της Κατερίνας Ζαρόκωστα
Στο πατρικό μου η Πρωτοχρονιά ήταν μέρα μεγάλων συγκινήσεων. Ανήμερα την 1η του έτους 1926 είχε αποβιώσει στην Πόλη ο παππούς ο Κωνσταντίνος, νέος ακόμη, συνεπεία άγνωστης ασθένειας. Ο εκ πατρός. Ο οποίος πατήρ δεν έχασε τότε μόνο τον αγαπημένο γεννήτορα, αλλά εκτοξεύτηκε βίαια στην πρώτη γραμμή της φροντίδας των γυναικών του σπιτιού, άμα και της περιουσίας, σε εποχές μάλιστα καθόλου ευνοϊκές για τους Έλληνες της Μικράς Ασίας.
Τα κατάφερε πάντως και να τον στην Αθήνα, με δική του οικογένεια και καλή προκοπή.
Κάθε χρόνο τέτοια μέρα ντυνόμασταν απ’ το πρωί με τα καλά μας και μαζευόμασταν στο «σαλόνι». Εκεί κυριαρχούσε ένα βαρύ έπιπλο, από ξανθό λουστραρισμένο ξύλο, που έκρυβε το ραδιοπικάπ. Φτιαγμένο όπως και τα λοιπά έπιπλα του σπιτιού από τον Γιακουμή, τον ξυλουργό που είχε έρθει κι αυτός από «την άλλη όχθη». Ή τον υποστηρίζεις τον πατριώτη ή όχι. Κονσόλα, τραπεζαρία, κρεβάτια ως και το τελευταίο σκαμπουδάκι είχαν περάσει απ’ τα χέρια του. Σε τέτοιες περιπτώσεις δεν χωράνε ημίμετρα.
Στο σαλόνι, λοιπόν, η οικογένεια, μαζεμένη όχι γύρω απ’ το τραπέζι φορτωμένο αποβραδίς με χίλιες δυο λιχουδιές, καρύδια, μύγδαλα, χουρμάδες, σύκα ξερά, ρόδια – χειροπιαστές ευχές για την αφθονία του Νέου Έτους – καθώς και με τα πολίτικα τσουρέκια που είχαν ζυμώσει και ψήσει οι γονείς, θριφτά, με μπόλικο μαχλέπι∙ όχι, όσο κι αν μας γαργαλούσαν οι μυρωδιές, είχαμε πάρει θέση γύρω απ’ το ραδιοπικάπ όπου, με σεβαστική σιωπή, περιμέναμε την μικρή ιδιωτική τελετή. Κι ερχόταν η στιγμή που εμφανιζόταν ο αρχιερέας, με επίσημο ύφος και το μαύρο του καλό κοστούμι. Άναβε το πικάπ, τράβαγε έξω την υποδοχή του δίσκου, τσέκαρε τη βελόνα (την φύσαγε απαλά για να φύγει και η τελευταία υποψία σκόνης), έπαιρνε τον δίσκο των 45 στροφών και με θρησκευτική ευλάβεια τον έβγαζε απ’ τη θήκη του. Η σιωπή γινόταν συμπαγής, πνοή υπερκόσμια υπερίπτατο επί των κεφαλών μας. Με κινήσεις μεγάλης ακρίβειας ο μπαμπάς τοποθετούσε τον δίσκο πάνω σε σταθερή επιφάνεια καλυμμένη με το «μολτόν» που χρησιμοποιούσε η μαμά για τις χαρτοπαικτικές της βραδιές, έβγαζε απ’ την τσέπη του τρία κεράκια γενεθλίων, αναπτήρα, άναβε το πρώτο κεράκι, το έγερνε λίγο πάνω απ’ τον εσωτερικό κύκλο του δίσκου, κι όταν έσταζαν μερικές σταγόνες στο χαρτί που έφερε το όνομα του άσματος και του αοιδού, αστραπιαία κι αλάνθαστα, με ζηλευτής ακρίβειας κίνηση αρπακτικού, το