Τα «Κυκλογραφήματα» της Κικής Δημουλά (της Δέσποινας Παπαστάθη)

0
918

της Δέσποινας Παπαστάθη

 

Τον Ιούλιο του 1961 άρχισε να εκδίδεται το μηνιαίο περιοδικό Ο Κύκλος του προσωπικού της Τράπεζας της Ελλάδος. Η έκδοσή του «ήταν θέλημα θερμό της τότε Διοικήσεως της Τραπέζης υπό τους Ξ. Ζολώτα και Γ. Πεσμαζόγλου»,[1] και «είχε τη λαμπρή τύχη να ανατεθεί εξολοκλήρου στον Νάσο Δετζώρτζη […]».[2] Το στίγμα του περιοδικού τίθεται ήδη από τον τίτλο του. Η έκδοσή του έρχεται να καλύψει ένα κενό επικοινωνίας και αλληλεπίδρασης ανάμεσα «στις τρεις χιλιάδες μέλη του κύκλου μας»,[3] τους υπαλλήλους της Τράπεζας. Τα στοιχεία της ταυτότητάς του συνιστούν οι προγραμματικές αρχές του, όπως αυτές διατυπώθηκαν στον πρόλογο με τίτλο «Το περιοδικό μας» του πρώτου τεύχους. Φιλοδοξία της συντακτικής επιτροπής ήταν:

«Να θέσει τις βάσεις μιας στενώτερης μεταξύ μας επαφής, και, […], να δημιουργήσει φιλικούς δεσμούς και πνευματική επικοινωνία ανάμεσά μας, αδιάφορο αν υπηρετούμε στην πόλη ή στο μακρινό χωριό, και ανεξάρτητα από τη θέση του καθενός μας στη βαθμολογική ιεραρχία της Τραπέζης. Αν αυτή η φιλοδοξία γίνει πραγματικότητα, τότε το περιοδικό μας θα έχει επιτύχει το σκοπό του».[4]

Για να επιτευχθούν οι στόχοι του περιοδικού, να αναπτυχθεί «το ωραίο κλίμα των πνευματικών και των φιλικών δεσμών»,[5] χρειαζόταν η συνεισφορά, η βοήθεια και η στενή συνεργασία «του καθενός από μας που πιστεύει στη σημασία της πνευματικής και της ψυχικής επαφής μεταξύ ανθρώπων που εργάζονται στο ίδιο ίδρυμα και μοχθούν για μια κοινή επιδίωξη. Και χρειάζεται ακόμα και κάτι άλλο: Αυτή η βοήθεια και η συνεργασία, που ο καθένας μας θα προσφέρει στο περιοδικό, να έχουν ως κίνητρο μιαν έφεση συνειδητή[6] προς αυτή την κατεύθυνση, και ως κριτήριο για τον καθορισμό του περιεχομένου τους την καλύτερη εξυπηρέτησή του. Ο σκοπός του περιοδικού μας θα εξυπηρετηθεί –ενώ παράλληλα και η έφεση για την επιτυχία του θα γίνεται κάθε μέρα και πιο συνειδητή– αν ο κάθε συνάδελφος, είτε επιστήμονας είναι, είτε λογοτέχνης, είτε καλλιτέχνης, αποφασίσει, από το πνευματικό του απόθεμα, να προσφέρει στους άλλους ό,τι καλύτερο μπορεί».[7]

Συγγραφείς του Κύκλου ήταν οι υπάλληλοι της Τράπεζας, καθώς και όσοι είχαν οργανική σχέση με αυτήν και γι’ αυτό η κυκλοφορία του γινόταν κυρίως μεταξύ τους, ανάμεσα στους ανθρώπους του κύκλου της. Η ύλη του περιοδικού ήταν ποικίλη:

