η οποία στα μάτια τους εκπροσωπεί ένα ανυπόφορο παρόν, που πολύ θα ήθελαν να γινόταν μια για πάντα παρελθόν: την ενδεή, βουτηγμένη στη διαφθορά και, ήδη καταρρέουσα, Σοβιετική κοινωνία.

Οι χαρακτήρες

Ελένα Σεργκέγιεβνα (δασκάλα)
Βαλόντια (μαθητής)
Πάβελ (μαθητής)
Λιάλια (μαθήτρια)
Βίτια (μαθητής)

Ένα έργο γύρω από τη σύγκρουση των γενεών;

Σε ένα από τα εισαγωγικά σημειώματα της έκδοσης του έργου στα Ελληνικά[1] διαβάζουμε, ότι ‘βασική συνθήκη της υπόθεσης του έργου’ είναι ‘το χάσμα γενεών’. Πράγματι, η Ελένα εκπροσωπεί ξεκάθαρα μία γενιά Σοβιετικών πολιτών, η οποία διατηρεί ακόμη μνήμες από το Μεγάλο Πατριωτικό Πόλεμο κι η οποία ανδρώθηκε με τα ιδανικά ενός σοσιαλιστικού οράματος, που δυστυχώς ποτέ δεν πραγματώθηκε.

Η υποταγή του ατομικού στο συλλογικό καλό˙ η θυσία του παρόντος στο όνομα ενός επερχόμενου, καλύτερου για όλους, μέλλοντος˙ η πρόταξη του ιδανικού έναντι του υλικού˙ του ‘ηθικού’ και ‘καλού’ έναντι του ‘ανήθικου’ και ‘κακού’, που μονίμως παραμονεύουν˙ η αδιαμαρτύρητη υποταγή στα κελεύσματα της Πατρίδας και του Κόμματος, στοιχειοθετούν τα αξιακό σύστημα με βάση το οποίο έχει ζήσει η Ελένα.

Ο ατομικισμός κι η ολική απόρριψη του συλλογικού˙ η χρησιμοθηρία˙ η λατρεία του χρήματος και της κοινωνικής επιτυχίας με το ελάχιστο δυνατό κόστος˙ η αποστροφή κάθε ιδανικού κι η ματεριαλιστική προσέγγιση της ζωής˙ η απροθυμία εξαργύρωσης του παρόντος με οποιοδήποτε ασαφές μέλλον˙ η, με κάθε τίμημα, επιδίωξη της απόλαυσης στο εδώ και στο τώρα˙ η αποστροφή συνολικά κάθε ηθικής, ως έναν ‘ανθρώπινο παράγοντα’ κι άρα, ως κάτι το ‘υποκειμενικό’, όπως το διατυπώνει ο μαθητής της Ελένα, Βαλόντια˙[2] η κυνική αποδοχή μίας διεφθαρμένης κοινωνικής κατάστασης κι η συνειδητή επικύρωσή της, αποτελούν το εκ διαμέτρου αντίθετο ‘αξιακό σύστημα’ των τεσσάρων νέων. Είναι φυσικό, η σχέση δύο τόσο διαφορετικών κόσμων να είναι συγκρουσιακή εξ ορισμού.

Είναι, ωστόσο, αυτός ο βασικός στόχος της Ραζουμόβσκαγια; Θα έπρεπε να ερμηνεύσουμε με βάση αυτόν τον, μάλλον επιφανειακό και κοινότοπο άξονα, το έργο της;

Υπάρχουν αναλογίες με το ελληνικό παράδειγμα της ‘κρίσης’;

Βεβαίως και υπάρχουν, όπως σωστά παρατηρεί η σκηνοθέτις της παράστασης, σε άλλο εισαγωγικό σημείωμα του βιβλίου.[3] Πράγματι, η Ελλάδα της κρίσης ζει μία παρατεταμένη περίοδο αποκορύφωσης της διαφθοράς, σε ολόκληρο το φάσμα του κοινωνικού ιστού της˙ μία έξαρση του ατομικισμού, στην πιο ‘ελληνική’ εκδοχή του: τού χωρίς όριο φιλοτομαρισμού και ‘ωχαδερφισμού’˙ έναν πλήρη ηθικό εκχυδαϊσμό˙ έναν άνευ προηγουμένου κυνισμό, ο οποίος, ελλείψει εύκολων ή έστω ικανοποιητικών λύσεων, καταλήγει σε μία αφόρητη αναλγησία και αδιαφορία απέναντι στους πάντες και τα πάντα˙ τελικά, μία πλήρη αποκάλυψη κι επικράτηση του κυριότερου ίσως εθνικού χαρακτηριστικού μας: της ολοκληρωτικής απάθειας κι αβουλίας μας.

Πολλές ομοιότητες με τη Σοβιετική Ένωση της δεκαετίας του ’80, αλλά και μία (τουλάχιστον) ουσιώδης διαφορά: είναι αδιαμφισβήτητο γεγονός, ότι στη Σοβιετική Ένωση είχε επικρατήσει από πολύ νωρίς ένα στοιχείο υποκριτικής ‘επαναστατικής’ ρητορικής, το οποίο σύντομα κρυσταλλώθηκε σε μία κενή ουσιαστικού περιεχομένου κρατική προπαγάνδα. Πολύ σύντομα, παγιώθηκε μία τραγελαφική κατάσταση, στην οποία ο μεν κρατικός μηχανισμός αναλωνόταν στο να αναμασά τα κούφια προπαγανδιστικά του συνθήματα και στο να προσπαθεί να τα επιβάλλει στις μάζες, προσφεύγοντας πολύ συχνά στη βία και την κρατική τρομοκρατία, οι δε μάζες προσποιούνταν ότι συμμερίζονταν τα ‘ιδανικά’ που προέβαλλε αυτή η προπαγάνδα, ενόσω συσσώρευε μέσα του το μίσος προς το καθεστώς και την ίδια τη ‘σοσιαλιστική’[4] ιδεολογία. Μία κατάσταση, την οποία πολύ έγκαιρα ο Γκυ Ντεμπόρ είχε διαγνώσει και περιγράψει ως την ‘κοινωνία του θεάματος’:[5] τα πάντα στο όνομα του φαίνεσθαι. Ηγέτες-ανδρείκελα, πολίτες-μαριονέτες, συνθηματολογικά και ιδεολογικά πυροτεχνήματα, αλλά επί της ουσίας, αναπαραγωγή και διαιώνιση της παλαιάς τάξης πραγμάτων, με την κοινωνική της διαστρωμάτωση, τις εισοδηματικές της ανισότητες, την ανηθικότητα και  τη διαφθορά της.

Το παράδειγμα της Ελλάδας σ’ αυτόν τον τομέα, ωστόσο, υπήρξε και πάλι άνευ προηγουμένου, σε παγκόσμια κλίμακα: περισσότερο από ποτέ κι από οπουδήποτε αλλού, στην Ελλάδα, μία ιδεολογική διαπάλη, η οποία έπεισε για περισσότερο από μισό αιώνα τις μάζες για το ειλικρινές των προθέσεών της και για το δικαιολογημένο της γένεσης και διαιώνισής της, μία διαπάλη η οποία στοίχισε στη χώρα μία αιματηρή εμφύλια σύρραξη και τα μύρια όσα δεινά τής ολοσχερούς κατάρρευσης που ζούμε σήμερα, αποκαλύφθηκε, κυριολεκτικά εν μια νυκτί, ως ένα απλό φαντασμαγορικό ιδεολογικό πυροτέχνημα, ως ένα ακόμη ‘θέαμα’ κατά Ντεμπόρ – το πιο εντυπωσιακό όλων των υπόλοιπων ‘θεαμάτων’ που αδιάκοπα γεννά η ελληνική κοινωνία παντού γύρω μας˙ ως ένα κενό οποιουδήποτε περιεχομένου λεκτικό κατασκεύασμα, ως μία περίτεχνη σοφιστεία λαϊκιστικών και καιροσκοπικών κινήτρων και στόχων.

Η Ελένα Σεργκέγιεβνα στο Αγαπητή Ελένα εξακολουθεί μέχρι τελικής πτώσης να πιστεύει στα ιδανικά του Σοσιαλισμού, παρότι είναι ήδη σαφές, ότι όλα έχουν τελειώσει πια. Η ιδεολογία στη Σοβιετική Ένωση είχε και κάποιο έστω περιεχόμενο, πέραν της αδιαμφισβήτητης ‘θεαματικής’ ρητορικής που τη χαρακτήρισε από νωρίς. Δεκάδες εκατομμύρια άνθρωποι ταυτίστηκαν με αυτήν και προσπάθησαν μέχρι τέλους να την πραγματώσουν. Στην Ελλάδα όχι. Γι’ αυτό και η δική μας κατάρρευση είναι απόλυτη και τελειωτική. Το παρόν ιδεολογικό-αξιακό κενό δεν είναι δυνατόν να ακολουθηθεί από οποιαδήποτε άλλη – έμπλεα ιδεολογικού περιεχομένου – κατάσταση, εφόσον είναι πια σαφές, ότι κάθε νεοεμφανιζόμενη παραλλαγή των δύο βασικών ‘αντίπαλων’ ιδεολογιών θα είναι εξ ορισμού απλά και μόνο μία νέα φραστική διατύπωση, μία νέα ρητορική εκδοχή των παλιών συνθημάτων και άρα, θα υποκρύπτει κατ’ ανάγκη τις ίδιες, ανιαρά επαναλαμβανόμενες, μικροπολιτικές, μικρο-ατομικές επιδιώξεις των ίδιων πάντα ανθρώπων και του δυσώδους, ασφυκτικά στεγανοποιημένου χώρου  τους.[6]

Όμως η συζήτηση αυτή είναι μεγάλη και δεν μπορεί να αναπτυχθεί πλήρως εδώ. Σε κάθε περίπτωση πάντως, ούτε και το επίπεδο των παραλληλισμών και της αναζήτησης ομοιοτήτων μεταξύ της Σοβιετικής Ένωσης του τότε και της Ελλάδας του τώρα αποτελεί έναν ορθό τρόπο ανάγνωσης του έργου της Ραζουμόβσκαγια.

Τα πραγματικά αίτια της αποτυχίας του ‘Σοσιαλισμού’

Μία θαυμάσια εξήγηση του γιατί έχει αποτύχει συστηματικά μέχρι σήμερα κάθε επαναστατικό πείραμα μαρξιστικού προσανατολισμού βρίσκουμε στο βιβλίο Το Απάνθρωπο [L’Inhuman][7] του Ζαν-Φρανσουά Λυοτάρ (1924-1998). Ο Λυοτάρ εξετάζει τους λόγους για τους οποίους γενικά η Νεωτερικότητα φαίνεται να αναπαράγει τον εαυτό της χωρίς παραλλαγή, αέναα, παρά τις επανειλημμένες προσπάθειες τροποποίησής της, στα σημεία όπου διαπιστωμένα πάσχει. Χρησιμοποιεί δύο παραδείγματα, από τα οποία το πρώτο σχετίζεται με το Μαρξισμό: “Ο Μαρξ αναζητά την κρυφή λειτουργία τού Καπιταλισμού. Στην καρδιά της διαδικασίας της χειραφέτησης και της συνειδητοποίησης [του προλεταριάτου] τοποθετεί την παύση της διαδικασίας αποξένωσης της εργατικής δύναμης. Κατ’ αυτόν τον τρόπο πιστεύει, ότι έχει εντοπίσει κι αποκηρύξει το πρωταρχικό έγκλημα από το οποίο γεννάται η δυστυχία της νεωτερικότητας: την εκμετάλλευση των εργατών. Και, σαν να ήταν ντετέκτιβ, φαντάζεται, ότι αποκαλύπτοντας την ‘πραγματικότητα’ – δηλαδή την αστική κοινωνία και τα αστικά Οικονομικά – ως μία απάτη, επιτρέπει στην ανθρωπότητα να αποδράσει από τη μεγάλη της μάστιγα. Σήμερα γνωρίζουμε, ότι η Οκτωβριανή Επανάσταση πέτυχε, υπό την αιγίδα του Μαρξισμού, και ότι οποιαδήποτε άλλη επανάσταση επιτυγχάνει και θα επιτυγχάνει, στο να ανοίγει ξανά την ίδια πληγή. Ο εντοπισμός κι η διάγνωση μπορεί να αλλάζουν, όμως ή ίδια αρρώστια επανεμφανίζεται σ’ αυτό το ξανα-γράψιμο. Οι Μαρξιστές πίστεψαν, ότι εργάσθηκαν για την απο-αποξένωση της ανθρωπότητας, όμως η αποξένωση του ανθρώπου έχει επαναληφθεί σχεδόν απαράλλακτα”.[8]

