Της Κατερίνας Καρατάσου*
Ο Παπαθεοδώρου είναι ένας από τους καταξιωμένους και εξελισσόμενους συγγραφείς της σύγχρονης ελληνικής παιδικής και νεανικής λογοτεχνίας. Τα βιβλία του ξεχωρίζουν για την προσήλωση στη μυθοπλαστική διερεύνηση του θέματος της εξουσίας, τον συνδυασμό μυθιστορηματικών και αλληγορικών τρόπων αφήγησης, τη μαθητεία στις αστυνομικές ιστορίες, το μυστήριο, την κατασκοπία και τον κινηματογράφο –με καρπούς ευδιάκριτους στο επίπεδο της πλοκής– την αφηγηματική ευρηματικότητα και την τολμηρή συνομιλία με κλασικά κείμενα.
Εκ πρώτης όψεως υπάρχει κάτι απόκοσμο στα βιβλία του. Άλλα δυστοπίες κι άλλα αλληγορίες, από τη σκοπιά της δικής μας «πραγματικής πραγματικότητας» (: αυτής με την οποία αλληλεπιδρούμε) αποδεικνύονται με ανησυχητική ταχύτητα προάγγελοι πικρών εξελίξεων. Έτσι, σε δυστοπίες όπως το Μήνυμα (2001), Χνότα στο τζάμι (2007), οι Άρχοντες των σκουπιδιών (2011) ξετυλίγεται με ενάργεια μια «δυνητική πραγματικότητα», ένας πολιτικός εφιάλτης που προκλήθηκε από ανθρώπινες επιλογές, και που, σύμφωνα με τις συμβάσεις του είδους, παρουσιάζεται ως μετεξέλιξη της πραγματικής πραγματικότητας σε ένα «όχι πολύ μακρινό μέλλον». Κι εμείς αποχαλινωμένοι καλπάζουμε προς αυτά τα σκοτεινά οράματα που γεννούν η περιβαλλοντική υποβάθμιση, η αυτονόμηση της τεχνολογικής και οικονομικής ανάπτυξης και η χρεοκοπία του ανθρωπισμού (Το μήνυμα, 2001), η παρακολούθηση, η εκμετάλλευση της τρομοκρατίας για την κατάργηση της ελευθερίας (Χνότα στο τζάμι, 2007), η αποσύνθεση των αστικών κρατών και η οπισθοδρόμηση του πολιτισμού (Οι άρχοντες των σκουπιδιών, 2011).
Κάτι ανάλογο συμβαίνει και με αλληγορικού τρόπου βιβλία του αναφερόμενα σε διαδικασίες και καταστάσεις που ο μείζων ιστορικός κύκλος τους πιστέψαμε ότι έκλεισε, αλλά εκείνα επανέρχονται στο προσκήνιο, καθορίζοντας τη ζωή χιλιάδων οικογενειών: Το 2000 που πρωτο-κυκλοφόρησε η Σχολική παράσταση (1996, έπαινος της «Γυναικείας Λογοτεχνικής Συντροφιάς») λειτουργούσε (: αναγνωστικά) ως ιστορία μύησης στην ανάγκη ανθρώπινης υποδοχής των μεταναστών στην Ελλάδα, αφενός υπενθυμίζοντας τη ρατσιστική συμπεριφορά που υπέστησαν οι συμπατριώτες μας στις διαδρομές της ξενιτειάς (: η Ελληνίδα / ο Έλληνας ως αλληγορία του ξένου) και αφετέρου επικαλούμενη τα Πάθη του Χριστού (: ο Χριστός ως αλληγορία του ξένου), του θεατρικού έργου που ανεβαίνει στο γερμανικό γυμνάσιο όπου φοιτά ο Γιώργος Χρονόπουλος –κεντρικός ήρωας της ιστορίας, αφηγητής και πρωταγωνιστής της σχολικής παράστασης. Κι εμείς μετατρέπουμε ταχύτατα αυτό που μοιάζει να γράφτηκε ως αλληγορία των μεταναστευτικών παθών στην Ελλάδα και την Ευρώπη σε αλληγορία του μέλλοντος των Ευρωπαίων νέων του νότου –ίσως όχι μόνο.