«[…] μια επιστημονική μελέτη ή μια ελεύθερη γνώμη γύρω από ένα οποιοδήποτε θέμα, […] ένα έργο λογοτεχνικό ή μια ανάμνηση από τη ζωή μας στην Τράπεζα, […] ένα ανέκδοτο, μια περιγραφή, μια φωτογραφία. Μπορεί να είναι ακόμα και μια πρόταση γενικού ενδιαφέροντος, ή μια υπόδειξη που να αφορά ένα θέμα οργανωτικό και να αποβλέπει στη βελτίωση ενός τομέως της τραπεζικής εργασίας. Στην περίπτωση αυτή η συνεργασία θα καταλήγει για αξιολόγηση στην αρμόδια υπηρεσία της Τραπέζης».[8]

Επίσης, το περιοδικό διοργάνωνε λογοτεχνικούς, καλλιτεχνικούς και οργανωτικούς διαγωνισμούς, καθώς και «διαγωνισμούς πνευματικών ασκήσεων»,[9] στους νικητές των οποίων έδινε διάφορα χρηματικά βραβεία και επαίνους.

Τακτική συνεργάτιδα του Κύκλου ήταν η Κική Δημουλά, η οποία τα «οκτώ από τα “ευδόκιμα” είκοσι πέντε χρόνια» [10] που εργάστηκε «στην Τράπεζα της Ελλάδος τότε και όχι Ελλάδας σήμερα»,[11] ευνοήθηκε –όπως χαρακτηριστικά δηλώνει– να τα περάσει αποσπασμένη στο περιοδικό αυτό. Τα καθήκοντά της είχαν οριστεί από τον υπεύθυνο του περιοδικού, τον Νίκο Δετζώρτζη, και ήταν να καλύπτει τις στήλες «Κυκλογραφήματα», «Παρακυκλικές διασημότητες», «Με το Κυκλοσκόπιο». Παράλληλα, στο περιοδικό δημοσίευε ποιήματα και διηγήματα.[12] Τα πεζά κείμενα της Κικής Δημουλά ανήκουν σε μια ποικιλία μορφών και ειδών: ταξιδιωτικά κείμενα, in memoriam, στιγμιότυπα από την προσωπική αλλά και την εργασιακή καθημερινότητα της ποιήτριας με τη μορφή χρονογραφήματος ή σελίδας ημερολογίου ή ακόμη και έκθεσης πεπραγμένων, συνεντεύξεις από συναδέλφους ή προσωπικότητες της εποχής, εντυπώσεις από μουσικές ή θεατρικές παραστάσεις, εκθέσεις ζωγραφικής, γλυπτικής, κτλ., αμιγώς λογοτεχνικά κείμενα, όπως διηγήματα, αλλά και πεζά που αποτυπώνουν τον πλούσιο εσωτερικό της κόσμο, τις σκέψεις και τα συναισθήματά της, χαράσσοντας οδούς αυτοσυνείδησης. Η Δημουλά αναγνωρίζει ως δάσκαλό της τον Νάσο Δετζώρτζη, στου οποίου είχε τεθεί «υπό την καθοδήγηση της εκτυφλωτικής παιδείας του»,[13] και δεν διστάζει να παραδεχτεί τη δυσκολία του εγχειρήματος, καθώς

«Στην υποχρέωσή μου αυτή να γράφω, έμπαινε σφήνα ο άγραφος μεν αλλά εποπτεύων όρος, η γλώσσα που χρησιμοποιούσα και το νόημα που έδινα να είναι γλώσσα και νόημα ελαφρού περιπάτου και όχι εκτίναξη σε εξωφρενισμούς που τους φοβάται η αντίληψη. Ο κάθε ελαφρός περίπατος περνούσε από την έγκριση ή όχι, από τη διόρθωση ή όχι του δασκάλου μου Νάσου Δετζώρτζη».[14]

Άλλωστε, ομολογεί πως δεν γνωρίζει αν θα μονολογούσε ακόμα πιο τολμηρά, αφού το είδος, ο πεζός λόγος, δεν την ενδιέφερε, «ήταν πρόσκαιρο», μιας και νοιαζόταν μόνο στρατιωτάκια–στίχους να στείλει στον πόλεμο της γραφής.[15]

