Νίκος Αδάμ Βουδούρης (*).
Στην Τζαζμήν και στον Ηλία.
Ο γάτος, ο κατάλευκος, ο μεγαλόσωμος, ο θρεμμένος, ο κεφάλας, κλωθογύριζε στο κοφίνι τ’ αδειανό που ήταν, μέχρι πριν, γεμάτο με ψάρια εκλεκτά. Οσφραινόταν κι ολόλυζε, και γουργούριζε, τέλος κουλουριάστηκε εκεί μέσα, και κοίταζε απαθής, την Φραντζέσκα την ξερακιανή και την Μαρία τη χήρα που βοηθούσαν τον ισχνό παπά να ανεβεί. Του κρατούσαν τα χέρια για να ισορροπήσει, καθώς ο ιερέας, πατώντας στο στέρνο του νεκρού, το πίεζε όσο μπορούσε για να στριμώξει τις φαρδιές πλάτες στα χοντροκομμένα σανίδια του κασονιού. Η Φραντζέσκα κοίταζε με λύπη τα φθαρμένα σκαρπίνια να πιέζουν το μαλακό ακόμα, εύσαρκο στήθος του πεθαμένου, όπως πρόβαλλε απ’ τ’ ανοιχτό πουκάμισο. Όχι με τα παπούτσια πάτερ, ψιθύρισε, μα εκείνος δεν την άκουσε, συνέχισε τα επί στήθους αλματάκια. Τα ράσα ανέμιζαν στο μελτέμι όπως ανέμιζαν τα μαλλιά των γυναικών, που, σκυμμένες στη σορό, προσπαθούσαν να λυγίσουν τα μακριά, άκαμπτα κανιά, για να τα χωρέσουνε στην κάσα, τα κατάφεραν τελικά και τον βολέψανε κι ο παπάς με ένα σάλτο κατέβηκε. Μας παίδεψε ο αλειτούργητος, μονολόγησε, κι απευθυνόμενος στην Ασπασία του Αραβαντινού είπε, φέρε ένα σεντόνι από μέσα, ευλογημένη, να τον σκεπάσουμε. Η Ασπασία υπάκουσε, δυο δάκρυα κυλίσαν απ’ τα μάτια της. Τον σκεπάσανε μ’ ένα λεπτό χράμι, η Φραντζέσκα η ξερακιανή είπε, ποιος να του το ’λεγε πως του ‘μελε για λόγου το κιβούρι της θειάς μας, και η Άννα του Ζουγανέλη αναρωτήθηκε: Πώς θα τον κουβαλήσουμε;
Αλειτούργητος ήταν το ’να παρατσούκλι του νεκρού, τ’ άλλο ήταν γατιάς. Τ’ όνομά του όμως ήτανε Γιάννης. Αλειτούργητο τον έλεγε ο παπάς, διότι ο Γιάννης στην εκκλησιά δεν πάταγε ποτέ. Στις κηδείες μόνο πήγαινε, κι αυτό κατ’ ανάγκη. Ήτανε ο μοναδικός ξυλουργός του νησιού και κατ’ επέκταση ο αποκλειστικός φερετροποιός, μα έκανε και χρέη νεκροθάφτη, ήθελε δεν ήθελε, αφού οι νησιώτες πριν καν ενηλικιωθούν μπάρκαραν και στο νησί ερχόντουσαν μια φορά στους έξι μήνες, να ξεκουραστούνε, να σπείρουνε παιδιά και να μοιράσουνε δώρα, στη βδομάδα πάνω φεύγανε, έτσι οι βαριές δουλειές, όπως το να κουβαλήσεις το νεκρό στο νεκροταφείο, να σκάψεις λάκκο και να θάψεις, πέφτανε στις θεόρατες πλάτες του Γιάννη. Και στις κηδείες όμως, για το χαμαλίκι πήγαινε κι αμέσως έφευγε. Ούτε έδινε καμία σημασία στην νεκρώσιμη ακολουθία ούτε έσφιγγε χέρια ψελλίζοντας φράσεις συμπόνιας.
Γατιά τον λέγανε τα παιδιά, διότι ο Γιάννης, που ήτανε και δεινός ψαράς, μισούσε τις γάτες. Τις κυνηγούσε, μία, μάλιστα, κατάφερε και την τσάκωσε, και την κρέμασε απ’ την ουρά στο καχεκτικό αρμυρίκι, στην αυλή της χαμοκέλας του. Μα οι γάτες, παρ’ όλο το κυνηγητό, τα μεσημέρια που η ρακή τον βάραγε κατακέφαλα και κλείνανε τα βλέφαρά του, όλο κι αρπάζανε κάνα ψαράκι απ’ το καλάθι του Γιάννη, που το έστηνε μπροστά στην πόρτα του σπιτιού του και περίμενε τις νησιώτισσες να ψωνίσουν. Το μεγάλο του άχτι όμως ήτανε ο γάτος ο άσπρος, ο μεγαλόσωμος, ο κεφάλας που τον έλεγε ο Μπούστης.