Το Αγαπητή Ελένα μας παρουσιάζει μία κοινωνία, η οποία πάσχει από πολλές – εύκολα αναγνωρίσιμες και οικείες μας – ‘πληγές’, με ορατά συμπτώματα στον ψυχισμό των ηρώων του έργου, κυρίως των νέων. ‘Πληγές’ από τις οποίες γνωρίζουμε ότι έπασχε η όψιμη Σοβιετική κοινωνία κι οι οποίες, μέσα σε λίγα χρόνια αφότου γράφτηκε το έργο της Ραζουμόβσκαγια, θα την οδηγούσαν στην τελική πτώση: ένας ακόμη αιματηρός πόλεμος (στο Αφγανιστάν) – σε αντιδιαστολή με το αρχικά προβεβλημένο ‘σοσιαλιστικό’ ιδανικό της ειρήνης των λαών˙ έντονη ταξική διαστρωμάτωση – παρά τον επίσημο προγραμματικό στόχο τής εξάλειψης των τάξεων και των μεταξύ τους ανισοτήτων˙[9] έντονα ατομικιστική ιδεολογία – μετά από εξήντα και πλέον χρόνια καταναγκαστικού προσηλυτισμού στα σοσιαλιστικά ιδεώδη της συλλογικότητας και της καταστολής των εγωιστικών αισθημάτων του ατόμου, στο όνομα του κοινωνικού συνόλου και του κοινού καλού˙ η λατρεία του χρήματος, των υλικών αγαθών και της ατομικής επιτυχίας δεσπόζει – παρά τις διακηρύξεις του ‘σοσιαλισμού’ περί του εκμαυλιστικού χαρακτήρα τους και των επίσημων διακηρύξεων περί της απαλοιφής τους από την ανθρώπινη συνείδηση, μέσω του ‘σοσιαλιστικού’ προτσές˙ η εχθρότητα κι η επιθετικότητα μεταξύ των ανθρώπων κυριαρχούν – σε πείσμα των ιδεωδών της αλληλεγγύης, της συναδέλφωσης, της κατάργησης των κάθε λογής φραγμών και εμποδίων στις ανθρώπινες σχέσεις˙ ο αλκοολισμός, η παραίτηση, ο παραδοσιακός ρωσικός πεσιμισμός, ο τόσο γνώριμός μας από τα αριστουργήματα της ρωσικής λογοτεχνίας, καλά κρατούν – παρά τις επίμονες προσπάθειες του επίσημου ‘σοσιαλιστικού’ καθεστώτος για αισιοδοξία και ενεργή συμμετοχή των μαζών στο χτίσιμο του ‘σοσιαλισμού’.

Τί έχει συμβεί; Από το σύνολο των διακηρυγμένων ιδανικών που ενέπνευσαν την Οκτωβριανή Επανάσταση, ούτε ένα δεν φαίνεται να έχει πραγματωθεί, παρά τις ανυπολόγιστες θυσίες σε ανθρώπινες ζωές, εργασία και υλικούς πόρους. Όπως περίπου είχε συμβεί και με τη Γαλλική Επανάσταση. Όπως πιο πρόσφατα συνέβη και με την Κουβανική. Η προσπάθεια υπήρξε πραγματικά τιτάνια – ειδικά στην περίπτωση της Ρωσίας – και, εν πολλοίς, ειλικρινής. Ωστόσο, δεν τελεσφόρησε. Γιατί;

Διότι, η απλή λεκτική διατύπωση του στόχου, του ιδεώδους, ως επιθυμητού αντίθετου του υπαρκτού, δεν μπορεί ποτέ να καταργήσει το ίδιο το υπαρκτό, το οποίο ακριβώς αντιμάχεται. Αντιλαμβάνομαι αρχικά, ότι ως άνθρωπος, είμαι εκ φύσεως ένα ον ατομικιστικό, εγωιστικό, φιλάργυρο κλπ.: το γεγονός. Αποστασιοποιούμαι στη συνέχεια εσωτερικά από το γεγονός αυτό, αξιολογώντας το ως ‘ηθικά’ απαράδεκτο, ως ‘αντίθετο στην ανθρώπινη φύση’ χαρακτηριστικό, το οποίο θα πρέπει να ξεριζωθεί από μέσα μου: το ιδεώδες, ως εννοιολόγηση του υπαρκτού, του γεγονότος. Μένει μόνο να ονομάσω κατάλληλα την έννοια αυτή, ώστε να πείσω τον εαυτό μου, ότι έχω εκτοπίσει δια παντός το ‘ενοχλητικό’ γεγονός. Όσο πιο πομπώδης και ηχηρή μάλιστα η ονομασία που θα επιλέξω, τόσο μεγαλύτερος ο ενθουσιασμός, ο δικός μου και των μαζών, τις οποίες εν συνεχεία θα προσπαθήσω να κινητοποιήσω προς την επίτευξη της έννοιας-Ιδεώδους μου, π.χ.: ‘η Χειραφέτηση των Εργαζόμενων Μαζών, ‘η Κοινωνική Αλληλεγγύη’, ‘η Κοινωνικοποίηση των Μέσων Παραγωγής’, ‘η Κατάργηση της Ατομικής Ιδιοκτησίας’, ‘η Αταξική Κοινωνία’ κλπ. κλπ.

Με τα χρόνια, καμία από τις βαρύγδουπες αυτές έννοιες δεν γινόταν πραγματικότητα στη Σοβιετική Ένωση. Αντιθέτως, τα ίδια αυτά ανθρώπινα και κοινωνικά χαρακτηριστικά, τα οποία υποτίθεται πως θα καταργούσε ο ‘Σοσιαλισμός’, εντάθηκαν ακόμη περισσότερο, σε βαθμό που πλέον η τελική κατάρρευση ήταν αναπόφευκτη. Οι λεκτικές διακηρύξεις δεν φάνηκαν ικανές, για μία ακόμη φορά, να αναιρέσουν το γεγονός: ο άνθρωπος παρέμενε αυτό που ήταν και πριν την Οκτωβριανή Επανάσταση. Ένα ον που άγεται και φέρεται μηχανιστικά από την επιθυμία του για το περισσότερο, αναπόδραστα εγκλωβισμένο στο στενό ατομικό του εγώ, χωρίς – φευ – καμία δυνατότητα για συνειδητή εκ μέρους του  επέμβαση στον τρόπο με τον οποίο σκέπτεται και δρα.[10]

Η ενδελεχής ανάλυση, η λεπτομερής χαρτογράφηση των αιτίων των δεινών του Καπιταλισμού – όπως με εντυπωσιακό πραγματικά τρόπο την έκανε ο Μαρξ – δεν άρκεσε για την απελευθέρωση της ανθρωπότητας από αυτά, όπως σωστά παρατηρεί ο Λυοτάρ. Η διάγνωση της ασθένειας – για μία ακόμη φορά – δεν υπήρξε αρκετή για τη θεραπεία του ασθενούς. Οι αγαθές προθέσεις του γιατρού, η χαλύβδινη θέληση κι οι τιτάνιες προσπάθειες του ασθενούς αποδείχθηκαν ανεπαρκείς: “Προσπαθώντας κανείς να ανακαλύψει αντικειμενικά το πρωταρχικό αίτιο, σαν τον Οιδίποδα, ξεχνά, ότι η ίδια η θέληση να εντοπίσει τις απαρχές του κακού είναι φτιαγμένη κατ’ ανάγκη από επιθυμία. Διότι ανήκει στην ουσία της επιθυμίας, το να θέλει να απελευθερώσει τον εαυτό της από τον εαυτό της, γιατί η επιθυμία είναι κάτι το ανυπόφορο. Έτσι, νομίζει κανείς, ότι μπορεί να θέσει τέλος στην επιθυμία και να εκπληρώσει το τέλος της (αυτή είναι η αμφισημία της λέξης τέλος, στόχος και παύση: η ίδια ακριβώς αμφισημία δηλαδή με την επιθυμία)”, εξηγεί ο Λυοτάρ.[11]

Πρόκειται για ένα μηχανισμό, που μοιάζει αρκετά με τη ρωσική κούκλα-παιχνίδι Ματριόσκα (τη γνωστή μας ‘Μπάμπουσκα’): κάθε βήμα προς τα πίσω (ανοίγοντας τη μεγαλύτερη κούκλα και βρίσκοντας μέσα της μία άλλη μικρότερη), αποκαλύπτει μία νέα, πανομοιότυπη – απλά λίγο μικρότερου μεγέθους – κούκλα. Η διαδικασία επαναλαμβάνεται, μέχρις ότου φτάσει κανείς σε μία κατά πολύ μικρότερη, αλλά εξίσου πανομοιότυπη με την πρώτη, κούκλα.