Στα ταξιδιωτικά κείμενά της η Κική Δημουλά μας μεταφέρει στους πραγματικούς ή ιδεατούς τόπους των καλοκαιρινών και όχι μόνο διακοπών, της ανάπαυλας από την καθημερινότητα της Τράπεζας. Ναύπλιο, Άνδρος, Δήλος, Βόρεια Εύβοια, Σκιάθος, αλλά και η κοντινή Καισαριανή, ή η μακρινή Βιέννη ή ακόμα μακρύτερα το θρυλικό ταξίδι του Gordon Cooper (1963) με το διαστημόπλοιο Mercury 7 κατά την ιστορική πτήση Faith 7 με τις 22 περιστροφές γύρω από τη Γη, είναι κάποιοι από τους τόπους στους οποίους περιηγείται η αφηγήτρια των πεζών αυτών. Η αφήγηση γίνεται κυρίως σε πρώτο πρόσωπο και η επιλογή αυτή «εξασφαλίζει στον συγγραφέα μεγαλύτερη αφηγηματική ελευθερία», αφού του επιτρέπει από τη μια την αναπαράσταση γεγονότων και καταστάσεων μέσα από την οπτική γωνία του αφηγητή–ήρωά του, «αλλά και την απόδοση της εσωτερικής, ψυχικής κατάστασης των προσώπων του».[16] Το «εγώ» της αφήγησης σε α΄ πρόσωπο «είναι περισσότερο ένα βιωματικό και λιγότερο ένα αφηγηματικό πρόσωπο»,[17] ενισχύοντας τη λειτουργία και τους μηχανισμούς της μνήμης στο έργο της Κικής Δημουλά.

Τα γρανάζια της μνήμης κινούνται με αφορμή μια τυχαία λέξη, ένα τυχαίο περιστατικό και φέρνουν στην επιφάνεια ξεχασμένες εικόνες, παραστάσεις και εμπειρίες. Στο πεζό με τίτλο «Μία ροπή και ταύτα πάντα…»,[18] η αφηγήτρια με αφορμή μια μόνο λέξη, το ρήμα «να προσκυνήσω» –που δήλωνε την επιθυμία του συνομιλητή της να επισκεφθεί, έστω και μέσα στο καταχείμωνο, τη Σκιάθο, αφού διάβασε ξανά τα έργα του Παπαδιαμάντη και γι’ αυτό θα ήθελε να τον «προσκυνήσει»– ξετυλίγει με αναδρομική αφήγηση ένα στιγμιότυπο από τις δικές της καλοκαιρινές διακοπές στο νησί του μεγάλου λογοτέχνη: Ένα απόγεμα τριγυρνώντας στα σοκάκια της Σκιάθου η αφηγήτρια βρέθηκε σε μια εκκλησία. Ήταν χτισμένη σε ψήλωμα και κυριαρχούσε απόλυτη ησυχία. Το σκηνικό το συμπληρώνει η παρουσία «δύο σκιαθίτικων κοριτσιών με τσεμπέρια, που ήταν καθισμένα εκεί δα, σ’ ένα βραχάκι, κι έγνεθαν μαλλί».[19] Η αφηγήτρια περιγράφει τα εσωτερικό της εκκλησίας, όπου ο «ευσεβής φωτισμός ασπαζόταν τις εικόνες, ευσεβές απόγεμα, καθισμένο στα πρεβάζια των παραθύρων».[20] Η περιγραφή συνιστά μια αφηγηματική τεχνική που μεταφέρει τις διαθέσεις και τις στάσεις μέσα από τις οποίες ο συγγραφέας αποδίδει τον γύρω κόσμο, όπως αυτός τον αντιλαμβάνεται: όμορφο ή άσχημο, ευχάριστο ή δυσάρεστο, χαρούμενο ή θλιμμένο,[21] καθώς συνιστά αφήγηση καταστάσεων. Η ματιά της αφηγήτριας σταματά πάνω στις εικόνες που στολίζουν τον ιερό χώρο:

