του Γιάννη Ν. Μπασκόζου
Γραμμένο στο ύφος των μεγάλων του αμερικάνικου αστυνομικού μυθιστορήματος, πιστό σε πραγματικά γεγονότα, με σφικτή δομή τα Μπλουζ του δολοφόνου σε ξαφνιάζουν ευχάριστα. Αστυνομική πλοκή με γκάγκστερ, διεφθαρμένους αστυνόμους και πολιτικούς, σε ένα Σικάγο της ποτοαπαγόρευσης στα 1928, που μαίνεται ένας πόλεμος όλων εναντίον όλων. Η μουσική των μπλουζ δένεται αξεδιάλυτα με ανεξιχνίαστες δολοφονίες, η μυρωδιά των σφαγείων με τις αναθυμιάσεις των παράνομων κατασκευαστηρίων αλκοόλ, το μίσος των αντιτιθέμενων συμμοριών με την ανημπόρια των φτωχών. Και πάνω από όλα δεσπόζουν δυο προσωπικότητες: ο δημοφιλής τρομπετίστας Λούις Άρμστρονγκ και ο διαβόητος γκάγκστερ που ελέγχει την πόλη, ο Αλ Καπόνε. Ο πρώτος βρίσκεται στην άνοδο της καριέρας του, ο δεύτερος στην δύση του.
Σε όλο το έργο δεσπόζει το soundtrack της πόλης. Ο Λούις Άρμστρονγκ έρχεται στο Σικάγο για να εδραιώσει την φήμη του. Είναι η εποχή που πειραματίζεται με τις φόρμες των σόλο και την χρονιά 1928 θα ηχογραφήσει το West end blues, έναν νεωτεριστικό δίσκο. Δεν είναι τυχαίο ότι η δομή του βιβλίου- τα κεφάλαια του- ακολουθούν τη δομή του τραγουδιού. Ο δημοφιλής τότε μαέστρος Πολ Ουίτμαν θα έρθει με την ορχήστρα του και τον περίφημο κορνετίστα Μπιξ Μπάιντερμπέκε στο Σικάγο και για πρώτη φορά μαύροι και λευκοί θα τζαμάρουν, μια παρασπονδία που το ρατσιστικό Σικάγο θα επιτρέψει να υπάρξει μόνο και μόνο χάρη στο μεγαλείο των δημοφιλών αυτών μουσικών.
Στο βιβλίο εξελίσσονται τρεις διαφορετικές ιστορίες. Μια πλούσια κληρονόμος εξαφανίζεται μυστηριωδώς και η μητέρα της αναθέτει σε δυο ντετέκτιβ, τον Μάικλ και την Άιντα, του διάσημου τότε γραφείου ιδιωτικών ερευνών Πίνκερτον, να την ανακαλύψουν. Ο Αλ Καπόνε υποψιάζεται ότι στην αυτοκρατορία του εγκλήματος που διευθύνει υπάρχει ένας προδότης και μετακαλεί από την Νέα Υόρκη έναν ξοφλημένο γκάγκστερ, τον Ντάντε, για να τον ανακαλύψει. Τέλος ένας λευκός γκάγκστερ βρίσκεται δολοφονημένος και ο φωτογράφος του εγκληματολογικού Τζέικομπ Ρούσο κάνει υπόθεση ζωής να τον ανακαλύψει. Οι τρεις ιστορίες κινούνται ανεξάρτητα σαν τα όργανα μια ορχήστρας όπου κάπου συμπλέκονται οι μελωδικές γραμμές για να χωρίσουν και πάλι και να καταλήξουν στο τέλος σε μία και μόνη μελωδία.
