Της Βαρβάρας Ρούσσου.
Τριάντα ποιήματα συναπαρτίζουν την τρίτη συλλογή της Άννας Γρίβα η οποία οικοδομεί με συνέπεια το ποιητικό της σύμπαν με γλωσσικό υλικό σταθερά αντλημένο από τον καθημερινό λόγο και εικονοποιΐα που επιχειρεί να συνενώσει το πραγματικό-βιωματικό με το φανταστικό, τον κόσμο των ανθρώπων με αυτόν των πουλιών. Στον κόσμο των ανθρώπων η εμπειρία της πραγματικότητας συνοδεύεται από το αίσθημα του πόνου και της απομόνωσης («Στα γάργαρα νερά», «Ένα λιγότερο»), τον ανεκπλήρωτο πόθο, την αναζήτηση («Προορισμός», «Γεωμετρία») και την απώλεια («Ο άλλος κόσμος», «Γλυκό του κουταλιού», «Το χωριό»). Παράλληλα, ποικίλες εμπειρίες και καταστάσεις συνδέονται με την ενηλικίωση και την συνειδητοποίηση του κόσμου που το άτομο προσπαθεί να ερμηνεύσει. Η μνήμη, τα ίχνη της ζωής που παρέρχεται, έχει έντονη παρουσία στη συλλογή: πρόσωπα και γεγονότα, τόποι και περιστατικά επανέρχονται σε ποιήματα της συλλογής.
Όμως η Γρίβα σε αυτήν τη συλλογή της, όπως και στην προηγούμενη (με τίτλο Οι μέρες που ήμασταν άγριοι) με τρόπο υπόγειο θέλησε να συνδέσει το ανθρώπινο με το ζωικό στοιχείο, ώστε αυτός ο ζωικός κόσμος να υπόκειται του ανθρώπινου, σαν να αποτελεί την αντανάκλαση μιας απωλεσθείσας αθωότητας ή ενός σύμπαντος όπου το καλό και το κακό, η χαρά και η λύπη διατηρούν τον αρχετυπικό χαρακτήρα τους. Αν και τα ερεθίσματα στην παρούσα συλλογή δεν προέρχονται παρά από τα κοινά ανθρώπινα βιώματα, η εικόνα ενός ζώου –και στην συλλογή αυτή η εικόνα ενός πουλιού που είναι παρόν και στο σχέδιο του εξωφύλλου- συχνά παρεισφρέει στο ποίημα όχι ως ξένο σώμα αλλά ως απόλυτα συμβατή αναφορά (Μετάξι ολομέταξο) ή ως μεταφορά («Πονηρή αλεπού», «Αδέσποτα στους ωκεανούς») γύρω από την οποίαν αρθρώνεται το ποίημα.
Ποια η σχέση λοιπόν του κόσμου των πουλιών με αυτόν των ανθρώπων; Πρόκειται για μια ουσιώδη διαφορά: την απουσία της μνήμης και του φόβου για το μέλλον και κυρίως για την απώλεια και τον θάνατο. Η επίκληση στο ποίημα «Κάλεσμα» επιβεβαιώνει την διαφορά και αναδεικνύει την ανωτερότητα των ζώων: απουσιάζει από αυτά η επίγνωση του τέλους. «Μνήμη/τρελό πουλί/ερωτεύεσαι/όλους τους απόντες» γράφει η Γρίβα στο ποίημα που ανοίγει την συλλογή, εισάγοντας την κύρια ορίζουσά της. Στο επιγραμματικό αυτό τετράστιχο η αίσθηση της ματαίωσης συνδυασμένη με τον κατηγορηματικό τόνο του τίτλου (Έτσι είναι τα πουλιά) υποβάλλει ήδη από την αρχή το αναπόδραστο του ανθρώπινου βίου. Συγκριτικά λοιπόν με την προηγούμενη συλλογή, καθώς τώρα διαρρέει τα ποιήματα η συνειδητότητα της βιωμένης απώλειας, είναι ορατός ο στοχασμός και, ως συνέπεια, η επικράτηση της αίσθησης για την αναπόφευκτη μοίρα των ανθρώπων. Ο διάχυτος λυρισμός, η χρήση υποκοριστικών (σαν να πρόκειται για αφήγηση παραμυθιού σε παιδί), στοχεύει στην εξισορρόπηση μεταξύ της θλίψης που προξενεί η επίγνωση του τέλους και της τρυφερότητας για το οριστικά χαμένο παρελθόν: «μην κόβεις κλαδιά/ τα σκουληκάκια κάθε βράδυ/ πλέκουν μεγάλες αλυσίδες/ για να σωθεί ο σκίουρος…μην κόβεις κλαδιά/ περπάτα γρήγορα περπάτα/δε θέλω να τρομάξεις/αν δεις το σκίουρο να πέφτει/ για έναν καρπό που υπάρχει μόνο/ στου θανάτου τον γερο-πλάτανο».