Ό,τι ακριβώς συμβαίνει και σε κάθε διαδικασία αναζήτησης των αιτίων, κατά μήκος μίας μακριάς αλυσίδας αιτίων-αιτιατών. Όπως με την αναζήτηση του ‘πρωταρχικού κακού’ από το Μαρξ και τον εντοπισμό του στην αποξένωση της εργατικής δύναμης. Όπως με την αναζήτηση της απαρχής της νεύρωσης στο μακρινό τραυματικό συμβάν της παιδικής ηλικίας του ασθενούς, από το Φρόιντ.[12] Όπως με την αναζήτηση των αιτίων του εκτροχιασμού της Νεωτερικότητας από τους κριτές της και την προσπάθειά τους να την ξανα-γράψουν με βελτιωμένους όρους, όπως σωστά επισημαίνει ο Λυοτάρ. Σε κάθε διαδικασία αναζήτησης των αιτίων ενός προβλήματος με στόχο την επίλυσή του, φαίνεται πως συμβαίνει αυτό που o Νίτσε περιέγραψε ως την ‘αντιστροφή τής χρονολογικής σειράς αιτίου-αιτιατού’, δηλαδή τη σύγχυση του ‘αναλυτή’ ως προς το τί τελικά αποτελεί αίτιο και τί αιτιατό, την εναλλαγή αιτίων κι αποτελεσμάτων κατά την αναλυτική διαδικασία και, τελικά, την αδυναμία εύρεσης της επιθυμητής λύσης στο αρχικό ‘πρόβλημα’. Πρόβλημα, αναλυτής, αίτιο κι αιτιατό φαίνεται πως αποτελούν ένα κλειστό (εννοιολογικό) σύστημα, του οποίου τα συστατικά μέρη αλληλοεπηρεάζονται, εναλλάσσουν τους ρόλους τους μεταξύ τους και, μέσω αυτής της διαδικασίας, αυτοτροφοδοτούνται και ανατροφοδοτούν το κλειστό σύστημα το οποίο συναποτελούν.

Κι αυτό είναι ίσως το στοιχείο που περισσότερο σόκαρε με την αποτυχία του πειράματος του ‘Υπαρκτού’. Αυτό είναι που συνεχίζει να σοκάρει ακόμη και σήμερα: η ανάλυση υπήρξε όντως εμβριθής, ευφυής και εν πολλοίς σωστή.[13] Οι μάζες, τουλάχιστον στην αρχή, φάνηκαν να κατανοούν την αναγκαιότητα υπέρβασης του υπάρχοντος κοινωνικού και οικονομικού μοντέλου οργάνωσης και να επιθυμούν την (εφ)εύρεση κάποιου άλλου, καλύτερου. Τίποτε από όλα αυτά, ωστόσο, δεν λειτούργησε. Ο ασθενής συνέχισε να υποτροπιάζει διαρκώς, χωρίς κανένα σημάδι βελτίωσης, παρουσιάζοντας μία ολοένα και πιο αποκαρδιωτική εικόνα, μέχρι την τελική παράδοσή του. Η ίδια ‘πληγή’ άνοιγε και ξανάνοιγε συνεχώς, φτάνοντας μέχρι την τελική ακατάσχετη αιμορραγία και το άδοξο τέλος.

Ο Λυοτάρ έχει δίκιο: δεν αρκεί, ως ντετέκτιβ, να αποκαλύψεις την (καπιταλιστική) ‘πραγματικότητα’, όσο τερατώδης κι αν είναι αυτή – και είναι, δίχως καμιά αμφιβολία, – ώστε να την καταργήσεις. Δεν αρκεί να περιγράψεις το νόσημα σε κάθε του λεπτομέρεια, με έναν οσοδήποτε επιστημονικοφανή και βερμπαλιστικό λόγο, ούτε να διακηρύξεις λεκτικά μεγαλεπήβολους στόχους θεραπείας και τελικής υγείας – φέρ’ ειπείν, ‘η Τελική Ανάνηψη του Ασθενούς’ ή ‘οι Δυνάμεις της Υγείας και της Ζωτικότητας θα Θριαμβεύσουν’, – προκειμένου να επιτύχεις την επιθυμητή θεραπεία. Πρέπει κατά κάποιον τρόπο να μπορείς να διεισδύσεις με μεγάλη ευφυία και ταχύτητα στη ρίζα του προβλήματος, στα πραγματικά, αλλά βαθιά αίτιά του και να επέμβεις άμεσα, επιφέροντας την υγεία. Πέρα από τις προσπάθειες του γιατρού, πρέπει πρώτα από όλα εσύ ο ίδιος ως ασθενής, να κατανοήσεις άμεσα το γιατί νοσείς και να είσαι ικανός να αυτο-θεραπεύεσαι ανά πάσα στιγμή.[14] Χωρίς όμως ποτέ να αναπαράξεις την ίδια την ασθένεια από την οποία πάσχεις. Χωρίς να περιοριστείς σε ένα απλό ‘ξανα-γράψιμο’ – για να χρησιμοποιήσουμε τον όρο του Λυοτάρ – του ατομικού σου ιατρικού ιστορικού. Εάν το επαναλάβεις, θα νοσήσεις ξανά και ξανά από την ίδια αρρώστια!

Κι αυτό ακριβώς συνέβη με τα μεγάλα επαναστατικά και σοσιαλιστικά πειράματα του 20ού αιώνα. Όσο ο ίδιος ο άνθρωπος δεν άλλαζε – πρώτα και κύρια διότι δεν ήθελε ο ίδιος να αλλάξει[15] – κι όσο οι ηγεσίες που τον ‘καθοδηγούσαν’ βολεύονταν περισσότερο με το να τον αποτρέπουν πάση θυσία από το να αλλάξει, καμία μεταβολή σε οποιονδήποτε τομέα δεν ήταν βεβαίως δυνατή και, το μόνο που συνέβαινε τελικά, ήταν μία αέναη αναπαραγωγή συνθημάτων και κρατικής προπαγάνδας, την οποία, το μεν κράτος προσποιούνταν ότι επιδίωκε ειλικρινά, οι δε μάζες ότι συμμερίζονταν ολόψυχα κι ότι αγωνίζονταν να τη μετουσιώσουν σε πράξη. Στο τέλος, ολόκληρη η κοινωνία, κάθε θεσμός κι ‘ιδεολογία’, οι ίδιοι οι άνθρωποι, είχαν μετατραπεί σε εικονικές ολογραμματικές μαριονέτες, σε ένα ‘θέαμα’, όπως ευφυώς είχε προβλέψει από πολύ νωρίς ο Γκυ Ντεμπόρ. Η ίδια ‘μάστιγα’, η ίδια ‘πληγή’ επανα-γραφόταν συνεχώς, επί εβδομήντα συναπτά έτη, όπως το περιγράφει ο Λυοτάρ. Οι λεγόμενες ‘παραγωγικές σχέσεις’ αρνούνταν να μετασχηματισθούν, παρά τις όποιες προσπάθειες και διακηρύξεις. Η ιδανική, αταξική Κομμουνιστική Κοινωνία παρέμενε ένα ουτοπικό, άπιαστο όνειρο, ακριβώς όπως υπήρξε ιστορικά κι ο χριστιανικός παράδεισος.

