Τα παραμύθια των Grimm 200 (και πλέον) χρόνια μετά (της Σταυρούλας Γ. Τσούπρου)

0
562

 

 της Σταυρούλας Γ. Τσούπρου

 

 

Τον βασικό κορμό τού παρόντος τόμου αποτελούν τα Πρακτικά τού αντίστοιχου Διεθνούς Συνεδρίου που έλαβε χώρα στην Αθήνα το 2012 (με αφορμή τον εορτασμό των 200 χρόνων από την έκδοση των παραμυθιών των Jacob και Wilhelm Grimm), από τα οποία, πάντως, έγινε μία αυστηρή επιλογή, στην οποία προστέθηκαν και άλλα κείμενα, ελληνικά και μεταφρασμένα (πληροφορούμαστε ότι όλοι οι εδώ παρουσιαζόμενοι ξένοι ειδικοί εμφανίζονται στην ελληνική βιβλιογραφία για πρώτη φορά), «με κριτήριο τον εισαγωγικό τους χαρακτήρα στις παραμυθολογικές σπουδές και τη διεθνική οπτική τους», προκειμένου ο ανά χείρας τόμος να αποτελέσει «ένα εγχειρίδιο για τους μελετητές και φίλους των παραμυθιών». Βαρύνουσα θέση έχει εδώ «ως μελέτη–πλαίσιο» το, συμπεριληφθέν ως «Επίλογος», κείμενο του Καθηγητή Γερμανικής Λογοτεχνίας και συντάκτη τής τρίτης αναθεωρημένης έκδοσης του Διεθνούς Καταλόγου των Παραμυθιών (ATU) Hans-Jörg Uther, ενώ το συνολικό αποτέλεσμα οφείλεται στην δραστηριοποίηση και τον μόχθο ενός ευρέος φάσματος επιστημονικών και πολιτισμικών ειδικοτήτων, το οποίο λειτούργησε «ως ένα εργαστήρι συνεργασιών και ανθρώπινων σχέσεων, ακριβώς όπως τα ίδια τα παραμύθια».

 

Στο εισαγωγικό κείμενο του ομότιμου καθηγητή Μιχάλη Μερακλή (του οποίου η καθοδήγηση για τον θεωρητικό και ερευνητικό προσανατολισμό τού τόμου, μαζί με εκείνη τού Dan Ben–Amos, καθηγητή Λαογραφίας και Ασιατικών και Μεσανατολικών Σπουδών στο Πανεπιστήμιο της Pennsylvania, υπήρξαν καθοριστικές) γίνεται αναφορά, μεταξύ άλλων, στην αρχαία ελληνική λέξη «σύμβολο» και στην πολύ συχνή χρήση της από τον Πυθαγόρα και τους μαθητές του. Εικάζει, μάλιστα, ο Μιχάλης Μερακλής ότι για τις συμβολικές εκφράσεις του ο Πυθαγόρας αντλούσε από τις λαϊκές ρήσεις – δοξασίες (το ίδιο έκανε, γράφει, και ο Ηράκλειτος), καθώς έβλεπε ότι «η λαϊκή σκέψη μπορούσε να μπαίνει στην ουσία τού κόσμου και της ζωής», και τις μετέτρεπε «σε γενικές αρχές συμπεριφοράς για κάθε ασκούμενο σε μιαν ηθική, στωική ζωή» (στο πρόσφατο πόνημά του Τραγωδία και λαϊκός πολιτισμός στην αρχαία Αθήνα ο Μ. Γ. Μερακλής επανέρχεται εκτενώς σε παρόμοια ζητήματα). Ο μελετητής θυμίζει, εξάλλου, την εν γένει αισιόδοξη προοπτική τής λαϊκής λογοτεχνίας, σε αντίθεση με την απαισιόδοξη, κατά κανόνα, προσωπική λογοτεχνία.

