της Ειρήνης Σταματοπούλου.
Στην εκσυγχρονισμένη επανεγγραφή του σαιξπηρικού μύθου που επιχειρεί ο Jacobson, μέσα από ένα πλήθος ευφάνταστων μυθοπλαστικών επινοημάτων και μιας πλοκής που συνδυάζει την ποικιλία των αφηγηματικών προοπτικών των προσώπων με τη διατήρηση της θεατρικότητας του πρωτότυπου κειμένου, βασικός άξονας του συγγραφικού λόγου θα μπορούσε να θεωρηθεί τόσο η συμφιλίωση των δύο ακραίων, αλληλοσυγκρουόμενων ερμηνειών του κλασικού έργου (της αντισημιτικής και της αντιχριστιανικής) όσο και η άρθρωση ενός γενικότερου προβληματισμού σχετικά με την ιστορική διαδρομή εννοιών όπως η μισαλλοδοξία, η αγάπη το έλεος.
Βασικό συγγραφικό όχημα, ο αναδιπλασιασμός του προσώπου του κεντρικού ήρωα. Από τη μία ο καλλιεργημένος, κοσμοπολίτης μεγαλοαστός έμπορος τέχνης Σάιμον Στρούλοβιτς, που μετά τον χωρισμό του με την «εβραιόπληκτη» Οφηλία – Τζέιν αντιμετωπίζει σοβαρά προβλήματα με την κόρη του Μπέατρις, η οποία θεώρησε καλό να κλεφτεί με έναν αφελή ποδοσφαιριστή, τιμωρημένο επειδή μιμήθηκε τον ναζιστικό χαιρετισμό στο γήπεδο. Από την άλλη, το φαντασματικό προσωπείο του Σάιλοκ μεταφερμένο σχεδόν ατόφιο και δραματοποιημένο στην πλοκή, που ως ένας άγνωστος φίλος λειτουργεί άλλοτε ως το θρησκευτικό Υπερεγώ του Στρούλοβιτς και άλλες φόρες ως ένας διαλλακτικός σύμβουλός του σε θέματα πολιτικής ενσυνείδησης, ευέλικτης κοινωνικοποίησης και διαπαιδαγώγησης.
Με έναν τόνο πικρά σαρκαστικό και διαλόγους συχνά αποκαλυπτικούς της ιουδαϊκής κοσμοθεωρίας και ταυτότητας, ο Jacobson συνοψίζει τον ρόλο του Σάιλοκ στα εξής δύο εγχειρήματα. Το πρώτο, η επιδίωξη της αποσαφήνισης και όξυνσης της θεολογικής πίστης και συνακόλουθης υποκειμενικής εγκόσμιας τοποθέτησης του Στρούλοβιτς, του οποίου οι θρησκευτικές καταβολές μαρτυρούνται χαρακτηριστικά από το εξής απόσπασμα, που περιγράφει ένα περιστατικό της παιδικής του ηλικίας:
«Στα έντεκά του χρόνια, μ’ ένα πρόωρο μουστάκι, πιο έξυπνος από όσο θα περίμενε κανείς, ψώνιζε με τη μητέρα του σ’ ένα πολυκατάστημα, όταν εκείνη είδε τον Χίτλερ ν’ αγοράζει άφτερ σέιβ.
“Γρήγορα, Σάιμον!” τον πρόσταξε. “Τρέξε να φέρεις έναν αστυνόμο, εγώ θα μείνω εδώ για να σιγουρευτώ πως δεν θα την κοπανήσει”.
Κανένας αστυνομικός όμως δεν θα πίστευε ότι ο Χίτλερ βρισκόταν στο κατάστημα και ότι, τελικά, ξέφυγε από την άγρυπνη παρακολούθηση της μητέρας του Στρούλοβιτς.
Ούτε ο Στρούλοβιτς είχε πιστέψει ότι ο Χίτλερ βρισκόταν στο κατάστημα. Όταν γύρισαν σπίτι, αστειεύτηκε σχετικά μ’ αυτό στον πατέρα του.