Το σημαντικότερο όμως, ήταν ότι η υπεσχημένη απο-αποξένωση του ανθρώπου εκδηλωνόταν πεισματικά ως αυτό που πάντα υπήρξε: ως αποξένωση. Κι οι ρωσικές μάζες συνέχιζαν να κυλιούνται στην ένδεια, τον αλκοολισμό, την αποκτήνωση, όπως περίπου συνέβαινε και στην τσαρική Ρωσία, εκατό χρόνια πριν. Η τόσο τυπική ρωσική διαφθορά είχε μάλλον ενταθεί, παρά μειωθεί σε σχέση με την εποχή του Γκόγκολ και του Ντοστογιέφσκι. Και, καλά κρατεί μέχρι σήμερα, στη μετα-σοβιετική Ρωσία, πολλά χρόνια μετά την πτώση του Τείχους. Ο άνθρωπος δεν  μεταμορφωνόταν σε ένα ποιοτικά ανώτερο ον, ενάντια στους χρησμούς και τους ευγενείς πόθους. Παρέμενε δεμένος στον ίδιο ‘κτηνώδη’ νόμο της επιθυμίας, που τόσο είχε λοιδορηθεί από την επίσημη ιδεολογία και τώρα εκδικούνταν, επανερχόμενος δριμύτερος, απαιτώντας την αποκατάστασή του ως βασικού μηχανισμού που κυβερνά την ανθρώπινη μηχανή.

Ο Καπιταλισμός είχε προ πολλού νικήσει, ως το πρώτο κοινωνικό σύστημα στην Ιστορία του ανθρώπου, που είχε το θάρρος να αναγνωρίσει την κυριαρχία της επιθυμίας, αλλά και την πανουργία να αφήσει για τις μάζες ανοιχτή την πιθανότητα μίας μελλοντικής ικανοποίησής της, πέρα από ταξικούς ή άλλους περιορισμούς. Την ίδια στιγμή που η Σοβιετική νεολαία ονειρευόταν παντελόνια τζιν και αθλητικά παπούτσια που ποτέ δεν θα μπορούσε να αποκτήσει, το Δυτικό μάρκετινγκ αφειδώς τα προσέφερε στους νέους των καπιταλιστικών χωρών, έστω ως εικόνα κι ως πιθανότητα μόνο, αν όχι ως απτή πραγματικότητα (και σίγουρα όχι προσιτή σε όλους).[16] Το ακαταμάχητο πλεονέκτημα του Καπιταλισμού υπήρξε η αναγνώριση της πραγματικότητας των πιο ζωωδών χαρακτηριστικών και ορμών του ανθρώπου και κυρίως η αόριστη υπόσχεση της μελλοντικής ικανοποίησής τους για όλους ανεξαιρέτως, πέρα από περιττές ηθικολογίες και ιδανικά. Ο λόγος για τον οποίο νίκησε ο Καπιταλισμός υπήρξε ο ίδιος λόγος για τον οποίο απέτυχε ο ‘Υπαρκτός Σοσιαλισμός’.

Το Αγαπητή Ελένα της Ραζουμόβσκαγια μας μεταδίδει την εικόνα μίας κοινωνίας κι ενός ανθρώπου σε πλήρη αποσύνθεση, σε μία κατάσταση διαρκούς υποτροπιασμού στη βαρβαρότητα: “Ο μπαμπάς μου λέει, ότι αν κάποιος δεν παίρνει, πάει να πει ότι του δίνεις λίγα”,[17] δηλώνει ο αφελής και καλοκάγαθος Βίτια, περιγράφοντας τη γενικευμένη διαφθορά τού ‘λαδώματος’ και την ολοκληρωτική επικράτηση της ‘αξίας’ του χρήματος στη Σοβιετική κοινωνία.

Σε άλλο σημείο, ο Βαλόντια: “(βγάζει από τη βιβλιοθήκη και το δείχνει στους άλλους) Φοβερό βιβλίο αυτό. Στη μαύρη αγορά κάνει 15 ρούβλια”.[18] Η απαγόρευση, η λογοκρισία, ο κίνδυνος της τιμωρίας δεν ακύρωσαν βέβαια ούτε τους βασικούς νόμους της αγοράς, ούτε την ευνόητη λειτουργία του χρήματος ως μοναδικού ανταλλακτικού μέσου, ούτε την ελεύθερη – στο μέτρο του δυνατού – κυκλοφορία των προϊόντων της λογοτεχνίας και της σκέψης (ας θυμηθούμε τη Σαμιζντάτ). Απλά και μόνο ενέτειναν την αποστροφή του κόσμου κατά ενός ανελεύθερου και ξεροκέφαλου καθεστώτος και επίσπευσαν την πτώση του.

“Μα αυτό είναι ανήθικο!”, διαμαρτύρεται η Ελένα στις όλο και πιο έντονες πιέσεις των μαθητών να τους δώσει το κλειδί. Κι ο Πάβελ της απαντά: “(με απόγνωση) Μάλιστα. Ωραία. Φτάσαμε. Τώρα θα μας πείτε όλα αυτά τα μεγαλόπρεπα, κούφια λόγια που μας έχουν πρήξει τα συκώτια”.[19] Το χάσμα μεταξύ δύο διαφορετικών Σοβιετικών γενεών και, πολύ περισσότερο, η πλήρης αποτυχία του συστήματος να αλλάξει τους ανθρώπους προς την κατεύθυνση του ‘καλού’ και του ‘ηθικού’, σε όλο τους το μεγαλείο.

Και παρακάτω: “ΕΛΕΝΑ Σ. Σταματήστε το τσίρκο! Η ανήθικη συμπεριφορά σας φτάνει στα όρια της διανοητικής καθυστέρησης! – ΠΑΒΕΛ Όμως εμείς δεν αλλάξαμε συμπεριφορά, Ελένα Σεργκέγιεβνα, παρόλο που εσείς απογοητευθήκατε από ‘μάς”.[20] Παρά τους αυστηρούς στόχους, παρά τα ιδανικά, την πειθαρχία και την προσπάθεια, ο άνθρωπος παρέμεινε αυτό που πάντα υπήρξε.