Η Σχολική παράσταση όμως δεν επιδίδεται σε μάταιους θρήνους για την εξαντλημένη φιλαλληλία. Προικίζει τον ήρωα με μια προσγειωμένη αντίληψη και πρακτική, μάλλον ιδιότυπη δεδομένου ότι η περιπέτειά του «μεταθέτει» μερικώς τη βιβλική βιογραφία του Χριστού (: αυτός ο ρόλος του έχει ανατεθεί στο έργο). Η Σχολική παράσταση αλληγορεί τυπολογικά τα πάθη του Χριστού, στο επίπεδο της θεατρικής, της ονειρικής και της πραγματικής δράσης. Όσα συμβαίνουν στον Γιώργο στους εν λόγω κύκλους δράσης, παραπέμπουν σε συγκεκριμένα βιβλικά επεισόδια. Αναφέρουμε ενδεικτικά το μοτίβο των χεριών του Γιώργου σε διάταση, την εκδίωξη των εμπόρων από τον ναό (σ. 90-91), τον Πέτερ που τον απαρνιέται (σ.110), τον Ούντο που τον προδίδει (σ.112-113), το «ου γαρ οίδασι τι ποιούσι» (σ. 106), την “ανάληψη” του ίδιου και του Πάνου (σ. 124). Η σοφία που εκφράζει ο Γιώργος έγκειται στη διαίσθηση ότι είμαστε αδέλφια στην ανάγκη (σ. 17, 29, 54, 67 κλπ.). Ή για να θυμηθούμε το δίδαγμα της κοινωνίας της Ανάρες από τον Αναρχικό των δύο κόσμων (1974) της Le Guin: «Είναι ο πόνος που μας ενώνει. Δεν είναι η αγάπη. Η αγάπη δεν υπακούει στο πνεύμα και γίνεται μίσος όταν υφίσταται βία» (Parsec, 2008, σ. 369).
Ο Γιώργος Χρονόπουλος βέβαια αντιμετωπίζει μια κάπως ύπουλη, μικροαστική γαρ, ρατσιστική βία που σέβεται την κοσμιότητα του ρηχού κοινωνικού της περιβάλλοντος –παρόμοια με αυτήν που μέχρι πρόσφατα επιδεικνυόταν από μερίδα συμπατριωτών μας. Φοιτά σε ένα αρκετά καλό γυμνάσιο. Τόσο καλό ώστε οι γονείς που ενοχλούνται επειδή ο ρόλος του πρωταγωνιστή Χριστού δίνεται σε μετανάστη ξέρουν πώς να ελιχθούν στο πλαίσιο της πολιτισμένης νομιμότητας για να αποσοβήσουν την, κατά την αντίληψή τους, πρόκληση: «Έρχονται εδώ οι ξένοι, ζουν στις πόλεις μας, παίρνουν τα λεφτά μας, παίρνουν τις δουλειές μας, τώρα θα παίζουν και τους ρόλους μας; Ε όχι, αυτό δεν το ανέχομαι» (σ. 49). Ωστόσο στο φόντο της ιστορίας διακρίνονται τα παιδιά με τα κουρεμένα κεφάλια και τους αγκυλωτούς σταυρούς, που μαθαίνουν την αλφαβήτα του μίσους στην παρενόχληση ομηλίκων και “ξεσκολίζουν” συμμετέχοντας σε γενικευμένα επεισόδια ρατσιστικής βίας.
Στα δεκατέσσερα χρόνια που μεσολάβησαν ως την περσινή επανακυκλοφορία αυτού του αξιανάγνωστου βιβλίου (και πολλαπλώς αξιοποιήσιμου σε δράσεις και δραστηριότητες κοινωνικής ευαισθητοποίησης και πολιτικού γραμματισμού), η παράσταση των μεταναστευτικών παθών συνεχίζεται. Πρωταγωνιστές είναι τόσο συνάνθρωποί μας μετανάστες στην Ελλάδα που ξυλοκοπούνται, “εξαφανίζονται”, διώκονται ανηλεώς από το παρακράτος και στοιβάζονται σε σύγχρονα στρατόπεδα συγκέντρωσης όπως αυτό της Αμυγδαλέζας, όσο και συμπατριώτες μας που κατά χιλιάδες πλέον αισθάνονται τι ευλογία είναι «δια τον τόπον» η μετανάστευση, για να θυμηθούμε τον Κανελλόπουλο ή, επί το πολιτικώς ορθότερο, η «κινητικότητα» και η αναζήτηση εργασίας σε άλλες χώρες, λύση που ένθερμα συστήνει η καγκελάριος Μέρκελ. Ο κύκλος δεν έκλεισε· ελίσσεται σπειροειδώς σε ανώτερη κλίμακα και η παράσταση συνεχίζεται.
Βασίλης Παπαθεοδώρου, Σχολική παράσταση, Αθήνα, Καστανιώτης, 2013, σ. 124.
(*) Η Κατερίνα Καρατάσου είναι Επίκουρη Καθηγήτρια Πανεπιστημίου Frederick.