κάρφωνε στο χαρτί και το βάσταγε για λίγο με σταθερό χέρι ίσαμε να βεβαιωθεί ότι κρύωσε και στερεώθηκε γερά. Το ίδιο επαναλαμβανόταν και με τα άλλα δυο κεράκια. Ύστερα έπιανε με προσοχή τον δίσκο από τις άκρες, τον τοποθετούσε στη θέση του και κατέβαζε τη βελόνα. Τότε μες απ’ τις μαύρες, τυφλές και βουβές χαρακιές του βυνίλιου ξεπηδούσε μια δροσερή φωνή: η Κατερίνα Βαλέντε τραγουδούσε με γερμανική αυτοσυγκράτηση το «Oh, mein papa”. Γρυ δεν καταλαβαίναμε απ’ τα λεγόμενά της. Κανείς δεν μιλούσε γερμανικά στο σπίτι. Τι σημασία είχε;. Η επίκληση στον πατέρα μας αρκούσε. Καθώς γύριζε ο δίσκος, γύριζαν και τα αναμμένα κεράκια προσθέτοντας τις χορευτικές φλογίτσες τους στη μαγεία της στιγμής. Μα και πάλι αυτό δεν ήταν τίποτα μπροστά στα δάκρυα του μπαμπά. Τρείς φορές έπαιζε το τραγούδι, ατάκα τη μια μετά την άλλη, κι όσο διαρκούσε η ακρόαση, ο μπαμπάς άκουγε ακίνητος, πετρωμένος την ώρα που σιωπηλά δάκρυα μούσκευαν το πρόσωπό του. Ο αδερφός μου κι εγώ δεν ξέραμε τι να πρωτοκοιτάξουμε. Τα κεράκια που περιστρέφονταν διαγράφοντας ένα κυκλικό φωτεινό χνάρι χωρίς ποτέ να σβήνουν, ή τα δάκρυα του μπαμπά. Ήταν… τι να πω, σαν να γινόταν ξαφνικά ξένος. Τα δάκρυά του έσκαβαν μεταξύ μας τάφρο, ένα βαθύ χαντάκι με θολό νερό που παρέσερνε μακριά μας έναν άγνωστο άντρα νέο, αδύναμο, εξωμερίτη, με εικόνες δικές του, πόνους δικούς του, ζωή δική του όπου εμείς δεν είχαμε θέση.
Όταν το μικρό εκείνο ιδιωτικό μνημόσυνο έπαιρνε τέλος, ο μπαμπάς έβγαζε απ’ την τσέπη κατάλευκο βαμβακερό μαντήλι (τα ρουθούνια μου ανίχνευαν άπληστα λεμονάτη μυρωδιά κολόνιας), σκούπιζε με επιμέλεια το πρόσωπό του, μάζευε τα σύνεργα της μαγείας και ξαναγινόταν ο μπαμπάς μας. Πνευματώδης, χωρατατζής, φιλοπαίγμων.
- Ανθρωπινό κρέας μου μυρίζει!
Έτριβε τα χέρια με ικανοποίηση. Εμείς, γελώντας και τσιρίζοντας, το βάζαμε στα πόδια, παρασέρνοντας στο διάβα μας κανένα μπιμπελό της μαμάς, εκείνη άρχιζε να τσιρίζει πιο δυνατά από μας – ε, ναι! Τάξη βασίλευε πάλι στον κόσμο.
Όμως μη νομίζετε πως έτσι περνούσαν οι μέρες μας. Τα παιδιά, ανθρωπάκια ήδη, ζουν με καημούς και μεράκια ανομολόγητα, επιθυμίες βασανιστικές κι απόκρυφες. Γι αυτό ίσως εκείνη η μαγεία της Πρωτοχρονιάς χαράχτηκε με κάθε λεπτομέρεια στη μνήμη μου. Ήταν μια στιγμή κάθαρσης που δεν είχε να κάνει τόσο με την ιερότητα της Πρωτοχρονιάς όσο με την εξ ίσου ιερή αποκάλυψη της ανθρώπινης όψης των γεννητόρων.