Στο «Προλογικό Σημείωμά» της η Μαριάνθη Καπλάνογλου, αφού αναφερθεί στην ιστοριογραφική αναγωγή των ιδεολογικών ριζών τής Λαογραφίας στον Ευρωπαϊκό Διαφωτισμό, συνεχίζει με την αναφορά στην ένταξη των ίδιων των Grimm στο πνεύμα τής παράδοσης του Johann Gottfried von Herder, καθώς «αντιτέθηκαν στην κυρίαρχη, μεταξύ των λογίων, αντίληψη για τον λαό ως χονδροειδή όχλο (vulgus in populo) και προσπάθησαν να γεφυρώσουν αυτήν την απόσταση προσφέροντας στην αστική τάξη τής εποχής τους μια αποδεκτή μορφή τού «κατώτερου» λαϊκού πολιτισμού». Το έργο των Grimm καλύπτει τόσες θεματικές και πεδία, γράφει η ερευνήτρια, ώστε διαφορετικές επιστήμες να το αναγνωρίζουν ως αφετηρία τους (να σημειωθεί εδώ ότι, επί παραδείγματι, η διατήρηση ή η εκ νέου πρόσληψη της ιδιωματικής – λαϊκότροπης γλώσσας και αντίστοιχων στοιχείων τού ύφους σε ορισμένες παραλλαγές των παραμυθιών ήταν για την εποχή τους κάτι εντελώς καινούργιο). Από την άλλη, υπάρχουν συγκεκριμένες πρωτοποριακές αντιλήψεις τους για την αξία τού λαϊκού πολιτισμού που παρέμειναν, τελικά, στο περιθώριο των φιλολογικών επιστημών και δεν αξιοποιήθηκαν. Αυτό συνέβη, λόγου χάριν, με την αντίληψη του Jacob Grimm ότι «σε κάθε γνωστικό πεδίο, η πηγή τής γνώσης οφείλει να είναι όσο το δυνατό πιο διευρυμένη και να περιλαμβάνει όλες τις κοινωνικές τάξεις, τα μέσα διάδοσης και τις πολιτισμικές επιρροές αντί να βασίζεται σε στενά οριζόμενες έννοιες επικεντρωμένες στη γραπτή πνευματική παραγωγή μιας συγκεκριμένης κοινωνικής τάξης». Οι Grimm, που απέφυγαν να χαρακτηρίσουν τα παραμύθια που συγκέντρωσαν «γερμανικά», αναγνωρίζοντας εμμέσως τον διεθνή τους χαρακτήρα, διέθεταν ένα ολόκληρο δίκτυο ανταποκριτών και αφηγητών ποικίλης κοινωνικής προέλευσης (άνδρες και γυναίκες, από τις μεσαίες ή τις κατώτερες κοινωνικές τάξεις), ενώ τοποθετούνταν με σαφήνεια ως προς το ποιοι πίστευαν ότι ήταν οι θεματοφύλακες των παραμυθιών, της ποίησης του λαού (Volkspoesie): «ορισμένες κατηγορίες ανθρώπων όπως οι βοσκοί, οι ψαράδες και οι μεταλλωρύχοι – αυτοί έχουν μια εντονότερη σύνδεση με αυτά τα παραμύθια […] γενικά οι ηλικιωμένοι, οι γυναίκες και τα παιδιά» – «οι καλύτεροι αν όχι οι μόνοι ρήτορες της εποχής μας», όπως είχε ήδη πει ο Herder για τα παιδιά και τις γυναίκες τού λαού. Σε αυτό το πλαίσιο, η παιδικότητα, ταυτισμένη με την φυσική κατάσταση, δεν παραπέμπει μόνον σε μια συγκεκριμένη ηλικιακή κατηγορία αλλά στην μνήμη τής παιδικής ηλικίας που ενυπάρχει σε κάθε ενήλικο. (Παρεμπιπτόντως, για την παιδαγωγική σοφία των αδερφών Grimm, οι οποίοι συμπεριέλαβαν στην συλλογή τους, εκτός από μαγικά παραμύθια των οποίων οι ήρωες/ ηρωίδες εξαρτώνται από την βοήθεια των άλλων, και θρύλους και ευτράπελες αφηγήσεις, όπου οι ήρωες/ ηρωίδες είναι πραγματικοί κύριοι της μοίρας τους, γράφει και ο Max Lüthi στο βιβλίο του Το λαϊκό παραμύθι ως ποίηση, ενώ ο Herman Pong θεωρεί ότι τα παραμύθια των Grimm με γυναίκες ή κορίτσια ηρωίδες αντικατοπτρίζουν εντονότερα τη δημιουργική δύναμη και το βάθος τού ασυνείδητου σε σχέση με τα «αντρικά περιπετειώδη παραμύθια»).