«Οι κυρίες Παναγίες είναι φρεσκοθλιμμένες για ένα γλυκύ έαρ πούχει χαθεί εδώ και τόσους αιώνες. Ο Άη-Γιώργης σκοτώνει με το πάσο του και εξακολουθητικά το τέρας, και τ’ άλογό του είναι να το λυπάσαι με την τρομάρα που παίρνει, την εξακολουθητική».[22]

Η λεπτή ειρωνεία χρωματίζει τη φωνή της αφηγήτριας αναδεικνύοντας τον σκεπτικισμό της απέναντι στη σωτηριολογική διάσταση του μηνύματος των εικόνων, κύριο και καίριο χαρακτηριστικό της γραφής της Κικής Δημουλά.[23] Η προσοχή της θα στραφεί στη συνέχεια σε ένα πανεράκι, «απ’ αυτά που βάζουνε το πρόσφορο στις εκκλησίες κομμένο μπουκίτσες»,[24] το οποίο θα λειτουργήσει ως συνεκτικός κρίκος για την μνημονική αφήγηση του κυρίως επεισοδίου, ενώ η ματιά της στον χώρο συνιστά μιαν ηθική της όρασης, καθώς δηλώνει τι αξίζει να βλέπουμε και τι έχουμε δικαίωμα να παρατηρούμε.[25] Στο κέντρο, λοιπόν, της εκκλησίας μέσα σε ένα τέτοιο πανεράκι «γεμάτο μ’ ένα σωρό είδη λουλουδιών ψιλοκομμένων, αναπαυόταν μια νεκροκεφαλή, εντελώς αδιάφορη για τις μυρωδιές που την τριγύριζαν. Το απόγεμα διόλου δεν εταράσσετο από το θέαμα. Αντιθέτως. Έριχνε πάνω του κάτι θαυμάσια πορτοκαλιά χρώματα, σάμπως νάθελε να εξωραΐσει ένα τόσο αμείλικτο δεδομένο.» [26]

Η αφηγήτρια μας πληροφορεί πως με αφορμή αυτό το κρανίο κάθισε να σκεφθεί «διάφορα πράγματα, επιδιώκοντας να βλέπει ο Παντοκράτορας» πόσο σκεφτική που ήταν, δίνοντας στην ποιότητα του λόγου της μια ελαφρά χιουμοριστική διάσταση, στοιχείο που κυριαρχεί στο ύφος των πεζών κειμένων της Κικής Δημουλά. Την «ειδική ησυχία των μη ερευνωμένων πραγμάτων»[27] θα διακόψει η είσοδος στην εκκλησία ενός ζευγαριού, το οποίο αφού θαυμάσει και σχολιάσει τις εικόνες, αντικρίζοντας το περιεχόμενο του πανεριού, αρχικά θα αποτραβηχτεί με αποτροπιασμό. Ωστόσο, μετά το πρώτο ξάφνιασμα, η κοπέλα θα αναφωνήσει:

«Ξέρεις, θα είναι ο Παπαδιαμάντης! Βέβαια, εδώ θα είναι, αυτή θα είναι η εκκλησία. Το διάβασα στον Οδηγό, πως φυλάσσεται η κεφαλή του σε μια εκκλησία… Δεν μπορεί, αυτή θα είναι…».[28]

Συνεπαρμένοι οι δύο νέοι πλησίασαν «στις μύτες των ποδιών ευλαβικά προς την αθανασία»,[29] περιγράφοντας με διθυραμβικά λόγια το γυμνό κρανίο:

«–Τι μεγάλο μέτωπο! Θαυμάσιο! –Μα κοίτα δεν είναι σα να στοχάζεται κάποιο καινούργιο διήγημα; –Τι έκφραση, Θεέ μου, τι μελαγχολία! –Ναι, ναι, νομίζεις πως ακόμα μπορεί να βλέπει! –Έχει και μια αλλόκοτη λάμψη… –Αυτό το μέτωπο, καταπληκτικό!»[30]

