του Γιώργου Λίλλη
Ήδη από το πρώτο της βιβλίο, «Το υπόλοιπο της αφαίρεσης» η Βασιλεία Οικονόμου είχε επιλέξει τον δύσκολο δρόμο της μινιμαλιστικής φόρμας. Κι αναφέρω δύσκολο, γιατί σε αυτά τα μικρά ποιήματα, ο ποιητής οφείλει να είναι συγκεκριμένος. Που σημαίνει πως κρύβεται πίσω πολύ δουλειά έτσι ώστε να μείνει το απόσταγμα χωρίς αυτό να οδηγεί στην αποσπασματικότητα, αλλά να έχει δημιουργήσει ένα μικρό σύμπαν, μια ιστορία που να μεταδίδει ένα συγκεκριμένο νόημα.
Στο δεύτερο βιβλίο της, η Οικονόμου συνεχίζει στον ίδιο δρόμο που χάραξε με το πρώτο της βιβλίο, αλλά αυτή την φορά με τα ώριμα υλικά της ενδοσκόπησης να εξελίσσουν την γραφή της σε ένα συμπαγές ποιητικό κόσμο. Θεωρώ σπουδαίο επίτευγμα σε αυτή την δεύτερη συλλογή η επιστράτευση του σουρεαλισμού για να μεταδώσει στον αναγνώστη το μυθικό στοιχείο που έρχεται σε αντιπαράθεση με την στιβαρή πραγματικότητα. Δεν μιλάμε όμως εδώ για ονειρικές ποιητικές εικόνες, αλλά για υλικά της φαντασίας που βοηθούν να οριστεί η γλώσσα ξανά στην λυρική της διάσταση.
Η Οικονόμου μιλάει για τον χαμένο έρωτα. Αλλά δεν πέφτει στην παγίδα της εξομολόγησης. Δεν θα προσκαλέσει τον οίκτο στον ποιητικό της κόσμο, ούτε την στυφή γεύση της απώλειας. Τα ποιήματά της μέσα από τα θραύσματα, έχουν έναν τρόπο, τον μυστικό αυτό τρόπο που μόνο η αληθινή ποίηση μπορεί να προσφέρει, να φέρει στην επιφάνεια, σαν ανασκαφή, τα αισθήματα εκείνα που φοβόμαστε να παραδεχτούμε πως μας αντιπροσωπεύουν αλλά υπάρχουν και ορίζουν τις πράξεις μας. Αυτή η εξόρυξη βοηθά στην παραδοχή πως δεν είμαστε θεοί, πως δεν τα έχουμε όλα υπό έλεγχο, πως η ήττα είναι κι αυτή μέσα στο παιχνίδι και πως οι άμυνες ξεκινάνε πάντα από την συνειδητοποίηση αυτού του γεγονότος.
Η Οικονόμου γνωρίζει από πρώτο χέρι αυτή την συνεχή διαμάχη του πνεύματος με την ύλη. Δεν περηφανεύεται για λύσεις, αλλά δια μέσου της ποίησης αναζητά έναν τρόπο να εξηγήσει την πτώση:
Δεν ήξερα πόσο βαρύ
μπορεί να γίνει ένα δέντρο
όταν πέφτει
Ένα δέντρο
ή ένα σώμα ολάνθιστο, εκεί
δίπλα στο σιντριβάνι που
πνίγονται οι ευχές
Ή το κεφάλι
που ακουμπάει στα πόδια σου
από αγάπη βαρύτερο
Εγώ εδώ κάθε πρωί
συνόδευα έναν ήλιο τυφλό
υπενθυμίζοντας τη μέρα στη νύχτα
για να ξέρεις πώς να λειτουργείς το ρολόι σου
Γιατί ήθελες ασφάλεια
κι εγώ δεν ήξερα τίποτε άλλο
από το χρόνο
και το μέτρημα
και πως τίποτα απ΄ αυτά δεν έχει νόημα
όταν στέκεσαι στην μέση του
κόσμου και με κοιτάς
Στις άχρονες πλατείες με τα σιντριβάνια
Στο κρεβάτι που διατάζεις τον ύπνο
όταν πλαγιάζεις
και πέφτει μαζί σου
η νύχτα
και πέφτει το σώμα
ολάνθιστο
το κεφάλι
στο στήθος σου
κι αυτό
από αγάπη
βαρύτερο
Διαβάζοντας το παραπάνω ποίημα, μπορεί κάποιος εύκολα να διακρίνει την ποιητική μέθοδο της Οικονόμου. Λιτός λόγος, βαθύτατα στοχαστικός όμως, με εικόνες οικείες, δημιουργώντας μια ατμόσφαιρα όπου εξελίσσεται η δραματουργία σε μια άκρως ποιητική στιγμή.
Η ποιήτρια προφυλάσσει την γραφή της από την συναισθηματολογία, το υλικό της είναι δουλεμένο με τέτοιο τρόπο όπου φανερώνεται ένα πνευματικό οικοδόμημα που έχει ως στόχο να ανακαλύψει ψυχικές διαστάσεις. Αυτό το οικοδόμημα προέρχεται από την συνειδητοποίηση της ρευστότητας της ζωής αλλά και από το κλειδί που κρύβεται στο λόγο της για να ξεκλειδώσει με συνέπεια, μες στη δημιουργία, την υπόστασή της.
info: Βασιλεία Οικονόμου, Εφήμερα ζώα, Θράκα