Είναι το φίλτρο τής ιδεολογίας τής Ελένα Σεργκέγιεβνα αυτό που προβάλλει μία ιδεώδη κατάσταση, στην οποία ο άνθρωπος δεν είναι πια ο άνθρωπος που όλοι ξέρουμε, αλλά μία εξωραϊσμένη, εξιδανικευμένη – δηλαδή ιδεατή κι ανύπαρκτη – οντότητα, η οποία λειτουργεί βάσει της ‘ηθικής’ και της ‘καλοσύνης’ και όχι κυνικά και με βάση το ιδιωτικό συμφέρον: “ΠΑΒΕΛ Γενικά, όλοι οι ιδεολόγοι έχουν πολύ θολή εικόνα της πραγματικότητας”.[21] Και, τόσο εμείς, όσο κι η Ραζουμόβσκαγια, δεν μπορούμε να μην παραδεχθούμε, πως ο Πάβελ έχει κάποιο δίκιο. Θα ήταν ίσως πολύ πιο εποικοδομητικό να αναγνωρίσει κανείς την πραγματικότητα όπως ακριβώς είναι, χωρίς κανέναν απολύτως εξωραϊσμό, παρά να επιμένει να τη διαστρεβλώνει εξιδανικεύοντάς την. Στην πρώτη περίπτωση, υπάρχει ακόμη ίσως μία πιθανότητα – στη στιγμιαία αντίληψή της ως έχει – η πραγματικότητα όντως να μετασχηματισθεί. Στη δεύτερη, είναι καταδικασμένος να έχει την τύχη των διαδοχικών Σοβιετικών ηγεσιών: όσο πιο επίμονα προσπαθεί να επιτύχει το ιδεώδες μέσω ηχηρών λεκτικών κατασκευών, τόσο να απομακρύνεται από αυτό, εισπράττοντας διαρκή απογοήτευση από τις αλλεπάλληλες αποτυχίες του.

Όμως, οι μαθητές δεν έχουν αλλάξει συμπεριφορά. Παραμένουν οι ίδιοι. Όπως και όλοι παρέμειναν οι ίδιοι, καθ’ όλη τη διάρκεια του ‘σοσιαλιστικού’ εγχειρήματος: όντα κινούμενα από την επιθυμία, από τη λατρεία του χρήματος, από την ακαταμάχητη έλξη των υλικών αγαθών και απολαύσεων: ΛΙΑΛΙΑ Ευτυχία! (φωναχτά σαν να λέει το μάθημά της) Ευτυχία είναι να είσαι χρήσιμος στην κοινωνία. (με θυμό) Μιζέρια! Τη συνηθίσαμε όμως τόσο πολύ αυτή τη μίζερη ύπαρξή μας, που έχουμε σταματήσει πια και να την προσέχουμε! Η μάνα μου, για παράδειγμα, είναι βιβλιοθηκάριος και μια ζωή την ακούω να μου λέει: “Τις ανάγκες μας, Λιάλια, πρέπει να τις περιορίζουμε”. “Τις ανάγκες μας Λιάλια πρέπει να τις περιορίζουμε”. “Τις ανάγκες μας, Λιάλια …”.[22] Η έκρηξη της Λιάλια συνοψίζει το βασικό λόγο αποτυχίας του ‘σοσιαλιστικού’ πειράματος: η προσπάθεια κατασίγασης της πιο σημαντικής κινητήριας δύναμης της μηχανής ‘άνθρωπος’ – της επιθυμίας – δια του διανοητικά κατασκευασμένου αντιθέτου της (της ‘μη-επιθυμίας’), θα αποτυγχάνει αναγκαστικά στο διηνεκές.

Καμία ηθικολογία, κανένα δια της βίας επιβεβλημένο φιλοσοφικό ή ιδεολογικό σύστημα περί της αναγκαιότητας απώθησης της επιθυμίας, δεν πρόκειται να την εξαλείψει. Επιχειρώντας αφελώς να το επιτύχουν, Σοσιαλισμός και Νεωτερικότητα υποτροπίασαν ξανά και ξανά, επί έναν αιώνα σχεδόν, στην ίδια πάντα ασθένεια, μέχρι την τελική τους εξάντληση. Αυτή θα μπορούσε να είναι μία ορθή ανάγνωση του έργου τής Ραζουμόβσκαγια κι αυτό το βασικό μήνυμα που θα έπρεπε να προσλάβει ο αναγνώστης του.

Η παράσταση

Η σκηνοθέτις της παράστασης Ελένη Σκότη ακολουθεί τον – τυπικά ρωσικό – ρεαλισμό τού κειμένου της Ραζουμόβσκαγια, χωρίς ιδιαίτερες παρεμβάσεις, χωρίς περιττές υπερβολές και συναισθηματικές εξάρσεις. Αντίστοιχα κινούνται σε μετριοπαθείς τόνους, πιστά προς το όλο ύφος του κειμένου, τα σκηνικά της παράστασης, ο φωτισμός, τα κοστούμια των ηθοποιών. Η απλότητα – αλλά όχι απλοϊκότητα – του κειμένου αποκαλύπτεται έτσι με τον καλύτερο δυνατό τρόπο. Τα μηνύματα του έργου, ωστόσο, είναι πολλά και περίπλοκα, όπως έχουμε επιχειρήσει να εξηγήσουμε και, μέσω της παραπάνω απλότητας, της μετριοπαθούς στάσης και της φειδούς στα χρησιμοποιούμενα μέσα, τελικά, αναδεικνύονται πιο εύκολα, παρά τη μετέωρη αμφισημία τους, την οποία κι η Ραζουμόβσκαγια η ίδια έχει επιδιώξει συνειδητά στο κείμενό της.

Η Αριέτα Μουτούση αποδίδει επιτυχώς το ρόλο της συντηρητικής, παλαιών αρχών κι ιδεολόγου δασκάλας, η οποία παραμένει προσηλωμένη στα σοσιαλιστικά ιδανικά της, παρά τα προφανή σημάδια κόπωσης και ήττας του συστήματος.

Οι τέσσερις νεαροί ηθοποιοί καταφέρνουν να ενσαρκώσουν τα συναισθήματα θυμού, αμοραλισμού, κυνισμού, απαισιοδοξίας, που θα πρέπει να είχαν κυριεύσει τον πληθυσμό – ειδικά το νεότερο –  της Σοβιετικής Ένωσης, κατά την τελευταία δεκαετία της Ιστορίας της.

Ο Βαλόντια (Γιάννης Λεάκος) μας ‘ενοχλεί’ διαρκώς με την αυταρέσκεια καλομαθημένου γιου στελέχους του Κόμματος, του οποίου το μέλλον είναι εξαρχής εξασφαλισμένο, σε μία κοινωνία που απέχει μακράν τού να είναι αταξική.

Ο Πάβελ (Μιχάλης Πανάδης) καταφέρνει εξίσου επιτυχημένα να μας ‘εξοργίσει’ κατά διαστήματα, με το να θεωρεί πως η καλύτερη δυνατή επαγγελματική του αποκατάσταση είναι κεκτημένο δικαίωμά του, – ωθώντας μας σε αυτόματους παραλληλισμούς με το σύγχρονο ελληνικό παράδειγμα, – αλλά και με τη μάλλον επιφανειακή ψευδο-φιλοσοφική του προδιάθεση, κομμένη και ραμμένη στις δικές του εγωιστικές επιθυμίες.