Μάλιστα, η κοπέλα δε διστάζει να πάρει μέσα από το πανεράκι ένα λουλουδάκι, το οποίο θα είναι σα να έχει χειρόγραφό του. Την έκσταση των δύο προσκυνητών διακόπτει η είσοδος στην εκκλησία μιας γυναίκας, ντόπιας, βαριάς στο βάδισμα και την ηλικία. Η γυναίκα προχώρησε προς το πανεράκι με τη νεκροκεφαλή, παραμερίζοντας τους δύο τουρίστες–προσκυνητές και άρχισε να τακτοποιεί τα λουλούδια μέσα σε αυτό, μονολογώντας:

«Αχ, καημένε Στέφε, τι να σου κάμω, ποτέ σου δε μ’ άκουσες, ποτέ σου, τι να σου κάμω…».

Το άδοξο όνομα σε πλήρη αντίθεση με το ένδοξο του Παπαδιαμάντη διέλυσε οριστικά τον εκστασιασμό των δύο νέων, γκρεμίζοντας συθέμελα τις προσδοκίες που γεννήθηκαν από το υποτιθέμενο ιερό προσκύνημά τους. Η ειρωνική ματιά της αφηγήτριας αποδομεί την επιθυμία για αθανασία, έστω και πλασματική μέσω ενός λουλουδιού που μετωνυμικά παραπέμπει στην τέχνη της γραφής, τονίζοντας εμφατικά το πεπερασμένο της ανθρώπινης ύπαρξης, την ισότητα όλων απέναντι στην ισχύ του θανάτου. Η καταληκτική φράση της αφηγήτριας «Καημένε Στέφε… Τι να σου κάμω;» μετουσιώνει την ειρωνική θεώρηση των πραγμάτων, προβάλλοντας τη φθορά και τον θάνατο ως τη μόνη απτή πραγματικότητα που χαρακτηρίζει ανώνυμους και επώνυμους. Η αφήγηση της ταξιδιωτικής εμπειρίας μετατρέπεται, κατά αυτόν τον τρόπο, σε αφήγηση μέσα από την οποία η περιηγήτρια εξερευνά όχι το τοπίο και τα αξιοθέατά του, αλλά τον ίδιο τον εαυτό της, την υποκειμενικότητά της σε σχέση με θεμελιώδη υπαρξιακά ερωτήματα.[31]

Στη στήλη «Κυκλογραφήματα» η Κική Δημουλά σκιαγραφεί, επίσης, τη ζωή στην Αθήνα της δεκαετίας του ’60, τους δρόμους και τα σοκάκια της μαζί με την ανθρωπογεωγραφία της. Ένα ερωτευμένο ζευγάρι κάτω από το παράθυρο του σπιτιού της αφηγήτριας, οι εργάτες μιας οικοδομής, ο φτωχός νεαρός λαχειοπώλης, η εργαζόμενη μητέρα, ο ταξιτζής, η νοικοκυρά που σιδερώνει και μονολογεί για το αδιέξοδο των συναισθημάτων και του γάμου της, ένα τυχαίο ζευγάρι στον θερινό κινηματογράφο, η γειτόνισσα μοδίστρα, η μητέρα του Σταύρου Ξαρχάκου ή διασημότητες της μουσικής και του θεάτρου της εποχής, αλλά και οι αγαπημένοι νεκροί, καθώς και μια πληθώρα άλλων μορφών τοποθετημένες στον χώρο του γραφείου, στην πλατεία Συντάγματος, στην πλατεία Κυψέλης, στο Μουσείο Μπενάκη, στο σπίτι του πολυτάλαντου συναδέλφου από την Τράπεζα, στο πατρικό σπίτι, στον Εθνικό Κήπο κτλ., συμπληρώνουν με την παρουσία τους το πολύχρωμο ψηφιδωτό του αθηναϊκού αστικού τοπίου της εποχής.