Ο Μπούστης, μέχρι και λυθρίνι είχε βουτήξει μια φορά, κι ο Γιάννης τον έψαχνε ώρες στα στενά του νησιού φωνάζοντας και βρίζοντας, γαμώ την Παναγία του και το Χριστό του, δε θα τον πιάσω τον Μπούστη, θα τον γδάρω ζωντανό. Στην ανηφόρα κατά το σπίτι του Αραβαντινού διασταυρώθηκε με τον παπά, μη βρίζεις χριστιανέ μου του είπε, ο Γιάννης έπιασε τα τέτοια του, πλησίασε το ρασοφόρο, χαμήλωσε το κεφάλι για να τον φτάσει και του ψιθύρισε: παπά κλάσε μου τ’ αρχίδια. Ο παπάς εξαφανίστηκε, ο Γιάννης ούρλιαζε (κι έλεγε) βρωμόγατε καριόλη κι άλλα τέτοια. Είχε τόσο πολύ φωνάξει που έκλεισε ο λαιμός του και η Κλειώ η άκληρη τον είδε και του είπε έλα μέσα να πιείς ένα νερό. Σαν βγήκε ο Γιάννης απ’ της άκληρης, είδε τον θεόρατο κατάλευκο γάτο αραχτό και χορτάτο να λιάζεται. Μη έχοντας τι άλλο να του πετάξει, πέταξε το κασκέτο του. Ο γάτος χάθηκε με δυο άλματα, μα το κασκέτο έπεσε στην αυλή της Μαρίας της χήρας, εκείνη βγήκε και του το ΄δωσε. Έλα μέσα Γιάννη, του είπε, μα ο Γιάννης ήταν κουρασμένος.
Το 1950 ένας Αμερικάνος φωτογράφος περιδιάβαινε τα νησιά κι απαθανάτιζε τη ζωή των κατοίκων. Ο Γιάννης κι ο Μπούστης μπήκαν σε λεύκωμα, έγιναν καρτ ποστάλ κι αφίσα του ΕΟΤ. Στο πλαίσιο γράφει «Ψαράς 1950» και τ’ όνομα του νησιού. Ο Γιάννης ποζάρει, γυμνός απ΄ τη μέση και πάνω, καμαρωτός, καλοκαμωμένος, αγαλμάτινος με πυκνά, σγουρά μαλλιά. Με το δεξί κρατάει ένα μεγάλο ψάρι και με τ΄ αριστερό στηρίζεται στην πλώρη μιας βάρκας· στη σκιά της, διακρίνεται κουλουριασμένος ο γάτος. Ο Γιάννης κοιτάζει το φακό. Ο Μπούστης κοιτάει το ψάρι.
Ίσως και να ’ταν τον Αύγουστο του 1950, μπορεί και του 51. Ένα απόγευμα, η Φραντζέσκα η ξερακιανή και η Φραντζέσκα η αφράτη πήγανε στου ξυλουργού του ψαρά του Γιάννη του γατιά του αλειτούργητου. Κάνε γρήγορα του είπανε, πεθαίνει. Μιλάγανε για τη θειά τους, την Ελένη τη μπασμένη, μια μικροσκοπική γυναίκα, άρρωστη από καιρό. Ο Γιάννης παράτησε τη ρακή κι έπιασε τα σανίδια. Η Φραντζέσκα η αφράτη έφυγε, η λεπτή έμεινε να μιλήσει με τον φερετροποιό για την αμοιβή και περάσανε μέσα. Όταν τον άφησε, εκείνος, αν κι αποκαμωμένος, στρώθηκε στη δουλειά, το πρωί το φέρετρο ήτανε σχεδόν έτοιμο. Του έλειπε το καπάκι και κάτι μερεμέτια. Έκανε διάλειμμα για να πιει μια στάλα. Τότε φάνηκε η Φραντζέσκα η αφράτη. Τζάμπα κόπος, φώναξε, σηκώθηκε η θειά. Έλα, του είπε, θα ΄σαι νηστικός, σου ’φερα κάτι να φας. Προχώρησε μέσα κι ο Γιάννης από πίσω. Άφησε το πεσκέσι της στο τραπέζι, αναγνώρισε το βαθύ άσπρο πιάτο με τ’ ανάγλυφα σχέδια. Ήταν της Άννας του Ζουγανέλη. Τα ίδια δώρα τους φέρνανε οι άντρες τους. Το ‘σπρωξε, το πιάτο έπεσε κι έγινε κομμάτια, σου ‘κανα ζημιά, είπε, έσκυψε να το μαζέψει μα δεν το μάζεψε. Όταν έφυγε, ο Γιάννης έμεινε στο κρεβάτι, κοιμήθηκε μέχρι τ’ απόγευμα. Το βράδυ βγήκε για ψάρεμα, το φεγγάρι ήθελε τέσσερις μέρες να γεμίσει, η θάλασσα είχε κυματάκι, ο Γιάννης ζύγισε τον καιρό και μονολόγησε: καλή ψαριά. Γύρισε πριν ξημερώσει με το καλάθι ξέχειλο με ψάρια πρώτης γραμμής. Τ’ άφησε εκεί που τ’ άφηνε πάντα στο πεζούλι πλάι στην πόρτα. Έπιασε τη ρακή. Κοιτούσε μια τα ψάρια στο καλάθι, μια τ’ άχρηστο πλέον φέρετρο της Ελένης της μπασμένης. Μια σταλιά πράμα μουρμούρησε παρατηρώντας το ασυνήθιστα μικρό κιβούρι. Τότε του ’ρθε να βάλει σ’ εφαρμογή μια τρελή ιδέα.
Πήρε τα εργαλεία του, σήκωσε το φέρετρο, το μέτρησε, κι έφτιαξε δεύτερο πάτο, έκοψε απ’ ένα μαδέρι τακάκια μισή παλάμη ύψος το καθένα, τα κάρφωσε στα πλαϊνά του φέρετρου απ’ τη μέσα μεριά, ακούμπησε τον δεύτερο πάτο στα τακάκια να δει αν εφαρμόζει καλά, αχά έκανε, πολύ ευχαριστημένος με την επιδεξιότητά του και τον αφαίρεσε. Άπλωσε τα ψάρια στο κιβούρι, έριξε μια στρώση αλάτι. Πήρε τον δεύτερο πάτο και σκέπασε τα θαμμένα στ’ αλάτι ψάρια, τον κάρφωσε με επιμέλεια.
Καλοφάγωτα είπε και γέλασε, ύστερα έπιασε τη ρακή του κι ήπιε δυο γουλιές. Είχε πια σηκωθεί ο ήλιος όταν ο Γιάννης πήρε το φτυάρι για να ολοκληρώσει την ιδέα του. Θα γέμιζε το φέρετρο με χώμα, θα το κατάβρεχε, έτσι τα ψάρια με τ’ αλάτι και τη δροσιά απ’ το νοτισμένο χώμα θα παστώνονταν γρήγορα και καλά. Ανακάλεσε γεύσεις δυνατές. Ο Αραβαντινός του είχε φέρει μια φορά παστές σαρδέλες. Του ‘χε πει πως στ’ αλιευτικά, τις παραχώνουν στ’ αλάτι και φυλάνε τα κασόνια στη δροσιά. Φαντάστηκε να ξεχειμωνιάζει με μεζέδες εκλεκτούς και τη ρακή του. Το στόμα του γέμισε σάλιο. Ω ρε μάνα μου! είπε κι ευφράνθηκε. Τότε είδε τον άσπρο γάτο που παραμόνευε και τον κοιτούσε κατάματα. Το χριστό σου, βρωμιάρη, φώναξε κι έσκυψε να πάρει πέτρα, εκεί του ΄ρθε το κακό. Τον βρήκε ο παπάς σωριασμένο. Θα μέθυσε πάλι ο αλειτούργητος, σκέφτηκε, σήκωσε τα ράσα του κι έσκυψε να τον συνεφέρει. Παναγία παρθένα, ανέκραξε με την ψιλή φωνή του, ύστερα είπε, ο Θεός να σε συγχωρέσει. Έτρεξε στης χήρας που έμενε εκεί κοντά. Ήρθανε και οι άλλες. Μέχρι να τον βολέψουνε, άντρα θεόρατο στο μικρό κιβούρι, το νέο είχε μαθευτεί. Πώς θα τον κουβαλήσουμε; αναρωτήθηκε ξανά η Άννα του Ζουγανέλη.
