της Αγγελικής Γιαννικοπούλου
Η Αργεντινή Marisol Misenta, που γεννήθηκε το 1972 στο Μπουένος Άιρες, γνωστή περισσότερο ως Isol, είναι συγγραφέας, εικονογράφος, εικαστικός, γραφίστρια, συνθέτρια και τραγουδίστρια και έχει τιμηθεί το 2013 με το μεγάλο βραβείο Astrid Lindgren Memorial Award του Swedish Arts Council, για τη συνολική της προσφορά στην παιδική λογοτεχνία. Τέσσερα από τα βιβλία της έχουν μεταφραστεί στα ελληνικά και κυκλοφορούν από τις εκδόσεις Μάρτης. Και τα τέσσερα, είναι υπέροχα!
Ξεχωρίζει το ευρηματικό Νοτούρνο, Συνταγές για όνειρα, που αποτελεί το πρώτο βιβλίο που κυκλοφορεί στα ελληνικά και στηρίζεται στην εκδοτική καινοτομία του «λάμπω στο σκοτάδι» (glow in the dark), όπου οι εικόνες φτιαγμένες με ένα αόρατο τη μέρα μελάνι φέγγουν τη νύχτα μετασχηματίζοντας συνηθισμένες καθημερινές σκηνές –π.χ. ένα παιδί που βουτάει στην πισίνα– σε συναρπαστικά ονειρικά τοπία –στον πάτο της πισίνας το περιμένει μια γοργόνα. Και επιπλέον στο Νοτούρνο το δέσιμο θυμίζει μπλοκ –αναφορά στην ασύνδετη φύση των ονείρων– που του επιτρέπει να σταθεί όρθιο στο κομοδίνο δίπλα στο παιδικό κρεβάτι λειτουργώντας ως φωτεινός σηματοδότης που οδηγεί κατευθείαν στο μαγικό κόσμο της φαντασίας. Το βιβλίο καλεί το παιδί-αναγνώστη, ως δημιουργό ονείρων, να μετατρέψει τις φωσφορίζουσες εικόνες του βιβλίου σε λεκτικές αφηγήσεις και να δώσει υπόσταση στα όνειρα.
Το ενδιαφέρον στοιχείο με το Νοτούρνο, είναι ότι, αντίθετα με αυτό που συμβαίνει συνήθως, όπου η έκπληξη ενός διαφορετικού βιβλίου-αντικειμένου καλύπτει ένα φτωχό περιεχόμενο ή δρα ανταγωνιστικά στο κείμενο, στις Συνταγές για όνειρα η εκδοτική καινοτομία αναδεικνύει το κειμενικό περιεχόμενο και επιτείνει την αίσθηση της μαγείας που υπηρετούν οι λιγοστές λέξεις και οι εικόνες. Είναι εκπληκτικό πώς ένα παιδικό βιβλίο καταφέρνει να συλλάβει την πραγματική φύση του ονείρου, ως εύθραυστης οπτασίας φωτός αναδυόμενης από τα σκοτάδια της νύχτας και του ασυνειδήτου, και ως απρόσμενης μαγικής εικόνας που αντανακλά φως και μυστήριο! Και από την άλλη είναι εξίσου θαυμαστό πώς ένα ευχάριστο παιχνίδι φαντασίας μπορεί να μετασχηματιστεί σε μια διαδικασία που, τουλάχιστον για τους σουρεαλιστές, είναι άκρως αποκαλυπτική της ίδιας φύσης της λογοτεχνίας, που πλέον νοείται ως λεκτική σύνθεση δομημένη από το υλικό των ονείρων.
Εξίσου ενδιαφέρον εκδοτικά είναι και το βιβλίο-ακορντεόν διπλής όψης Είναι καλό να έχεις ένα παπάκι/ Είναι καλό να έχεις ένα αγόρι. Το βιβλίο που κυκλοφορεί μέσα σε μια καλαίσθητη θήκη παρουσιάζει στην κίτρινη πλευρά του, Είναι καλό να έχεις ένα παπάκι, τις σκέψεις ενός αγοριού που βρίσκει ένα πλαστικό παπάκι, ενώ στη μπλε, Είναι καλό να έχεις ένα αγόρι, που αποτελείται ακριβώς από τις ίδιες εικόνες στην ίδια σειρά, την άποψη του παπιού για τα ίδια γεγονότα. Έτσι και οι δύο διατείνονται στην πρώτη εικόνα ότι βρήκαν τον άλλο, το παιδί το πλαστικό παπί και το παπί το παιδί, ενώ για κάθε σκηνή ο καθένας παραθέτει τη δική του άποψη: όταν το παπάκι είναι πάνω στο κεφάλι του παιδιού, το αγόρι αποκαλύπτει ότι είναι αστείο να χρησιμοποιείς το παπί για καπέλο, ενώ το παπάκι μάς διαβεβαιώνει ότι είναι καλό να έχεις ένα αγόρι, γιατί ανεβαίνεις πάνω στο κεφάλι του προκειμένου να θαυμάσεις τη θέα.