“ Μην κοροϊδεύεις τη μητέρα σου” του είπε ο πατέρας του. “Αν είπε ότι είδε τον Χίτλερ, είδε τον Χίτλερ. Η θεία σου η Άνι πέρσι έπεσε πάνω στον Στάλιν στην αγορά του Στόκπορτ κι εγώ, όταν ήμουν στην ηλικία σου είδα τον Μωυσή να κάνει βαρκάδα στη λίμνη του Χίτον Παρκ”.
“Αποκλείεται να ήταν αυτός” είπε ο Στρούλοβιτς. “Ο Μωυσής θα είχε κόψει το νερό στα δύο”.
Εξυπνάδα για την οποία τον είχαν στείλει στο δωμάτιό του.
“Εκτός κι αν ήταν ο Νώε” φώναξε ο Στρούλοβιτς από την κορυφή της σκάλας.
“Και γι’ αυτό” είπε ο πατέρας του “θα μείνεις νηστικός”.
Αργότερα η μητέρα του του έφερε κρυφά ένα σάντουιτς, όπως θα είχε κάνει η Ρεβέκκα για τον Ιακώβ».[1]
Το δεύτερο, η επίλυση της κρίσης στη σχέση με την κόρη του, (της βασικής απώλειας στον μυθοπλαστικό άξονα, για να μιλήσουμε με τους φορμαλιστικούς όρους του Propp) η οποία προβάλλει χαρακτηριστικά στον παρακάτω εξομολογητικό μονόλογο του Στρούλοβιτς, τυπικό της ιουδαϊκής εσωτερικότητας εν γένει: «Την επαινώ κι έπειτα την επικρίνω. Ό,τι της δίνω με το αριστερό τής το παίρνω με το δεξί. Τις παραχωρήσεις τις ακολουθεί εκνευρισμός και τον εκνευρισμό τον ακλουθούν οι τύψεις. Νιώθω λες κι είμαι παγιδευμένος σε έναν μικρό χώρο μαζί της – εμποδίζοντας τις κινήσεις της τη μια στιγμή, έχοντας βαθιά συναίσθηση της παρουσίας της την επόμενη. Κι έπειτα, την τιμωρώ που με κάνει να νιώθω αυτό που νιώθω. Δεν μπορώ να βρω ισορροπία στην αγάπη μου για κείνη».[2]
Στη σύγχυση του Στρούλοβιτς, την προερχόμενη τόσο από την αμβλυμμένη θρησκευτικότητά του όσο και από τις ενοχές του κυρίως έναντι της κόρης του, έρχεται να βοηθήσει ο Σάιλοκ, που πιστεύει πως «ο Εβραίος ως άτομο κουβαλάει τον συλλογικό Εβραίο μαζί του όπου κι αν πάει», που θεωρεί ένδειξη πολιτισμού να αποδέχεται κανείς τη βίαιη φύση του και τη δικαιοσύνη αυτό που μας κάνει ανθρώπους και όχι τη συγχώρεση, και μεταξύ άλλων του προτείνει την εξής προσέγγιση στην ατίθαση Μπέατρις:
«Όλα τα σοβαρά ζητήματα εξηγούνται δύσκολα σε ένα παιδί. Προσπάθησε να τη βάλεις κάτω και να της διαβάσεις».
«Δεν τρελαίνεται για τον Μαϊμωνίδη».
«Δεν χρειάζεται να είναι Μαϊμωνίδης. Δεν έχεις κανέναν Ροθ στα ράφια σου;»
«Τον Γιόζεφ, τον Σέσιλ, τον Χένρι, τον Φίλιπ; Οι Ροθ πιάνουν έναν τοίχο ολόκληρο ».
«Ο Φίλιπ αρκεί. Έχεις εκείνο το βιβλίο όπου κάποιος ζει τη ζωή ενός άλλου;»
«Σε όλα τους αυτό συμβαίνει».