Οι ήρωες του Ray Celestin έχουν επίσης μεγάλο ενδιαφέρον, καθώς ο συγγραφέας ανακατεύει ορισμένα χαρακτηριστικά στοιχεία του αστυνομικού μυθιστορήματος. Ο κεντρικός ήρωας ντετέκτιβ Μάικλ δεν έχει καμιά σχέση με τους μοναχικούς ντετέκτιβ των Χάμετ και Τσάντλερ όπως ο Σαμ Σπέιντ ή ο Φίλιπ Μάρλοου , αντίθετα είναι παντρεμένος με μαύρη γυναίκα και έχει δύο παιδιά. Ο βιοπορισμός και η φροντίδα για την γυναίκα του είναι η προτεραιότητά του. Από την άλλη μεριά ο Ντάντε, ένας γκάγκστερ ταιριάζει περισσότερο με τους μοναχικούς ντετέκτιβ. Αν και άνθρωπος του υποκόσμου, έχει μια κάποια κουλτούρα, διαθέτει αξίες που τις προασπίζει, είναι συμπονετικός προς τους φτωχούς, αγαπά σαν τον καλύτερό του φίλο ΄έναν σκύλο. Το ίδιο μποέμ τύπος είναι και ο Τζέικομπ, ο φωτογράφος, που ερευνά από μόνος του την υπόθεση του φρικτά δολοφονημένου λευκού άντρα, με την υποψία ότι αυτός σκοτώνει μαύρες πόρνες. Οι γυναίκες δεν είναι μοιραίες αλλά φτωχές εργάτριες, πόρνες ή υποχείρια των αντρών. Ξεχωρίζει η Άιντα η βοηθός του Μάικλ, μια δυναμική μαύρη γυναίκα, που με την εξυπνάδα της και τη δυναμικότητά της αποσπά τον σεβασμό σε μια καθαρά αντρική κοινωνία. Ο συγγραφέας φωτίζει με βαθιά επεξεργασμένες πτυχές την προσωπικότητα του Αλ Καπόνε. Τον χαρακτήρα του, τον τρόπο που διοικεί την αυτοκρατορία του, τα προσωπικά του προβλήματα υγείας (η σύφιλη που αρχίζει και τον καταβάλλει σωματικά και πνευματικά), η σχέση του με τους άνδρες του, η πολιτική απέναντι στις αντίπαλες συμμορίες, η πάλη του με τον κάπο της Νέας Υόρκης Λάκυ Λουτσιάνο.
Η προσωπικότητά του Λούις Άρμστρονγκ δεσπόζει σε αρκετά κεφάλαια του βιβλίου. Από το πρώτο κεφάλαιο όπου ο παχύς τρομπετίστας παίρνει το τρένο από την Νέα Ορλέανη στριμωγμένος στο βαγόνι για τους εγχρώμους για να καταλήξει με μια κορνέτα και την χάρτινη βαλίτσα του στο Σικάγο έως την εμφάνιση του σε μια ταράτσα σε ένα λιγωτικά αισθησιακό πάρτυ για μαύρους και από εκεί στη περίφημη εμφάνισή του με την ορχήστρα του Ουίτμαν. Μια παλιά φίλη του θα τον δέσει σεναριακά με τον Αλ Καπόνε, τον γκάγκστερ που αγαπούσε την τζαζ.
Και πάνω από όλα υπάρχει το Σικάγο που προσπαθεί να αλλάξει αλλά αντιστέκονται όλες οι παλιές δομές του. Οι παραγκουπόλεις με τους εθνικούς θύλακες – ιρλανδικές, σλαβικές, ελληνικές, γερμανικές και εβραϊκές συνοικίες, οι οποίες έρχονται σε αντίθεση με τους ουρανοξύστες και τα πολυτελή ξενοδοχεία που σκίζουν με τις κορυφές τους τον ουρανό. Η φτώχεια, τα μικρά διαμερίσματα χωρίς θέρμανση όπου μένουν οι εργάτες στα σφαγεία έρχονται σε αντίθεση με τα υπερπολυτελή καταστήματα και την καταναλωτική μανία στην οποίαν έχουν επιδοθεί οι κατέχοντες τον πλούτο. Και μέσα σε όλα αυτά το μαύρο χρήμα που διαπλέκεται με πολιτικούς – αστυνομικούς- γκάγκστερ. Το παράνομο ποτό, όσο διαρκεί η ποτοαπαγόρευση, φέρνει τα πολλά λεφτά αλλά ήδη η μαφία προαισθανόμενη ότι έρχεται το τέλος αυτής της εποχής ετοιμάζει το νέο μεγάλο εμπορικό πρότζεκτ: τα ναρκωτικά. Αυτή είναι και η αιτία της διαμάχης των φατριών που θα χωρίσει παλιούς με νέους γκάγκστερ, τους μαφιόζους της Νέας Υόρκης – που αρχίζει και παίρνει τα σκήπτρα – από τον παλιό υπόκοσμο του Σικάγο.
Ο Ray Celestin, λονδρέζος σεναριογράφος, χειρίζεται με πολλή προσοχή το υλικό του. Αποφεύγει τις τερατολογίες, τα σεναριακά άλματα, τα γεγονότα που δεν εξηγούνται. Προχωρά με μικρά βήματα στο να οικοδομήσει το αφηγηματικό του χώρο, να τοποθετήσει σωστά και επιχειρηματολογημένα τους ήρωες του, να αποδώσει με φροντίδα το φως και το ημίφως της σκληρής εποχής του ΄30. Το ύφος του παραπέμπει σε όλους τους κλασικούς του αμερικάνικου μυθιστορήματος αλλά ταυτόχρονα είναι και δικό του. Και αυτό είναι το κατόρθωμά του, κάνοντας το βιβλίο του ένα ευχάριστο ανάγνωσμα.
info: Ray Celestin, Τα μπλουζ του δολοφόνου, μτφρ: Μαρία Ρόζα Τραϊκόγλου, Διόπτρα