Το συγκεκριμένο βιβλίο, όπως και τα περισσότερα βιβλία διπλής όψης, μέσω της υλικότητάς τους εκφράζουν μια σαφή ιδεολογική θέση: η πραγματικότητα είναι θέμα … οπτικής και ερμηνείας, και το ίδιο φαινόμενο ενδέχεται να γίνει αντιληπτό εντελώς διαφορετικά από διαφορετικά υποκείμενα. Αν μάλιστα παρόμοια βιβλία απευθύνονται σε πάρα πολύ μικρά παιδιά, όπως αυτό της Isol, πριν γίνουν μαθήματα ανεκτικότητας και δημοκρατίας, αποδεικνύονται πολύ εύστοχες νοητικές προκλήσεις, αφού ενθαρρύνουν τα παιδιά να ξεπεράσουν τη φάση του εγωκεντρισμού –ας θυμηθούμε τις σχετικές έρευνες του Piaget– και να αρχίσουν να αντιλαμβάνονται ότι όλοι δεν βλέπουν τον κόσμο με τον ίδιο τρόπο όπως εμείς.
Θέματα ταυτότητας θέτει το βιβλίο της Isol Πετίτ, το τέρας, που θα μπορούσε να αναφέρεται στον «παραλογισμό του κόσμου των ενηλίκων» ή όσων με ιδιαίτερη ευκολία ταξινομούν τους ανθρώπους σε γενικές κατηγορίες και χωρίς πολλή σκέψη ‘κολλούν’ ταμπέλες, π.χ. καλοί-κακοί, προσεχτικοί-άτακτοι. Στο βιβλίο ο μικρός Πετίτ αναρωτιέται ποιος είναι τέλος πάντων, αφού είναι καλός, όταν παίζει με το σκύλο, και κακός, όταν τραβάει τα μαλλιά των κοριτσιών. Ούτε αντιλαμβάνεται αν είναι καλός ή κακός μαθητής, αφού είναι κακός στα μαθηματικά και καλός στη γλώσσα. Μερικές φορές ακόμη και για την ίδια ενέργεια, π.χ. να μη λέει την αλήθεια, χαρακτηρίζεται κακός, όταν λέει ψέματα, αλλά και καλός, όταν σκαρώνει ιστορίες.
Και σε αυτό το βιβλίο η Isol ισχυρίζεται ότι τα πράγματα δεν είναι όπως φαίνονται και οι ‘χοντροειδείς’ χαρακτηρισμοί σίγουρα δεν ταιριάζουν στους ανθρώπους που αποτελούν πολύ πιο πολυδιάστατες και περίπλοκες προσωπικότητες. Μάλιστα την ιδέα αυτή η Isol την υποστηρίζει όχι μόνο με όσα λέει με λέξεις, αλλά και με τον τρόπο που ζωγραφίζει. Στις εικόνες της το περίγραμμα των φιγούρων φαίνεται να μην ταυτίζεται με το χρώμα, το οποίο άλλοτε ξεχειλίζει προς τα έξω και άλλοτε αφήνει μισοχρωματισμένο το σχέδιο, συχνά δημιουργώντας μια δεύτερη χρωματική εικόνα –δες το δισέλιδο, όπου ο Πετίτ-κουνελάκι είναι καλός όταν παίζει με τον παππού και κακός-λύκος, όταν παίζει/ πετροβολά τα περιστέρια. Άλλες φορές πάλι η αίσθηση της σύνθετης προσωπικότητας δίνεται με την βοήθεια της σκιάς –δες την τελευταία σελίδα του βιβλίου, που δίνει μια άλλη διάσταση στο χαρακτήρα.
Ενδιαφέρον για μικρούς αλλά και μεγαλύτερους αναγνώστες παρουσιάζει το βιβλίο αριθμών Νουμεράλια των Jorge Luján and Isol. Το βιβλίο συνδυάζει ένα σύντομο, βαθιά ποιητικό και ελαφρώς σουρεαλιστικό κείμενο, με ευφάνταστες εικόνες –«Το νούμερο 3 είναι για τα φιλιά που σου δίνουν πριν κοιμηθείς» και στην εικόνα το 3 σχηματίζει τα χείλη της έναστρης νύχτας έτσι όπως απαλά ακουμπούν στο παιδί που κοιμάται σε εμβρυακή στάση μέσα στο φεγγάρι.