Με τις εκδόσεις των Grimm γεννιέται, λοιπόν, ένα νέο λογοτεχνικό είδος, το παραμύθι για παιδιά (παλαιότερα το κοινό των λαϊκών παραμυθιών ήταν, κυρίως, ενήλικοι) με τον επακόλουθο «κοινωνικοποιητικό» του ρόλο, γεγονός το οποίο, ωστόσο, σταδιακά (σύμφωνα με την Nicole Belmont) μετάλλαξε τα παραμύθια, αναδεικνύοντας την επιφανειακή απλότητα και συσκοτίζοντας το κρυμμένο περιεχόμενό τους και, άρα, μετατρέποντας την παιδικότητα σε επίφαση παιδικότητας. Παρ’ όλα αυτά, εξακολουθούν να υπάρχουν (και ίσως, μάλιστα, να προκύπτουν και νέες) αντιστάσεις στην εργαλειοποίηση του παραμυθιού (δηλαδή, στην μετατροπή του σε «αξιοπερίεργη γραφικότητα», στην μουμιοποίησή του, στις απομιμήσεις του, όπως η «ντισνεϊκή ετοιμοπαράδοτη μαγεία»). Το παραμυθιακό είδος, γράφει η Καπλάνογλου, «παραμένει ένα παλλόμενο πεδίο έκφρασης της ουτοπίας, ευαίσθητο στις συλλογικές και ατομικές αναπαραστάσεις κάθε εποχής και κάθε κοινωνίας». Από την πλευρά της, η λαογραφική επιστήμη μελετά το παραμύθι ως ένα κράμα προφορικών και γραπτών παραδόσεων, αναγνωρίζοντας, ταυτόχρονα, την ανεξαρτησία τής προφορικής αφηγηματικής παράδοσης (την οποία εξακολουθεί να ερευνά και η οποία υπόκειται σε διαφορετικούς κανόνες, όπως, άλλωστε, η ίδια η Μαριάνθη Καπλάνογλου, ως διευθύντρια του Κέντρου Μελετών Καπλάνογλου γνωρίζει πολύ καλά) από την γραπτή. Όσο για την ανησυχία που έχει προκληθεί τις τελευταίες δεκαετίες σε ό,τι αφορά την διάλυση της ίδιας της έννοιας της συλλογικότητας, φαίνεται να αντισταθμίζεται από τα αποτελέσματα πρόσφατων ερευνών που ασχολούνται με την έννοια του λαού ως διαδραστικής συλλογικής ομάδας και οι οποίες εξετάζουν τους τρόπους με τους οποίους νέες συλλογικότητες δημιουργούνται και παλαιές ανασυγκροτούνται μέσα από πολιτισμικές συνέχειες, μνημονικές διαδικασίες, διαγενεακές μεταδόσεις και τραυματικές εμπειρίες.