Δεν μπορούμε να μην ταυτιστούμε συναισθηματικά, ξανά και ξανά, με τον τυπικά ρωσικό χαρακτήρα τού Βίτια (Χρήστος Κοντογεώργης), ο οποίος στο βάθος και εν αγνοία του, δεν είναι ακόμη σε θέση να αποδεχθεί εις ολόκληρο την απόλυτα κυνική κοσμοθεωρία του Βαλόντια.

Ενώ, εξίσου συμπαθής μάς είναι κι ο χαρακτήρας της Λιάλια (την υποδύεται με εντυπωσιακή δυναμικότητα και πειστικότητα η Ηρώ Πεκτέση), διότι ενσαρκώνει τη νέα γυναίκα της αναδυόμενης μετα-‘σοσιαλιστικής’ Ρωσίας, η οποία, με όλη της την τυπικά γυναικεία ροπή προς την ‘καλή ζωή’ και τις υλικές ανέσεις, αρνείται επίσης να παραδοθεί ολοκληρωτικά κι αδιαμαρτύρητα στον κυνικό και ανήθικο τρόπο ζωής που κηρύσσει ο Βαλόντια.

Αξιοσημείωτο είναι επί τη ευκαιρία το γενικότερο σχόλιο που κάνει η Ραζουμόβσκαγια για τον – επίσης τυπικά ρωσικό – ανδροκρατούμενο και μισογυνικό κόσμο που ενσαρκώνει ο Βαλόντια, προφανή θύματα του οποίου είναι η Λιάλια κι η Ελένα. Ο κόσμος αυτός όχι μόνο δεν έπαψε να υπάρχει επί ΕΣΣΔ, αλλά μάλλον εδραιώθηκε και, σίγουρα επιβίωσε, στη μετα-σοβιετική εποχή. Μία ακόμη επιβεβαίωση της διαπίστωσης του Λυοτάρ, ότι κάθε ειλικρινής προσπάθεια να ‘ξανα-γραφεί’ η Νεωτερικότητα – μέρος της οποίας υπήρξε το ‘Σοσιαλιστικό’ πείραμα – υπό την έννοια της βελτίωσής της και της απαλοιφής των αρνητικών χαρακτηριστικών της, είναι καταδικασμένη να καταλήξει σε μία πανομοιότυπη επανάληψή της.

Αυτό τουλάχιστον μένει προς το παρόν ως δίδαγμα από την εβδομηκονταετή Ιστορία της Σοβιετικής Ένωσης. Το αίτημα της ικανότητάς μας να υπερβαίνουμε τον εαυτό μας διαρκώς, εντοπίζοντας άμεσα τις παγίδες στις οποίες πιανόμαστε από τη μηχανική, αυτόματη επανάληψή του, – διότι τελικά περί αυτού πρόκειται, – δυστυχώς παραμένει.

 

 

 

Σημειώσεις

[1] Λουντμίλα Ραζουμόβσκαγια, Αγαπητή Ελένα, Αθήνα, Εκδόσεις Σοκόλη-Ομάδα Νάμα, 2017.

[2] Ό.π., σ. 53.

[3] Ό.π., σ. IX.

[4] Στο παρόν κείμενο χρησιμοποιούμε εισαγωγικά για τη λέξη Σοσιαλισμός και τα παράγωγά της, όποτε πρέπει να διαχωρίσουμε το ‘Σοσιαλισμό’ – όπως αυτός έγινε προσπάθεια να εφαρμοστεί στην πρώην ΕΣΣΔ και το Ανατολικό Μπλοκ – από το Σοσιαλισμό με την αρχική του έννοια. Παρότι δεν μπορούμε να είμαστε βέβαιοι για το κατά πόσο ο τελευταίος θα επικρατήσει κάποτε ως διάδοχο κοινωνικό σύστημα του Καπιταλισμού, ούτε καν για το κατά πόσο είναι εφαρμόσιμος στην πραγματική ζωή, ωστόσο, συντασσόμαστε με τη διατύπωση του Κορνήλιου Καστοριάδη, ότι: “Για μένα επαναστάτης θα πει να πιστεύεις ότι η ανθρωπότητα δεν έχει δώσει ακόμα, αυτά που θα μπορούσε ίσως να δώσει. Δηλαδή ένα καλύτερο, όχι τέλειο, εαυτό, από αυτόν που σήμερα παρουσιάζει” (Απομαγνητοφωνημένη συνέντευξη Τύπου που έδωσε στο Γαλλικό Ινστιτούτο Αθηνών, όπως είχε δημοσιευτεί στην Ελευθεροτυπία, το Φεβρουάριο του 1989. Διαθέσιμη στο:
http://www.lifo.gr/articles/arxeio_articles/158483).

[5] Γκυ Ντεμπόρ, Η Κοινωνία του Θεάματος, Αθήνα, Ελεύθερος Τύπος, 1990. Διαθέσιμο στα Ελληνικά: https://athens.indymedia.org/media/old/guy_debord_-_h_koinwnia_tou_qeamatoj.pdf

[6] Ίσως η απόλυτη αυτή ελληνική κενότητα, η μοναδική αυτή ‘ικανότητα’ της εξ υπαρχής απαξίωσης κάθε ιδεολογίας και αξίας, της αφαίρεσης κάθε νοήματος που αυτές μπορεί να περιέχουν, της απονοηματοδότησης και της μετατροπής τους σε ένα κενό λεκτικό κέλυφος, προς άγραν ιδιοτελών συμφερόντων, να εκφράζεται ιδανικά με τα λόγια του Κορνήλιου Καστοριάδη: “Ο Ροΐδης, που δυστυχώς λίγο διαβάζεται σήμερα, έλεγε ότι οι Έλληνες γελοιοποιούν τα πάντα. Μέχρι και τον βάκιλο του Κωχ γελοιοποίησαν. Ε, λοιπόν πιστεύω ότι στην Ελλάδα σήμερα έχει γελοιοποιηθεί και ο σοσιαλισμός και η βαρβαρότητα” (Καστοριάδης, ό.π.).

[7] Χρησιμοποιούμε τη μετάφραση του βιβλίου στα Αγγλικά: Jean-François Lyotard, The Inhuman, Stanford, California, Stanford University Press, 1991.

[8] Ό.π., σ. 28.

[9] Ο Πάβελ, ο Βίτια κι η Λιάλια φαίνεται να προέρχονται από οικογένειες που, στην Ελλάδα του σήμερα, θα ονομάζαμε μικροαστικές. Η οικογένεια της Λιάλια μάλιστα δείχνει να έχει περισσότερες συγγένειες με την εργατική τάξη. Αλλά κι η Ελένα Σεργκέγιεβνα ζει μία ζωή αρκετά στερημένη, ειδικά αφού αρρώστησε η μητέρα της. Αντίθετα, ο Βαλόντια μάλλον ανήκει σε μία πιο ισχυρή οικογένεια, με σημαντικές δικτυώσεις και οικονομική ισχύ, ίσως μία οικογένεια στελέχους του Κόμματος. Το δικό του μέλλον είναι εκ προοιμίου εξασφαλισμένο. Ξέρει ήδη, ότι θα φοιτήσει στο Ινστιτούτο Διεθνών Σχέσεων – το επονομαζόμενο ‘Χάρβαρντ’ της Ρωσίας – μία σχολή, στην οποία παραδοσιακά φοιτά η ρωσική ελίτ. Πρόκειται αναμφίβολα για μία απολύτως ταξική κοινωνία.