Το βιβλίο, αν και βιβλίο αριθμών, αρχίζει με μια αμφισβήτηση της αυστηρότητάς τους. Στην εσωτερική σελίδα του τίτλου τροποποιεί απροσδόκητα τους αριθμούς σε χαριτωμένα σκίτσα, μεταλλάσσοντας, για παράδειγμα, το 5 σε επιβλητικό ελέφαντα και το 9 σε ευλύγιστη χορεύτρια. Εστιάζοντας στους αριθμούς όχι μόνο ως σύμβολα δηλωτικά ποσοτήτων, αλλά και ως σχήματα –ενδεικτικό το 1 ως μια μικροσκοπική σημαιούλα στην επικράτεια των μυρμηγκιών– το βιβλίο ουσιαστικά αποτελεί μια ανατροπή της νοικοκυρεμένης λογικής των μετρημάτων και των βεβαιοτήτων τους. Κι όπως τα νούμερα απελευθερώνονται από τον αυστηρό μαθηματικό τους χαρακτήρα και γίνονται μπαλόνια που πετούν στον ουρανό (δες το 9), έτσι και η στείρα λογική των μαθηματικών δέχεται βαρύ πλήγμα στη σοβαροφάνειά της από το απρόσμενο, το φανταστικό, και το ονειρικό. Για αυτό και το βιβλίο τελειώνει στον αριθμό 10 με μια ευθεία αποδοχή εκείνων των παιδιών που, αντιδρώντας στην αποστειρωμένη σχολική γνώση, προτιμούν, αντί να αντιγράφουν αριθμούς από τον πίνακα, να μετρούν τη ζωή τους με το όνειρο –«Το νούμερο 10 για τα παιδιά που σκέφτονται άλλα πράγματα … και ονειρεύονται».
Παράλληλα οι αριθμοί στα Νουμεράλια καθίστανται μια πρόφαση για καλλιτεχνική δημιουργία, αφού, καθώς ενσωματώνονται στην εικόνα ως ανεξάρτητα σχήματα, κατορθώνουν να δραπετεύσουν από τις μαθηματικές ισοδυναμίες και να απολαύσουν την ελευθερία τους –το 4 γίνεται μια καρέκλα που κρέμεται ανάποδα από τα ταβάνι. Οι αριθμοί στα Νουμεράλια αποτελούν ύμνο στη φαντασία, όχι μόνο γιατί επανειλημμένως αποτίνουν φόρο τιμής σε γνωστά παραμυθικά πρόσωπα –δες το 7 που αυτοδίκαια χαρίζεται σε μια παιχνδιάρα Χιονάτη– αλλά και γιατί όλοι τους λειτουργούν για τον αναγνώστη ως γρίφοι που αναμένουν την ιστορία τους.
Μάλιστα τα Νουμεράλια εμφανίζουν μια έντονη φιλοσοφική διάσταση, που προβληματίζει τον αναγνώστη τόσο αναφορικά με τη φύση των αριθμών όσο και του κόσμου. Ενδεικτικό το μηδέν που απεικονίζεται ως ένα τεράστιο αυγό κάτω από μια μικρούλα κότα που το κλωσά. Παραλληλίζοντας έμμεσα την αρχή της γραμμής των αριθμών με την αρχή του κόσμου και επαναφέροντας το πάγιο ερώτημα αν προηγείται η κότα ή το αυγό, το βιβλίο προβληματίζεται και αναφορικά με την έννοια του μηδενός ως του απόλυτου κενού, αφού σε καμία περίπτωση το αυγό δεν αντιπροσωπεύει το τίποτε, αλλά μια εν δυνάμει αρχή που αναμένεται να θέσει σε κίνηση ένα ολόκληρο σύμπαν. Παρόμοια και τα ερωτηματικά που πηγάζουν από το 6, όπου τρεις σωματοφύλακες διπλασιάζονται, αν και άκρως κωμικά, όταν αστείο προβάλλει στη λεία επιφάνεια μιας λίμνης το είδωλό τους, φέρνοντας συνεχώς τον αναγνώστη αντιμέτωπο με το ερώτημα: «Τελικά τρεις που καθρεπτίζονται είναι 6 ή 3;». Ανάλογα στοχαστικό προβάλλει και το νούμερο 8 που ως σχήμα παραπέμπει άμεσα στο σύμβολο του απείρου, το οποίο τελικά επιλέγεται να εικονογραφηθεί ως μια τεράστια κλεψύδρα, που μετρά ένα χρόνο που πάντα τελειώνει και πάντα αποδεικνύεται νέος, αφού κάθε αναποδογύρισμα της κλεψύδρας επανεκκινεί την ίδια διαδικασία σε ένα παιχνίδι χωρίς τέλος. Τα Νουμεράλια που ως είδος ανήκουν στο βιβλίο αριθμών φαίνεται να καταφέρνουν να αντιδράσουν σε όσα συμβατικά εκείνοι αντιπροσωπεύουν και παραβλέποντας τα μετρήσιμα και τα μετρημένα να αναδείξουν τα αμέτρητα ανεκτίμητα του κόσμου μας.
Τα βιβλία της Isol είνια στις εκδόσεις Μάρτης