Η προαναφερθείσα εδώ επιστημονική πολυφωνία απέναντι στο αντικείμενο «παραμύθι», για το οποίο, ούτως ή άλλως, η ήδη υπάρχουσα βιβλιογραφία είναι «θηριώδης», αντικατοπτρίζεται και στα 50 κείμενα–μελέτες τού ογκώδους αυτού τόμου, τα οποία οργανώνονται, πέραν των δύο προαναφερθέντων εισαγωγικών και του ενός επιλογικού κειμένου, στις ακόλουθες Ενότητες: α) «Συγκρότηση του παραμυθιού. Ο ρόλος των αδελφών Grimm»: στο πρώτο από τα έξι κείμενα εδώ, ο Dan Ben–Amos εγγράφει την διάσημη συλλογή των Grimm σε μία μακρά παράδοση λογοτεχνικών προσαρμογών τής προφορικότητας, στο δεύτερο, η Christine Shojaei Kawan θέτει το ζήτημα της νομιμοποίησης ή μη της πρωτοποριακής θέσης των αδελφών Grimm και στο τρίτο ο Francisco Vaz da Silva, για να περιοριστούμε σε αυτούς, εξετάζει το αν τα παραμύθια των Grimm μπορούν να θεωρηθούν λαϊκά β) «Οι αδελφοί Grimm και τα παραμύθια τους ανά τον κόσμο»: στα επόμενα έξι κείμενα εδώ εξετάζεται η διάδοση, η εκδοτική πορεία, η πρόσληψη και οι ποικίλες αλληλεπιδράσεις τής συγκεκριμένης συλλογής με την αντίστοιχη παράδοση (άλλων) χωρών/ περιοχών όπως η Καταλονία, η Ιαπωνία ή η Ελλάδα, αλλά και η παιδαγωγική διάσταση και χρήση των Παραμυθιών για τα παιδιά και την οικογένεια (Kinder– und Hausmärchen) γ) «Μεταπλασμοί τού παραμυθιού. Συγγενή είδη»: στα πέντε κείμενα της παρούσας Ενότητας συνεξετάζονται μύθοι, παραμύθια και θρύλοι με ιστορίες όπως, μεταξύ άλλων, εκείνη του Κανδαύλη, γνωστή από τον Ηρόδοτο, ή η ιστορία του Έρωτα και της Ψυχής, γνωστή από τον Απουλήιo δ) «Διάχυση παραμυθιακών στοιχείων σε άλλα είδη και αντιστρόφως»: στο πρώτο και εξαιρετικά ενδιαφέρον κείμενο αυτής της Ενότητας ο Βάλτερ Πούχνερ, αφού διαπιστώσει την γενικότερη έλλειψη στην Ελλάδα ερευνών που να εξετάζουν «τις χρήσεις και τις εφαρμογές στοιχείων τού λαϊκού πολιτισμού στις τέχνες και τις επιστήμες», εστιάζει στην νεοελληνική δραματουργία και επιλεκτικά ανιχνεύει εκεί την χρησιμοποίηση ορισμένων παραμυθιών των Grimm· ενώ στο τέταρτο κείμενο, και τελευταίο εδώ, ο Χρήστος Ζαφειρόπουλος πιάνει το νήμα τής, προερχόμενης από έναν αφηγηματικό πυρήνα αιγυπτιακής προέλευσης, ιστορίας τού «Μαθητευόμενου Μάγου» και, ξεκινώντας από τον διάλογο Φιλοψευδής τού Λουκιανού, όπου ο ελληνομαθής Σύρος συγγραφέας τού 2ου αι. μ.Χ. υποσκάπτει το κύρος τού προτύπου του, με σκοπό να καταδικάσει τους τερατολόγους αφηγητές και να αντιπαραθέσει στα δικά τους ψεύδη την δική του αληθώς φιλοσοφούσα και άρα παιδαγωγικά χρήσιμη μυθοπλασία, οδηγείται στην συνέχεια στο φερώνυμο ποίημα του Goethe, όπου προσεγγίζεται με χιουμοριστικό αλλά σαφή τρόπο το διαχρονικό ζήτημα του ανταγωνισμού τού νέου προς το παλιό, με την ευθύνη για την αποτυχία να βαραίνει αποκλειστικά και μόνον τον μαθητή και καθόλου την Αυθεντία, τον ειδικό, για να καταλήξει στην κινηματογραφική μεταφορά (αλλά και διασκευή) του ποιήματος στην ταινία κινουμένων σχεδίων Φαντασία τού Walt Disney ε) «Από την Τυπολογία των παραμυθιών»: στα παρόντα επτά κείμενα οι μελετητές επικεντρώνονται σε επιμέρους παραμυθιακούς τύπους ή παραμύθια· εδώ συγκαταλέγεται και το κείμενο του Δημήτρη Προύσαλη για τις προσωποποιημένες αναπαραστάσεις τού θανάτου στα παραμύθια των Grimm και τις αντίστοιχες ελληνικές παραλλαγές τους στ) «Παραμύθι και Παιδαγωγική. Λογοτεχνία και Παιδική Λογοτεχνία»: τα 12 κείμενα αυτής της, πολυπληθέστερης των άλλων, Ενότητας επισημαίνουν, κατά έναν τρόπο, την ισχνή παρουσία των παραμυθιών και των παραμυθολογικών σπουδών στην εκπαίδευση και, ταυτόχρονα, την έμφαση που, αντιστρόφως ανάλογα, ευτυχώς, δίνεται από την λαογραφική (και όχι μόνον) έρευνα στον σημασιολογικό πλούτο και στις πολλαπλές ερμηνευτικές διαστάσεις τού συγκεκριμένου αφηγηματικού είδους· μελετώνται, μεταξύ άλλων, εδώ οι έμφυλες διαστάσεις τής Σταχτοπούτας, όπως και οι ποικίλες διακειμενικές σχέσεις επώνυμων έργων τής Νεοελληνικής Λογοτεχνίας με συγκεκριμένα παραμύθια ζ) «Προφορική και μεταπροφορική αφήγηση, ΜΜΕ, Κόμικς»: τα επτά κείμενα αυτής της τελευταίας Ενότητας αποτελούν, το καθένα με τον τρόπο του, αλλά και συνολικά, την σύνδεση του παρελθόντος με το παρόν και το μέλλον, καθώς αναφέρονται τόσο στις παλαιότερες διαδικασίες συλλογής τού «τροφοδοτικού» αφηγηματικού υλικού των «προφορικών αρχείων» από τις τοπικές κοινότητες (διαδικασίες που υφίστανται έως σήμερα αν και με διαφοροποιημένη μεθοδολογία και θεωρητικές αρχές) όσο και στους σύγχρονους επαγγελματίες «έντεχνους»/ «έντεχνες» αφηγητές/ αφηγήτριες, όπως και στα νέα μέσα διάδοσης του παραμυθιού, δηλαδή, την μικρή και την μεγάλη οθόνη, τα επιτραπέζια παιχνίδια ρόλων και τα παιχνίδια των υπολογιστών, τα κόμικς για παιδιά και για ενηλίκους.