Η γραφή της Κική Δημουλά στα «Κυκλογραφήματα», παρά την ποικιλία των ειδών και την ανομοιομορφία των πεζών κειμένων, διακρίνεται από τη χιουμοριστικά λοξή, που αγγίζει πολύ συχνά τα όρια της ειρωνείας, ματιά της πάνω στα πράγματα και τους ανθρώπους, τον διαρκή προβληματισμό της για το εφήμερο της ανθρώπινης φύσης, την αθανασία ή μη της τέχνης, τη φθορά των συναισθημάτων, αλλά και από την αναγνώριση, τον σεβασμό και τον θαυμασμό προς τα επιτεύγματα των τότε συναδέλφων της, όσο πρόσκαιρα και αν είναι αυτά μέσα στη ροή του χρόνου. Η δική της παρουσία και η σημαντική προσφορά της στο πνευματικό και πολιτιστικό έργο του κύκλου της Τράπεζας της Ελλάδος, στην «κοινή συνείδηση και το χρέος όλων […] για την προκοπή του»,[32] δεν πέρασε απαρατήρητη, αλλά απαθανατίστηκε μέσα από τον φακό των Κυκλοφωτογραφιών, ο οποίος συνέλαβε τη μορφή της με καθαρότητα και ευαισθησία:

«Για καλή μου τύχη είναι μόνη στο γραφείο της. Λέμε κάτι, –προσπαθώ να ιδώ το χαμόγελό της, που δε φαιδρύνει το πρόσωπό της και πολύ συχνά. Αυτή τη δουλειά, όπως και πολλές άλλες, την έχουν αναλάβει τα μάτια της, και νομίζω πως την καταφέρνουν περίφημα. Αυτό συμβαίνει βέβαια άμα της αγγίξεις με καλοσύνη κάποια χορδή της καρδιάς της. Είναι καθισμένη στο γραφείο της, έχει σκορπισμένα εμπρός της κάτι μισογραμμένα χαρτιά, ένα μολύβι στο ένα χέρι, που είναι μπλεγμένο στα μαλλιά της, –έτσι κάνει πάντα όταν σκέπτεται,– κι’ ένα τσιγάρο στο άλλο. Και τώρα, κλεφτά πάντα, ας δω κάπως περισσότερο το πρόσωπό της. Μήπως δεν είναι το πρόσωπο όλο το είναι του ανθρώπου; […]

Μάτια έγινε όλο της το πρόσωπο. Κι αυτά τα μάτια έπαψαν να κοιτάζουν έξω και χάθηκαν στης ψυχής της τα βάθη. Με ξέχασαν, κι’ όλο μεγάλωναν από λογισμό και γλύκαιναν από πόνο, κι’ έγιναν πιο μαύρα, σαν την άβυσσο της ανθρώπινης καρδιάς. Την ακολουθώ στο απόμακρο κι’ απόκοσμο αυτό ταξίδι της. Κι’ εκεί μου αποκαλύπτεται μια ψυχή ανικανοποίητη, ευγενική και λεπτή, που δεν μπορούν καλά–καλά μήτε οι δικοί της να την καταλάβουν, πόσο μάλλον οι άλλοι…»[33]

 

 

 

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ:

 

[1] Κική Δημουλά, «Επίλογος», στο: Εκτός σχεδίου, Ίκαρος, Αθήνα 2005, σ. 10.

[2] Ό.π., σ. 10.

[3] Συντακτική επιτροπή, «Το Περιοδικό μας», Ο Κύκλος, τχ. 1, Ιούλιος 1961, σ. 1.

[4] Ό.π., σ. 1.

[5] Ό.π., σ. 1.

[6] Η υπογράμμιση είναι του συντάκτη του κειμένου.

[7] Ό.π., σ. 1-2.

[8] Ό.π., σ. 2.

[9] Ό.π., σ. 2.

[10] Κική Δημουλά, «Επίλογος», ό.π., σ. 10.

[11] Ό.π., σ. 10.