Καταληκτική κορύφωση πολλών ποιημάτων της συλλογής η σκιά του θανάτου ή για τον φόβο του θανάτου ανάγει εντέλει την άσκηση της ποίησης σε λόγο παραμυθητικό, όπως, πιθανώς, υπαινίσσονται οι τελευταίοι στίχοι του βιβλίου από το ποίημα «Αδέσποτα στους ωκεανούς»: «μήπως στεγνώσει κάποτε/του ανθρώπου ο πόνος»∙ στίχοι που ανακαλούν μια άλλη μελέτη θανάτου δια στόματος φώκης «σα νάχαν τελειωμό…». Με αφορμή αυτό το διακειμενικό στοιχείο, όπως και τον τίτλο «Γλυκό του κουταλιού» (ποίημα όπου συνυφαίνονται η νοσταλγική παιδική ανάμνηση με την επώδυνη εμπειρία του θανάτου προσφιλούς προσώπου) μπορούμε να κάνουμε λόγο για βιωμένες αναγνώσεις και υπόγειες οφειλές στην ύφανση των ποιημάτων της Γρίβα που γονιμοποιούν τα ποιήματα χωρίς να εκπίπτουν σε μίμηση.
Άλλη μια ποιητική συλλογή λοιπόν που πραγματεύεται την απώλεια στην έσχατη και οδυνηρότερη εκδοχή της, το θάνατο; Φαίνεται ότι αυτό ισχύει ως ένα σημείο. Όμως, η ιδιαιτερότητα της Γρίβα αποκαλύπτεται στον τρόπο που χειρίζεται το θέμα της: τη σύνδεση του έλλογου κόσμου των ανθρώπων με τον άλογο των πουλιών, δημιουργώντας μια έκκεντρη, πλάγια ματιά, εκθέτοντας το ποιητικό της σύμπαν με τρόπο σχεδόν παραμυθιακό, με την διπλή σημασία της λέξης (παραμύθι, μύθος και παραμυθία).
Η ποιήτρια γλωσσικά επεξεργάζεται την καθημερινή ομιλία προσεκτικά, χωρίς ακρότητες. Αν και αξιοπρόσεκτη είναι η αφηγηματικότητα αρκετών ποιημάτων της συλλογής: από το αρχικό «Ο άλλος κόσμος», το αμέσως επόμενο «Η χαρά της όσφρησης», έως «Το χωριό», μορφολογικά η ποιήτρια παραμένει στις ίδιες φόρμες της προηγούμενης συλλογής: ποιήματα σύντομα, κατανεμημένα, με τρόπο συνήθως σημαίνοντα, σε στροφικές ενότητες, με ελάχιστη χρήση σημείων στίξης, ώστε το τέλος του στίχου να λειτουργεί είτε ως κύρια παύση είτε ως εμπρόθετη διάσπαση του νοηματικού φορτίου του στίχου που ωθεί τον αναγνώστη σε επανανάγνωση. Επιπλέον, σε πολλά σημεία του βιβλίου, διακρίνεται η φροντίδα για την ρυθμικότητα των στίχων («Εις άτοπον», «Το παιδί και ο καβαλάρης»).
Φαίνεται ότι η Γρίβα κινείται στο ασφαλές πεδίο (εάν υποθέσουμε ότι η ποίηση έχει τέτοια πεδία) δοκιμασμένων ποιητικών ιδιωμάτων και τρόπων αναζητώντας και κατακτώντας σταδιακά την προσωπική φωνή της.
Ιnfo: Άννα Γρίβα, Έτσι είναι τα πουλιά, εκδόσεις Γαβριηλίδης, 2015