 

Στο χρονικό – γραμματολογικό πλαίσιο του ιστορικού ενδιαφέροντος για την λαϊκή ποίηση ως αυθεντική έκφραση, των ιδεών και της αντίστοιχης πνευματικής δραστηριοποίησης του ρομαντικού Herder, αλλά και της αναδυόμενης παιδικής λογοτεχνίας, ο υποτιμητικός χαρακτηρισμός τού όρου «παραμύθι» ως ασήμαντου και αναξιόπιστου αντικειμένου, τελικά, αντικαταστάθηκε από την σταδιακή, έστω, αναγνώρισή του ως λογοτεχνικού είδους. Σε αυτά τα συμφραζόμενα, η συλλογή των αδερφών Grimm, που υπήρξε ταυτόχρονα προϊόν και συνδημιουργός των εν λόγω συμφραζομένων, έθεσε, περαιτέρω, τα θεμέλια για την έρευνα των παραμυθιών, χάρη στην εμβρίθεια των συνοδευτικών σχολίων στις εκδόσεις τους. Ευρισκόμενοι, ωστόσο, πλέον, σε μία εποχή, όπου ιδίως τα παραμύθια τής εν λόγω συλλογής έχουν προσελκύσει προ πολλού την προσοχή ακόμη και ψυχαναλυτών, ψυχιάτρων–ψυχοθεραπευτών και φιλοσόφων, οφείλουμε να λάβουμε σοβαρά υπ’ όψιν την προειδοποίηση του Hans-Jörg Uther: «υπολανθάνει ο κίνδυνος να εργαλειοποιήσουμε τα παραμύθια ως αντικείμενα των δικών μας θεωριών και πεποιθήσεων».

 

info:

Μ. Γ. Μερακλής, Γ. Παπαντωνάκης, Χρ. Ζαφειρόπουλος, Μ. Καπλάνογλου, Γ. Κατσαδώρος (επιμ.),Το παραμύθι από τους αδελφούς Grimm στην εποχή μας. Διάδοση και ΜελέτηGutenberg, 2017

 

 

 

Προηγούμενο άρθροΣυμπόσιο: «Γιατί διαβάζουμε; Ο ρόλος του συγγραφέα & του βιβλίου τον 21ο αιώνα»
Επόμενο άρθροΟ Γιώργος Χειμωνάς κατά Χάρη. Ανοικτή επιστολή στον κ. Γιάννη Η. Χάρη (του Ευριπίδη Γαραντούδη)

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