Της Ελένης Καρρά.
Στα 21 διηγήματα που απαρτίζουν τα Οχτωμισάρια, ένας άντρας και μια γυναίκα στροβιλίζονται: ο Σέργιος και η Άννα, η Άννα και ο Σέργιος – αποκομμένοι από τις σκληρές τους ρίζες, σημαδεμένοι πάντα από μοίρα παράξενη, διασχίζουν τον χρόνο, τον χώρο, τις χώρες – είναι οι ίδιοι και δεν είναι, ένας Σέργιος και μια Άννα, σ’ έναν ατέρμονο κινηματογραφικό, ποιητικό χορό.
Οxτωμισάρια: ήδη ο τίτλος μας προϊδεάζει για ένα σύμπαν κινηματογραφικό, φελινικό, συγχρόνως όμως και λίγο… «πειραγμένο», ή «μεθυσμένο» – είμαστε μέσα στον κόσμο της τέχνης αλλά κι αυτός είναι πλέον διαστρεβλωμένος, η τέχνη και ο έρωτας ευνουχίζονται και ακρωτηριάζονται, το ιστορικό παρόν βουτάει τις ρίζες του σε εμφύλιους σκοτωμούς και θανάτους, κι εκείνοι μοιάζει να ξαναβγαίνουν τώρα στην επιφάνεια και να στοιχειώνουνε τις λέξεις.
Αλλά όχι, δεν ξεκινήσανε όλα στους εμφυλίους και τους σκοτωμούς. Όπως υποπτευόμαστε ήδη από τον υπότιτλο στο διήγημα «Οχτωμισάρια», «ça a commencé comme ça» (έτσι άρχισε, ή έτσι ξεκινήσανε όλα) – όλα ξεκινήσανε μέσα σε μια κινηματογραφική αίθουσα, όλα ξεκινήσανε μέσα στην ίδια την τέχνη – το βιβλίο που διαβάζουμε έχει τις ρίζες του στις ταινίες, στα βιβλία, στην ποίηση, συγχρόνως όμως και στα άγρια τοπία της Πελοποννήσου, και στις άγριες ημέρες πριν από μας –ή, ενδεχομένως, και στις άγριες μέρες που ζούμε τώρα.
“Σε τούτο το αναποδογυρισμένο γυάλινο σύμπαν/ Το άφοβο σώμα μου
Αναγνωρίζει ως μόνο χρόνο τη γραφή”.
«Ξένες Γλώσσες» της Ελένης Μπουκαούρη
Έχει τις ρίζες του σε μια τρελή νεανική ηλικία, που όμως κατακερματίζεται σ’ έναν κόσμο στραμμένο προς το θάνατο.
Ο θάνατος είναι πολύ παρόν. Των ανθρώπων, των εποχών, των λέξεων. Οι λέξεις οδηγούν σε μια μετωπική σύγκρουση με την πραγματικότητα – ή μάλλον όχι, οι λέξεις αποτρέπουν τη μετωπική σύγκρουση με την πραγματικότητα. Δένουμε λοιπόν γερά τις λέξεις γύρω από τη μέση μας– οι λέξεις σώζουν ζωές… και μπαίνουμε στον πολυφωνικό κόσμο της Ελένης Μπουκαούρη
Από διήγημα σε διήγημα, έχουμε κάποια στοιχεία και κάποια πρόσωπα που επανέρχονται, άλλοτε ίδια και άλλοτε ελαφρά παραλλαγμένα – ο αδερφός –θείος –φίλος που φεύγει μετανάστης στην Αμερική ως εργάτης, ζωγράφος ή για μεταπτυχιακά, ο Πατέρας, η Μητέρα, ο μπλε άντρας, η κόκκινη βαλίτσα, τα σκαλωτά μαλλιά που ασημίζουν… Μοιάζει σα να έχουμε εμμονικές παραλλαγές της ίδιας ιστορίας, ή κοινούς τόπους που ξαναβρίσκουμε σε πολλές διαφορετικές ιστορίες – η αφήγηση θυμίζει ορχηστρική σύνθεση, με μια βασική μελωδία την οποία αναγνωρίζουμε σταθερά, αλλά που παίζει κάθε φορά και σε διαφορετικό tempo και με εναλλαγή οργάνων.
Από πίσω, ένα οξύ σφύριγμα διατρέχει τα κείμενα, αυτές οι μικρές ιστορίες σε ιτάλικς πίσω από τις κεντρικές αφηγήσεις – πρόκειται για κάποιες μικρές ιστορίες που η αφηγήτρια καταγράφει σ’ ένα παλιό λεύκωμα- που ανοίγουν ρωγμές και επιτρέπουν στον αναγνώστη να ρίχνει σύντομες ματιές στην άβυσσο – σ΄ ένα θρυμματισμένο, σκισμένο και εφιαλτικό κόσμο.
Γυναίκες που σέρνουνε ένα προπατορικό αμάρτημα, αυτοακρωτηριάζονται για να αποκόψουν τα αμαρτωλά μέλη, γυναίκες που αυτοκαταργούνται.
«Αυτά είμαι εγώ:
Λέξεις
Κομμένα χέρια
Κι ένα παλιό ποτάμι.»