[12] Κάποια από τα πεζά κείμενα της Κικής Δημουλά που έγραψε για το περιοδικό, δημοσιεύτηκαν, με κάποιες αλλαγές, το 2004 στο βιβλίο με τίτλο Εκτός σχεδίου, (Ίκαρος, Αθήνα 2004), καθώς και στο Αναμνηστικό τεύχος του περιοδικού Ο Κύκλος, που εξέδωσε η Τράπεζα της Ελλάδας με αφορμή την εκδήλωση της 8ης Νοεμβρίου 2013, προς τιμήν της «μεγάλης ποιήτριας και πρώην συναδέλφου Κικής Δημουλά». Βλ. Ο Κύκλος. Κική Δημουλά, Αναμνηστικό Τεύχος, Νοέμβριος 2013, (Συντακτική επιτροπή: Π. Παναγάκης, Ε. Δημουλά, Ι. Δαβιλά, Ν. Δουγέκος, Μ. Γενιτσαρίου, Χ. Λιναρδάκη), Τράπεζα της Ελλάδος-Κέντρο Πολιτισμού , Έρευνας και Τεκμηρίωσης.

[13] Κική Δημουλά, «Επίλογος», ό.π., σ. 10.

[14] Ό.π., σ. 10-11.

[15] Ό.π., σ. 11.

[16] Γιώργος Βελουδής, Γραμματολογία. Θεωρία Λογοτεχνίας, Πατάκης, Αθήνα 20064, σ. 143.

[17] Ό.π., σ. 143.

[18] Κική Δημουλά, «Μία ροπή και ταύτα πάντα…», Ο Κύκλος, τχ. 55, Ιανουάριος 1966, σ. 23-24. Τα αποσπάσματα από τα πεζά αποδίδονται σε μονοτονικό σύστημα.

[19] Ό.π., σ. 23.

[20] Ό.π., σ. 23.

[21] Willard Spiegelman, How poets see the world: The art of description in contemporary poetry, Oxford University Press, Oxford 2005, σ. 5.

[22] Κική Δημουλά, «Μία ροπή και ταύτα πάντα…», ό.π., σ. 23.

[23] Για το θέμα της άρνησης της σωτηριολογικής διάστασης του χριστιανικού μύθου στην ποίηση της Κικής Δημουλά μπορεί κανείς να δει: Δέσποινα Παπαστάθη, Κική Δημουλά «αχθοφόρος μελαγχολίας». Ποίηση και ποιητική του πένθους, Gutenberg, Αθήνα 2018, σ. 196-243.

[24] Κική Δημουλά, «Μία ροπή και ταύτα πάντα…», ό.π., σ. 23.

[25] Susan Sontag, Περί φωτογραφίας, μτφρ.: Ηρακλής Παπαϊωάννου, Φωτογράφος, Αθήνα 1993, σ. 15.

[26] Κική Δημουλά, «Μία ροπή και ταύτα πάντα…», ό.π., σ. 23.

[27] Ό.π., σ. 23.

[28] Ό.π., σ. 23.

[29] Ό.π., σ. 24.

[30] Ό.π., σ. 24.

[31] Για ένα ορισμό και τη σχέση της λεγόμενης ταξιδιωτικής λογοτεχνίας με την εξερεύνηση της υποκειμενικότητας των περιηγητών, ενδεικτικά, μπορεί κανείς να δει: Carl Thompson, Travel Writing, Routledge, London and New York, 2011.

[32] Συντακτική επιτροπή, «Το Περιοδικό μας», ό.π., σ. 2.

[33] Χαρίκλεια Απαλάκη, «Κυκλοφωτογραφίες. Κική Δημουλά», Ο Κύκλος, τχ. 69, Μάρτιος 1967, σ, 86.

Προηγούμενο άρθροΟ Σπύρος Ασδραχάς και οι «πρωτόγονοι της εξέγερσης» (του Σπύρου Κακουριώτη)
Επόμενο άρθρο«Ραγισμένες» θεατρικές αγάπες… (της Ελένης Καρρά)

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