[10] Ο Καστοριάδης συμφωνεί με αυτήν μας τη διαπίστωση, αν και εμφανίζεται λίγο πιο αισιόδοξος ως προς τη δυνατότητα του ανθρώπου να αλλάζει τον εαυτό του: “Κατ’ ουσίαν ο άνθρωπος δεν είναι ένα αγαθό, αλλά τερατώδες ον, που όμως έχει τη δυνατότητα να αλλάζει τον εαυτό του” (ό.π., http://www.lifo.gr/articles/arxeio_articles/158483).

[11] Lyotard, The Inhuman, σ. 29.

[12] Για τα προβλήματα θεωρητικής-φιλοσοφικής φύσης που εμπεριέχονται σε κάθε ψυχαναλυτική διαδικασία, παραπέμπουμε στο: Ελευθέριος Μακεδόνας, Δραπετεύοντας από την Παγίδα της Ανθρωπότητας στον ‘Άγγελο Εξολοθρευτή’ (1962) του Λουίς Μπουνιουέλ, ο αναγνώστης, 26.2.2017, http://www.oanagnostis.gr/%CE%B4%CF%81%CE%B1%CF%80%CE%B5%CF%84%CE%B5%CF%8D%CE%BF%CE%BD%CF%84%CE%B1%CF%82-%CE%B1%CF%80%CF%8C-%CF%84%CE%B7%CE%BD-%CF%80%CE%B1%CE%B3%CE%AF%CE%B4%CE%B1-%CF%84%CE%B7%CF%82-%CE%B1%CE%BD%CE%B8%CF%81/

[13] Για να επικαλεστούμε και πάλι τον Καστοριάδη, στην ίδια συνέντευξη: “Από τον Μαρξ έχει μείνει η προσπάθειά του να συλλάβει την κοινωνία και την ιστορία και να τα συλλάβει ως πεδία πάλης. Κι έχει μείνει επίσης η επαναστατική του πρόθεση” (ό.π., http://www.lifo.gr/articles/arxeio_articles/158483).

[14] Για να συσχετίσουμε με την ελληνική πραγματικότητα και το αιώνιο εθνικό μας ερώτημα για το τις πταίει για τα δεινά της χώρας – οι ανίκανες και διεφθαρμένες ηγεσίες ή οι εξίσου ανίκανοι και διεφθαρμένοι πολίτες της, – πολύ σωστά και πάλι ο Καστοριάδης λέει: “Ας διευκρινίσουμε εδώ ότι αυτή η αποχαύνωση δεν απορρέει μόνο από τους κακούς κυβερνήτες. Αλλά κι από τους λαούς, που τους εκλέγουν και έχουν τα ίδια πρότυπα με αυτούς. Πρέπει να απαλλαγούμε από την κακή συνήθεια να θεωρούμε υπεύθυνο για κάθε τι κακό τους άλλους. Τους καπιταλιστές, τους γραφειοκράτες, τους πολιτικούς. Τους λαούς δεν πρέπει να τους βλέπουμε σαν μωρά, που τα  σέρνουν από τη μύτη. Είναι συνυπεύθυνοι και συνένοχοι. Αν η Ελλάδα είναι τέτοια που είναι σήμερα, αυτό δεν οφείλεται στον Παπανδρέου μόνο. Οφείλεται στους Ρωμιούς. Αυτοί τον ψήφισαν και τον ξαναψήφισαν κι όχι οι Νεοζηλανδοί” (ό.π., http://www.lifo.gr/articles/arxeio_articles/158483). Πόσο επίκαιρες ηχούν αυτές οι φράσεις του σήμερα!

[15] Ακριβώς επειδή, σύμφωνα με τον Καστοριάδη, οι λαοί δεν θα πρέπει να θεωρούνται ως ‘μωρά’ κι επειδή τελικά οι ηγεσίες, τα πολιτικά κινήματα, η Ιστορία η ίδια, διαμορφώνονται καθ’ ολοκληρίαν από τους ανθρώπους που τα δημιουργούν, η αποτυχία των ‘σοσιαλιστικών’ πειραμάτων του 20ού αιώνα οφείλεται αποκλειστικά και μόνο στην αδυναμία – ή στην απροθυμία – του παράγοντα ανθρώπου να αλλάξει δραστικά τον εαυτό του. Ο Καπιταλισμός διαιωνιζόταν εν μέσω επίμονης ‘σοσιαλιστικής’ προπαγάνδας, ενόσω ο άνθρωπος δεν αποποιούνταν από μόνος του και ειλικρινά, τα κτητικά, εγωιστικά, ατομικιστικά, εξουσιαστικά του ένστικτα. Αυτή τη γραμμή επιχειρηματολογίας έχουμε ακολουθήσει στο άρθρο: Ελευθέριος Μακεδόνας, Το (πραγμοποιημένο) Σύμπαν της Ταινίας Magical Girl (2014) του Carlos Vermut, ο αναγνώστης, 11.6.2017, http://www.oanagnostis.gr/16471-2/. Η επικράτηση του Καπιταλισμού σήμερα, επ’ ουδενί δεν σημαίνει κάποιο ‘τέλος της Ιστορίας’ (κατά Φουκουγιάμα), αλλά απλά και μόνο τη συνέχιση της Ιστορίας στο ίδιο βάρβαρο και απάνθρωπο – ή έστω, ατελές, κατά Καστοριάδη – μοτίβο.

[16] Ο Βασίλης Ραφαηλίδης – από το θάνατο του οποίου παρεμπιπτόντως, στις 8 Σεπτεμβρίου 2017, συμπληρώθηκαν δεκαεπτά χρόνια – γράφει σχετικά, στο Καπιταλισμός. Η κρυφή γοητεία της μπουρζουαζίας: “Πάντως, για πρώτη φορά με τον καπιταλισμό, και χάρη στη σωτήρια ανηθικότητά του (το λέω χωρίς ίχνος ειρωνείας) έγινε αντιληπτό από τον άνθρωπο πως ο Παράδεισος είναι δυνατό να υπάρξει σ ’ αυτή τη Γη” (Αθήνα, Εκδόσεις τού Εικοστού Πρώτου, 1991, σσ. 47 – 49. Αναφέρεται στο: http://www.imerodromos.gr/vasilhs-rafahlidhs/).

[17] Αγαπητή Ελένα, σ. 12.

[18] Ό.π., σ. 14.

[19] Ό.π., σ. 31.

[20] Ό.π., σ. 34.

[21] Ό.π., σ. 40.

[22] Ό.π., σ. 43.

Προηγούμενο άρθροΤο χρήμα ως μορφή τέχνης (του Κώστα Λαπαβίτσα)
Επόμενο άρθρο3ο Βραβείο Ευρωπαϊκής Ζωγραφικής Μουσείου Φρυσίρα

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