(Από την πρώτη ποιητική συλλογή της Ελένης Μπουκαούρη, «Η γυναίκα με τα κομμένα χέρια»).
Ο ακρωτηριασμός της ύπαρξης, της ζωής, η έλλειψη, η ματαίωση, η αίσθηση της ξενιτιάς, της αποξένωσης, η αδύνατη φυγή, η αδύνατη ζωή, ο άνθρωπος ως απουσία, ή η απουσία μέσα μας – όλα αυτά είναι θέματα τα οποία είχαμε πρωτοσυνταντήσει στην ποίηση της Ελένης Μπουκαούρη σε συμπυκνωμένη μορφή , και τα οποία σκάνε κι εδώ, σαν σπόρια που εκρήγνυνται, πίσω από την πεζογραφική αφήγηση.
Το σπόρι όμως που απειλεί να εκραγεί με τη μεγαλύτερη ένταση, μολονότι παραμένει πειθαρχημένα τυλιγμένο στο κουκούλι της αφήγησης, είναι η ίδια η βία: η βία που εμπεριέχεται στις ανθρώπινες σχέσεις, η βία που μας ασκεί το σώμα μας, όταν αυτονομείται, όταν έχει αλλόκοτες αντιδράσεις, όταν μας υπενθυμίζει εντέλει πόσο φθαρτοί, ευάλωτοι, πόσο θνητοί είμαστε – τη βία που κυριαρχεί σ’ αυτόν τον κόσμο τον οποίο αδυνατούμε να ελέγξουμε, σ’ αυτή τη ζωή που αδυνατούμε να ορίσουμε, αλλά ακόμα και σ’ αυτήν την τέχνη, που αρνείται τελικά να μας σώσει…
«Όλη μου η ζωή σ’ αυτή τη φράση: «θέλω να φύγω, θέλω να φύγω, θέλω να φύγω. Αλλά τώρα ακούγεται σαν ερώτηση: θέλω να φύγω;» (από το διήγημα: Η κόκκινη βαλίτσα)
Σε αυτό το βιβλίο, διαπιστώνουμε ότι πέρα από την ποιητική διάσταση, η δημοσιογράφος Ελένη Μπουκαούρη, που γράφει καλά ελληνικά, χρησιμοποιεί τη γλώσσα με μαεστρία: παίρνει τη γλώσσα πολύ προσεκτικά, την πλάθει, την ακονίζει, αναπαράγει ιδιόλεκτους που εντάσσει στην αφήγηση – οι χαρακτήρες της αναδύονται και ζωντανεύουν μέσα από τις γλώσσες, δικές μας και ξένες…
Και συγχρόνως η γλώσσα προκαλεί – η γλώσσα είναι αγωνία – πώς να ονοματίσεις τον κόσμο, «αυτό που συνέβη, είπε ο καθηγητής, καλείται αστάθμητος παράγων» – το θέμα δεν είναι αυτό που ζούμε, αλλά πως το ονοματίζουμε, για να υπάρξει, για να το αναγνωρίσουμε, ενδεχομένως για να το αντέξουμε.
Η Ελένη Μπουκαούρη καταφέρνει να αποδώσει τα χρώματα του κόσμου, την απόχρωση των πραγμάτων, το ανεπαίσθητον του ήχου, ή της ανθρώπινης μοίρας…
Το βιβλίο αυτό θυμίζει ένα μπαούλο με ακυρωμένες αναμνήσεις, μια σειρά κορνίζες με παλιές φωτογραφίες και δίπλα, κιτρινισμένα αποκόμματα εφημερίδων – ένα προσωπικό cabinet of curiosities…
Στο φόντο, ακινητοποιημένες εικόνες – πίνακες –από ταβέρνες, καφενεία – το καφενείο του Φώτη, της Μωρίν, της Γιαννιτσέτα-Τζάνις μέχρι τα καφέ των μεγάλων μπουλβάρ – σαν πίνακες του Τουλούζ Λωτρέκ ή του Ντεγκά. Ένα βιβλίο φτιαγμένο από φωτοσκιάσεις…
…κι ένα ρολόι κολλημένο στις 8.30 – η ονειρική αίσθηση εντείνεται απ’ αυτόν τον σταματημένο χρόνο –οι καιροί αλλάζουν, τα χρόνια περνάνε, οι άνθρωποι γερνάνε, συγχρόνως όμως ο χρόνος είναι πάντα εκεί, σ’ αυτό το ενδιάμεσο, το λυκόφως, σ’ αυτόν τον φελινικό κινηματογραφικό ποιητικό χρόνο που μας επιτρέπει να πετάμε πάνω από τα πράματα.
Καθώς πίσω από τα βαριά μπάσα, την καταχνιά, τη μουντάδα και τη γραφειοκρατία, ελλοχεύει έτοιμη να ξεπεταχτεί πάντα μια βαθιά θαμμένη αλλά ζωντανή παιδική ηλικία, που οδηγεί τη γλώσσα σε ένα φρενήρες τελικό κρεσέντο …
info: Ελένης Μπουκαούρη, Οκταμισάρια, εκδόσεις Κέδρος