Πέντε γυναίκες απ’ τη μια και πέντε από την άλλη σηκώσανε το φέρετρο. Προπορευότανε ο παπάς. Με το δεξί κρατούσε το θυμιατό, με τ’ αριστερό το φτυάρι. Οι άλλες και τα παιδιά παραπίσω ακολουθούσανε. Κι ακόμα πιο πίσω ερχόντουσαν κάτι λίγα γατιά με τον Μπούστη πρώτο και καλύτερο.
Κάθε τόσο η πομπή σταματούσε για να πάρουν οι νεκροφόρες μια ανάσα και για να σταυρώσουν ξανά τα χέρια του νεκρού που πέφτανε και κρεμόντουσαν δεξιά κι αριστερά. Να του τα δέσουμε είπε η Μαρία η χήρα κι έλυσε τη ζώνη της, τα φαρδιά μαύρα φουστάνια της φουσκώσανε απ’ τον αέρα. Οι Φραντζέσκες πήρανε τη ζώνη, σταυρώσανε τα χέρια στο στήθος του νεκρού και τα δέσανε.
Ήταν απομεσήμερο όταν φτάσανε στο νεκροταφείο. Ο παπάς, αδύναμος και μαλθακός, ίσα που κατάφερε ν’ ανοίξει έναν λάκκο ρηχό. Όταν κατέβασαν την κάσα, μια σανίδα απ’ τις πλαϊνές δεν άντεξε στο στρίμωγμα και ξεκόλλησε, δυο ψάρια γλιστρήσανε έξω, μ’ αυτό δεν το ’δε κανείς. Τον παραχώσανε και βιαστικά τον ψάλανε. Με ξερά κλαδιά του φτιάξανε τον σταυρό του, Φύσαγε μελτέμι σήκωνε το φρεσκοσκαμμένο χώμα κι ένας μπουχός αιωρούνταν πάνω απ΄ το μνήμα. Η Κλειώ η άκληρη έκλαιγε σιωπηλά, ο παπάς την αγριοκοίταξε. Σκόνη μου μπήκε στα μάτια απολογήθηκε εκείνη. Συγχωρεμένος, μονολόγησε ο παπάς, έδωσε το σήμα και τα γυναικόπαιδα υπάκουσαν. Έτσι χωρίς πολλά κλάματα και δίχως μοιρολόγια τέλειωσε η κηδεία.
Δυο μέρες μετά την ταφή του Γιάννη, αργά το σούρουπο, η Φραντζέσκα η ξερακιανή πήρε λάδι, φυτίλι και καντήλι και βγήκε. Στον δρόμο συνάντησε την Κλειώ την άκληρη, ήξεραν και οι δυό προς τα που πηγαίνανε. Προχωρούσαν η μια μπροστά και πίσω η άλλη. Στην ανηφόρα για το νεκροταφείο είδανε να προπορεύεται η Άννα του Ζουγανέλη, κοίταξαν πίσω τους και είδαν πως η Μαρία η χήρα ερχότανε κι αυτή. Ο ήλιος έπεφτε στη θάλασσα κι απ΄ το βουνό πρόβαλλε το φεγγάρι, ολόκληρο, γεμάτο.
Λίγα μέτρα πριν τον περίβολο του νεκροταφείου είδανε να στέκουν δίπλα-δίπλα, μαρμαρωμένες, ασάλευτες, η Φραντζέσκα η αφράτη και η Ασπασία του Αραβαντινού.
Σταθήκανε κι αυτές κι όλες μαζί ακούγανε αλλόκοτες κλάψες κι ολολυγμούς να έρχονται από τα μνήματα. Δίχως να πούνε λέξη, πιαστήκανε χέρι με χέρι και με δειλά βήματα πλησίασαν στον περίβολο του κοιμητηρίου και έκπληκτες είδανε όλα τα γατιά του νησιού να ολολύζουν και να μυρίζουνε το χώμα στο μνήμα του Γιάννη και να το σκαλίζουνε με τα νύχια τους, ο Μπούστης πρώτος και καλύτερος γρατσούναγε τον σταυρό κι έσκουζε σαν αφηνιασμένος. Ψάρια σαπίζανε μαζί με τον Γιάννη, το αφράτο, απάτητο, ξερό χώμα δεν κράταγε τις οσμές του πρόχειρα σκεπασμένου ρηχού τάφου, κι αυτή η ψαρίλα, ανεπαίσθητη ίσως για ρουθούνι ανθρώπου, μα δελεαστική και υποσχόμενη καλό μεζέ, τράβηξε το γατομάνι του νησιού εκεί πάνω. Οι γυναίκες σταυροκοπήθηκαν κι έντρομες έσπευσαν να πούνε στον παπά τ’ ανήκουστα. Η αυγουστιάτικη πανσέληνος φώτιζε τους τάφους όταν, μαζί με τον παπά, επέστρεψαν αλαφιασμένες στο νεκροταφείο για να του δείξουν τα παράξενα.