«[…] Είναι εκείνο όπου ο Ροθ απαντάει σ’ όσους εναντιώνονται στην περιτομή και πετυχαίνει μ’ έναν σμπάρο δυο τρυγόνια. Η περιτομή, λέει ο ίδιος ή κάποιος σαν κι αυτόν, επινοήθηκε ως άρνηση του βουκολικού στοιχείου».[3]
Μεταξύ των δύο, η Άννα Λίβια Πλούραμπελ Κλεοπάτρα Ό,τι Όμορφο Δίνει Παντοτινή Χαρά Πιο Σοφή Κι Από τον Σολομώντα Χριστίνα η τελετάρχης, φίλη της Μπέατρις και φύλακας του έρωτά της με τον ποδοσφαιριστή, κληρονόμος μιας αμύθητης περιουσίας την οποία αξιοποιεί παρακολουθώντας μαθήματα θλίψης και διατηρώντας ένα τηλεριάλιτι όπου επιλύει τα προβλήματα των συμμετεχόντων σερβίροντάς τους εξωτικά πιάτα από το εστιατόριό της «Ουτοπία», στην επικράτεια του οποίου θα εκτυλιχθεί και η κορυφαία σκηνή της πλοκής που σχετίζεται με τα καθέκαστα και τα παρελκόμενα μιας πολυσυζητημένης, επαπειλούμενης και διακυβευόμενης καθόλη τη διάρκεια περιτομής.
Όλα αυτά, μαζί με ένα πλήθος άλλων προσώπων που παρουσιάζονται τόσο ως εξατομικευμένοι φορείς της εκάστοτε δράσης όσο και ως σύμβολα επενδυμένα ενός ολόκληρου συλλογικού πεπρωμένου, σκιαγραφούν με χιούμορ, τραγικότητα και οξυδέρκεια την πορεία του κλασικού εμπόρου της Βενετιάς μέσα στην ι(Ι)στορία, όσο και του σύγχρονου σωσία του. Του Στρούλοβιτς, που καταλήγει με την κυνική διαπίστωση πως η νίκη και η ήττα είναι κάποιες φορές εξίσου παράλογες, ομολογώντας στον εαυτό του πως για το μυαλό τού σύγχρονου ανθρώπου έχει κάποια αξία να τον ξεγελούν διότι επιβεβαιώνει την εξωφρενικότητα της ύπαρξης. Και του Σάιλοκ, που εμφανίζεται αρχικά με την εξής παραδοχή: «Έπειτα από τόσα χρόνια που οι εθνικοί μάς λένε τι βλέπουν όταν μας κοιτάνε, δεν αποτελεί έκπληξη που καταλήξαμε να βλέπουμε κάτι παρόμοιο. Έτσι λειτουργεί η δυσφήμηση. Το θύμα υιοθετεί την οπτική του θύτη. Αν έτσι με βλέπουν, τότε αυτό πρέπει να είμαι».[4] – Και καταλήγει περιγραφόμενος με τις εξής φράσεις: «Η δράση είχε σταματήσει αυθαίρετα για τον Σάιλοκ, αλλά ο χρόνος όχι. Ο χρόνος τον είχε βαλσαμώσει. Θα ήταν άραγε καλύτερα για κείνον αν ο χρόνος σταματούσε τη στιγμή που σταμάτησε η δράση; Θα είχε καταφέρει κάτι λιγότερο, άραγε, ή μήπως κάτι περισσότερο; Η μεγαλύτερη ψευδαίσθηση απ’ όλες – ότι ο χρόνος θα κυοφορούσε και θα έφερνε στον κόσμο ευεργετικές αλλαγές».[5]
info: Howard Jacobson «Το όνομά μου είναι Σάιλοκ», μτφρ. Νίκος Παναγιωτόπουλος, εκδ. Μεταίχμιο.
[1] Σ.σ., 15-16.
[2] Σελ. 77.
[3] Σελ. 188.
[4] Σελ. 101.
[5] Σελ. 370.