Τα γατιά ήτανε εκεί, νιαούριζαν όλα μαζί και στο φεγγαρόφωτο έλαμπε η άσπρη γούνα του Μπούστη. Ο σατανάς, είπε ο παπάς, μπήκε μέσα στα γατιά και τα ‘στειλε να τον ξεθάψουν τον αμαρτωλό. Ας προσευχηθούμε απόψε κι αύριο που είναι τα τριήμερα και θα τον μνημονεύσουμε θα κάνουμε τρισάγιο και θα διαβάσω εξορκισμό.
Την άλλη μέρα, πρωί-πρωί, πήγαν όλοι στο νεκροταφείο. Ούτε εξορκισμό διάβασε ούτε έκανε τρισάγιο, στεκόντουσαν γυναίκες και παιδιά κι ο παπάς ο ίδιος στην χαμηλή μαντρα του κοιμητηρίου κι άλαλοι παρακολουθούσαν τα μικρά αιλουροειδή να μυρίζουνε το χώμα και να νιαουρίζουνε σπαραχτικά. Σατανάδες είπε ο παπάς και πέταξε την πρώτη πέτρα. Τα γατιά σκορπίσανε, η Μαρία φώναξε «ο Μπούστης μπήκε μέσα» κι έδειξε τον άσπρο γάτο, τον ευτραφή, να τρυπώνει στο παρεκκλήσι. Ο εξαποδώ στην εκκλησιά, έσκουξε ο παπάς. Μπουκάραν, παπάς και γυναικόπαιδα, στο μικρό εκκλησάκι, κλείσανε την πόρτα πίσω τους. Στριμώχτηκαν σώμα με σώμα στα λίγα τετραγωνικά. Το γατί κουλουριάστηκε σε μια γωνιά, τρομαγμένο τινάχτηκε, μα που να πάει, ελισσότανε ανάμεσα σε ποδαράκια παιδικά και γάμπες γυναικείες, γρατσούνισε πολλές, έφαγε κλωτσιές αβέρτα, τρύπωσε στην Άγια Τράπεζα, μια τετράγωνη πλάκα, δηλαδή, ακουμπισμένη σε τέσσερα κούτσουρα. Με τη μαγκούρα της Ελένης της μπασμένης ο παπάς πάλευε να τον βγάλει από κει. Τα κούτσουρα υποχωρήσανε, η πλάκα κύλησε, έγδαρε μια αφράτη γάμπα και καταπλάκωσε το ζαλισμένο, τ’ άμοιρο γατί. Με κόπο τη σηκώσανε. Απ’ το στόμα του Μπούστη έτρεχε αίμα. Ο παπάς έσπρωξε με το πόδι του το ψοφίμι.
Δόξα σοι, Κύριε, φώναξε. Έξω όλοι πρόσταξε. Τον αφήσαν μόνο του με τον ψόφιο γάτο. Κρατώντας τον Μπούστη απ’ την ουρά, ο παπάς βγήκε και είπε στις γυναίκες, πάρτε πλάκες απ’ τη μάντρα και σκεπάστε του το μνήμα. Με σχιστόπλακες απ’ τον περίβολο του κοιμητηρίου, παρόμοιες μ’ αυτήν που πλάκωσε τον Μπούστη, οι γυναίκες καλύψανε το χώμα του Γιάννη του γατιά, του αλειτούργητου. Ο παπάς περιφερόταν ανάμεσα στα μνήματα Μουρμούριζε ξόρκια κι επιτηρούσε το πήγαινε έλα των γυναικών. Στάθηκε κάποια στιγμή πάνω απ΄ το μνήμα του Γιάννη. Ζύγιζε με το μάτι τις πλάκες που το σκέπασαν και είπε. Τελειώσαμε μ΄ αυτόν. Η μόνη του έγνοια τώρα, ήταν να ξεφορτωθεί τον ψόφιο γάτο, που κρεμόταν από το χέρι του σα θυμιατό κι η άσπρη γούνα του, άσπριζε ακόμα περισσότερο πλάι στα μαύρα ράσα.
(*) Ο Νίκος Αδάμ Βουδούρης είναι συγγραφέας. Τελευταίο του μυθιστόρημα “Καϊάφας” (Πατάκης)